Επί δεκαετίες πολλοί Ελληνες επιστήμονες στο εξωτερικό χαίρουν διεθνούς αναγνώρισης, κατέχουν υψηλές θέσεις σε ακαδημαϊκά ιδρύματα και μετέχουν σε πρωτοποριακές έρευνες. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα βιώνει πρωτοφανή διαρροή επιστημόνων υψηλής κατάρτισης, που αναζητούν το μέλλον τους στο εξωτερικό.
Η πειραματική ομάδα Φυσικής Υψηλών Ενεργειών του ΕΜΠ, μαζί με τον καθηγητή Ευ. Γαζή, μέσα στο κέντρο ελέγχου του πειράματος Atlas στο CERN. Στα πειράματα και στις έρευνες που γίνονται στο μεγάλο ερευνητικό κέντρο της Ευρώπης μετέχουν περίπου 200 Ελληνες επιστήμονες από πολλά ακαδημαϊκά ιδρύματα
Η πειραματική ομάδα Φυσικής Υψηλών Ενεργειών του ΕΜΠ, μαζί με τον καθηγητή Ευ. Γαζή, μέσα στο κέντρο ελέγχου του πειράματος Atlas στο CERN. Στα πειράματα και στις έρευνες που γίνονται στο μεγάλο ερευνητικό κέντρο της Ευρώπης μετέχουν περίπου 200 Ελληνες επιστήμονες από πολλά ακαδημαϊκά ιδρύματα:
«Σε διεθνή κλίμακα ανάμεσα στους κορυφαίους επιστήμονες ποικίλων γνωστικών αντικειμένων, το ποσοστό των Ελλήνων πλησιάζει το 3% ενώ την ίδια στιγμή η αναλογία των Ελλήνων ως ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού ανέρχεται μόνο σε 0,2%» αναφέρει σε μελέτη του ο κ. Γιάννης Ιωαννίδης, καθηγητής Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια, ειδικός σε θέματα Στατιστικής και επικεφαλής δύο ερευνητικών ινστιτούτων αιχμής.
Η πειραματική ομάδα Φυσικής Υψηλών Ενεργειών του ΕΜΠ, μαζί με τον καθηγητή Ευ. Γαζή, μέσα στο κέντρο ελέγχου του πειράματος Atlas στο CERN.
«Από αυτούς μόνο το 13% έζησε ή ζει στην Ελλάδα ενώ το 87% είτε γεννήθηκε στο εξωτερικό, είτε έφυγαν ως μετανάστες. Η λίστα με τα ονόματα των κορυφαίων, όσον αφορά την επιρροή επιστημόνων στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία, περιλαμβάνει 672 Ελληνες.
Με βάση τα στοιχεία της Google Scholar, κατά μέσο όρο ο καθένας έχει λάβει πάνω από 17.000 αναφορές».
Μέσα από μια διαδικασία κριτηρίων ο κ. Ιωαννίδης «χαρτογραφεί» το ελληνικό επιστημονικό δυναμικό.
«Ο στόχος είναι να εκμεταλλευτούμε ως χώρα και ως κοινωνία αυτούς τους ανθρώπους και να εξασφαλίσουμε ότι ο ελληνισμός θα αναδείξει χιλιάδες άλλους κορυφαίους επιστήμονες στο μέλλον» αναφέρει, σημειώνοντας την αναγκαιότητα της αριστείας και τα αίτια της… μεγάλης φυγής.
«Μία αξιοθαύμαστη μειοψηφία παραμένει στην Ελλάδα και βρίσκονται οι περισσότεροι σε κατάσταση διωγμού. Είναι ο συνεχής, απηνής, αμείλιχτος, ανελέητος διωγμός, που κατατρέχει, ανέκαθεν, όποιον πιστεύει στην αριστεία και στην ουσιαστική προσφορά.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι επιστήμονες αυτοί δεν μπορούν να επηρεάσουν το ελληνικό γίγνεσθαι, παρόλο που έχουν τεράστιο αντίκτυπο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι» αναφέρει, ενώ προσθέτει χαρακτηριστικά:
«Είναι ενδεικτικό ότι εννέα καθηγητές πανεπιστημίου ανέλαβαν υπουργοί Οικονομικών, Παιδείας, και Υγείας στην Ελλάδα τη δεκαετία 2004-2014. Είχαν ως διάμεσο 248 αναφορές στο Google Scholar. Τον Ιανουάριο του 2015, 13 καθηγητές πανεπιστημίου συμμετείχαν στην κυβέρνηση με διάμεσο 260 αναφορές και από τον Σεπτέμβριο 14 καθηγητές συμμετέχουν στην κυβέρνηση με διάμεσο 65 αναφορές. Δεκάδες χιλιάδες νέοι Ελληνες επιστήμονες έχουν μεγαλύτερη επιστημονική απήχηση, αλλά είναι πρακτικά ανεπιθύμητοι στην Ελλάδα».
Ευάγγελος Γαζής, καθηγητής ΕΜΠ, συντονιστής στο πείραμα Αtlas του CERN
Το εύρος του προβλήματος όμως δεν εστιάζεται μόνο στην κορυφή, καθώς όλο και περισσότεροι νέοι βλέπουν το «εξωτερικό» ως λύση. Μια αποτύπωση καταγράφει μελέτη την οποία εκπόνησε η Μονάδα Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Πάνω από 100.000 Ελληνες επιστήμονες (ιατροί, μηχανικοί, νομικοί κλπ.), στην πλειοψηφία έως 40 ετών, βρίσκονται στο εξωτερικό, όπου έχουν αποκατασταθεί επαγγελματικά και επιστημονικά ή αναζητούν μια καλή θέση εργασίας».
Παράλληλα στις σειρήνες υποκύπτουν πανεπιστημιακοί, που από τις χαμηλές αποδοχές και την υπερφορολόγηση προτιμούν τα υψηλά συμβόλαια ξένων ιδρυμάτων.
Δημήτρης Νανόπουλος, πρόεδρος Ακαδημίας Αθηνών
«Πραγματικά υπάρχει τάση φυγής από συναδέλφους που έχουν την ευχέρεια να βρουν μια καλή θέση στο εξωτερικό και παρέχεται καλύτερη δυνατότητα στην έρευνά τους. Πρόκειται για καταξιωμένους επιστήμονες οι οποίοι παντού θα διαπρέψουν» λέει ο κ. Μιχάλης Ταρουδάκης, πρύτανης του πανεπιστημίου Κρήτης.
«Σήμερα στο CERN υπάρχουν περίπου 200 Ελληνες επιστήμονες, μεταπτυχιακοί κλπ. που συνεργάζονται σε διάφορα πειράματα. Προέρχονται από πολλά ελληνικά ΑΕΙ και τον ”Δημόκριτο”.
Αυτό που μπορώ να επισημάνω, ως συντονιστής στο πείραμα ”Atlas” και ως σύνδεσμος της ελληνικής βιομηχανίας με το CERΝ, είναι ότι υπάρχουν πολλά περιθώρια ανάπτυξης που σήμερα δεν αξιοποιούνται.
Τόσο το CERN όσο και άλλοι διεθνείς οργανισμοί θα μπορούσαν να απασχολήσουν επιστημονικό δυναμικό με ποικίλες συμμετοχές σε προγράμματα υψηλής τεχνολογίας αλλά και να αναβαθμίσουμε τη βιομηχανία.
Εφαρμογές
Παράδειγμα, σε προγράμματα ανάπτυξης μελλοντικών επιταχυντών υπάρχει δυνατότητα μεταφοράς τεχνολογίας για ιατρικές εφαρμογές σε θέματα θεραπείας καρκίνου ή παραγωγής ραδιοϊσοτόπων για έγκαιρη διάγνωση και θα βοηθούσε την ελληνική βιομηχανία. Αυτό κάνουν χώρες όπως η Νορβηγία, η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Στον αντίποδα, εδώ, υπάρχουν προβλήματα γραφειοκρατίας, ενώ πολλοί νέοι πηγαίνουν χάρη στο μεράκι και το πάθος τους ακόμα και όταν δεν υπάρχει οικονομικό κίνητρο.
Παναγιώτης Πανίδης, ειδικευόμενος ιατρός στη Γυναικολογία στο νοσοκομείο Gummersbach
Οσον αφορά τη φυγή καθηγητών, αρκετοί παίρνουν άδεια άνευ αποδοχών για 1-2 χρόνια, αφού έχουν καλύτερες αποδοχές στο εξωτερικό. Ομως το θέμα δεν είναι μόνο οικονομικό. Αναζητούν καλύτερες συνθήκες εργασίας σε πιο ήρεμο περιβάλλον και χωρίς ένα νομικό πλαίσιο όπου ο ένας νόμος καταργεί τον άλλο».
Δημήτρης Νανόπουλος, πρόεδρος Ακαδημίας Αθηνών
Το μεγάλο «φευγιό» είναι δραματικό
«Αυτή η δυσαναλογία πολλών καταξιωμένων επιστημόνων σε σύγκριση με τον πληθυσμό μας, υπάρχει και είναι εξακριβωμένη. Δεν έχει νόημα να αλληλοσυγχαιρόμεθα, όμως αυτό είναι καταγεγραμμένο σε διεθνείς πίνακες.
Αυτό που είναι γεγονός αντικειμενικό πρέπει και να μας στενοχωρεί πολύ. Δείχνει ότι διαθέτουμε ποιότητα μυαλού, έχουμε τάση προς τη δημιουργικότητα, αλλά αυτά για κάποιο λόγο δεν μπορεί να λειτουργήσουν σε αυτή τη χώρα.
Είναι λυπηρό ότι έχουμε φτάσει σε αυτό το κατρακύλισμα και δεν χρησιμοποιούμε το μυαλό που διαθέτουμε ώστε να πάμε μπροστά. Οσο για το μεγάλο ”φευγιό”, είναι δραματικό. Οποιοσδήποτε είναι άνω του μετρίου φεύγει στο εξωτερικό.
Μετά τον Εμφύλιο έφυγαν ο Γαβράς, ο Ξενάκης, ο Καστοριάδης, ο Αξελός και τόσοι άλλοι. Υστερα, την εποχή της χούντας, έφυγε η δική μου γενιά και τώρα έχουμε μια νέα εποχή που φεύγουν νέοι επιστήμονες.
Πρέπει να δούμε επίσης ποιοι μένουν πίσω, ποιοι δεν θέλουν όσους πηγαίνουν ”μπροστά”. Μήπως από εκεί πηγάζει η αιτία των προβλημάτων;».
Να αξιοποιηθούν από την Ελλάδα
«Πράγματι, εμείς οι Ελληνες επιστήμονες του εξωτερικού γνωριζόμαστε μεταξύ μας και βλέπουμε τις επιτυχίες που έχει ο κάθε ένας.
Βεβαίως υπάρχουν πολλοί διαπρεπείς Ελληνες και στο δικό μας πανεπιστήμιο όπως καθηγητές στη Σχολή Επιχειρήσεων, στην Πολυτεχνική Σχολή και την Ιατρική.
Το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει η Ελλάδα είναι να αναζητήσει τρόπο ώστε να αξιοποιηθεί αυτό το επιστημονικό δυναμικό για όφελος της χώρας.
Οι φορείς της κυβέρνησης και τα πανεπιστήμια μπορούν να εντείνουν συνεργασίες και πιστεύω ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού θα ήθελαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Αυτό που αποθαρρύνει είναι ότι δεν υπάρχει ένα συγκροτημένο πρόγραμμα για την ανάπτυξη συνεργασιών.
Οσο για το φαινόμενο διαρροής επιστημόνων, δεν είναι κάτι το καινούργιο. Θυμάμαι από τη δική μου τάξη στο ΕΜΠ, το 1977, 16 άτομα πήγαμε στις ΗΠΑ. Η διαφορά τώρα είναι ότι γίνεται πιο μαζικά».
Αναγκάστηκα να φύγω
«Βρίσκομαι στη Γερμανία σχεδόν έναν χρόνο. Ηθελα να έχω μια γεύση από το εξωτερικό, να δω πώς λειτουργούν άλλα συστήματα υγείας. Η κατάσταση στην Ελλάδα με ώθησε αναγκαστικά να έρθω εδώ. Δεν είναι μόνο το θέμα του μισθού, αλλά και όσα υπολειτουργούν στην Ελλάδα.
Ενώ παίρνουμε δυνατή εκπαίδευση στο πανεπιστήμιο και κοιτάμε τους άλλους ως ίσοι προς ίσους, υπάρχει δυσκολία στην ειδικότητα. Στην Ελλάδα έπρεπε να περιμένω 2-3 χρόνια για να κάνω ειδικότητα γυναικολόγου. Εδώ υπάρχει φόρτος εργασίας, υπάρχει σεβασμός, ενώ το σύστημα είναι διαφορετικό και απαιτείται χρόνος προσαρμογής. Αν και τεχνολογικά η χώρα είναι σε πιο προηγμένο επίπεδο, οι σχέσεις των ιατρών με τους ασθενείς είναι πιο τυπικές.
Οσον αφορά το οικονομικό σκέλος τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα. Βεβαίως είμαι ευχαριστημένος, όμως πάντα υπάρχει η σκέψη για επιστροφή στην Ελλάδα.
Νιώθεις μια πικρία, γιατί αφήνεις την πατρίδα σου και τους ασθενείς σου. Είναι και λίγο άδικο, γιατί η Ελλάδα μας γαλούχησε και μας εκπαίδευσε. Απώτερος στόχος, επιθυμία, είναι να επιστρέψω».