Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς
Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
18ο χλμ. Θεσσαλονίκης-Περαίας
570 19 Ν. Ἐπιβάται
ΤΗΛ.: 23920.24865 FAX: 23920.27402
Θέμα: Ἀπάντηση στὰ διωκτικὰ δικαστικὰ ἔγγραφα τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης
Παναγιώτατε,
Μετὰ τὴν δι᾽ ἐπιστολῆς γνωστοποίηση ὅτι προέβην σὲ διακοπὴ τῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματός σας ὡς ἐπισκόπου κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας (5-3-2017), τὴν ὁποία ἐπιστολὴ ἐλάβατε μέσῳ γραφείου ταχυμεταφορῶν τὸ μεσημέρι τῆς ἑπομένης (6-3-2017), μοῦ ἀποστείλατε κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον δύο ἔγγραφα τὸ πρωΐ τῆς ἑπομένης ἡμέρας (9.30 π.μ. 7-3-2017).
Μὲ τὸ ἕνα ἔγγραφό σας (ἀριθμ. πρωτ. 163, 6-3-2017) μοῦ ἀνακοινώσατε ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς λήψεως τοῦ ἐγγράφου δὲν ἔχω τὴν πνευματικὴ καὶ κανονική σας ἄδεια νὰ ἱερουργῶ καὶ νὰ ὁμιλῶ στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ὅπως ἐπίσης καὶ σὲ οἱονδήποτε ἄλλο ναὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Μὲ τὸ δεύτερο ἔγγραφο (ἀριθμ. πρωτ. 164, 6-3-2017), διογκωμένο μὲ ἄσχετα γραφικά, συνοδικὰ καὶ πατερικὰ χωρία, ὡς καὶ μὲ σχόλια Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων σὲ διάφορους ἱστοτόπους, μοῦ ἀνακοινώνετε ὅτι, μὲ βάση τοὺς Θείους καὶ Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὶς διατάξεις τοῦ Νόμου 5383/1932 «Περὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καὶ τῆς πρὸ αὐτῶν διαδικασίας», ἀσκεῖτε κανονικὴ δίωξη ἐναντίον μου γιὰ κατονομαζόμενα πέντε κανονικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ παραπτώματα, ἤτοι: α) σχίσμα, β) ἀπείθεια καὶ καταφρόνηση τῆς προϊσταμένης ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, γ) σκανδαλισμὸ τῶν πιστῶν, δ) ἐξύβριση καὶ συκοφαντία καὶ ε) φατρία (σελ. 13 ἐγγράφου). Συμπερασματικὰ στὸ τέλος προσθέτετε καὶ ἄλλα ἐπιτίμια, ὅπως τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας καὶ τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ ὀφφικίου τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου καὶ ἐντέλλεσθε «ὅπως ἀνυπερθέτως ἐντὸς πέντε (5) ἡμερῶν ἀπὸ τῆς λήψεως τοῦ ἐγγράφου» ἀπαντήσω ἐγγράφως στὶς κατηγορίες ποὺ μοῦ ἀποδίδονται.
1. Ἐσπευσμένη καὶ ἐκδικητικὴ ἡ δίωξη. Ἐπωμίζονται μεγάλο βάρος. Ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες λύσεις
Προκαλεῖ ἐν πρώτοις ἐντύπωση ἡ ἄμεση καὶ ταχύτατη σύνταξη τῶν ἐγγράφων τῆς δίωξης. Οἱ συνεργάτες σας ἦσαν κυριολεκτικὰ μὲ τὸ δάκτυλο στὴν σκανδάλη· εἶχαν ἕτοιμα τὰ ἔγγραφα καὶ οὔτε ἐδιάβασαν καθόλου τὸ ἰδικό μου ἔγγραφο, ὅπου ἐξηγοῦσα τοὺς θεολογικοὺς καὶ κανονικοὺς λόγους τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου. Μὲ αὐτὰ θὰ ἀσχολούμαστε τώρα; Σημασία ἔχει νὰ ἐπιτευχθεῖ ὁ στόχος· ἡ φίμωση τοῦ π. Θεοδώρου, ἡ ἐκδίωξή του ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ὥστε νὰ μὴν ἔχει ἐκκλησιαστικὸ ἀκροατήριο, νὰ ἀπομονωθεῖ καὶ νὰ μὴν ἀκούγονται ὅσα ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης λέγει καὶ διδάσκει. Καὶ μόλις ὁ στόχος πρόβαλε, πάτησαν τὴν σκανδάλη, ἐφαρμόζοντας τὴν λαϊκὴ παροιμία «λαγὸς τὴν φτέρη κούναγε, κακὸ τῆς κεφαλῆς του».
2. Δὲν θὰ μᾶς ἐκφοβίσουν
Ἂν πάντως κάποιοι ἐκτιμοῦν ὅτι θὰ μᾶς ἐκφοβίσουν καὶ θὰ μᾶς τρομοκρατήσουν καὶ ὅτι διώκοντας κάποιους ἐπώνυμους θὰ ἀνακόψουν τὸ ρεῦμα τῆς ὀρθόδοξης ἀντίστασης ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, κάνουν μεγάλο λάθος. Στηριζόμαστε ὄχι στὶς δικές μας δυνάμεις ἀλλὰ στὴν δύναμη καὶ στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν μᾶς ἔδωσε πνεῦμα δειλίας ἀλλὰ δυνάμεως[3] καὶ μᾶς συνέστησε πολλὲς φορὲς νὰ μὴ φοβόμαστε καὶ δειλιοῦμε ἐνώπιον τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς· διότι ἀκόμη καὶ ἂν μᾶς θανατώσουν καὶ ἀποκτείνουν τὸ σῶμα, δὲν μποροῦν νὰ πειράξουν τὴν ἀθάνατη ψυχή μας[4]. Οἱ δειλοὶ δὲν θὰ μετάσχουν κατὰ τὴν Ἀποκάλυψη, τῆς νίκης τοῦ Ἀρνίου, ἀλλὰ θὰ συγκαταριθμηθοῦν μὲ τοὺς ἄλλους ἁμαρτωλοὺς στὴν αἰώνια κόλαση[5]. Ὅσο καὶ ἂν προσπαθεῖ ὁ Σατανᾶς μὲ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς αἱρέσεις νὰ νικήσει τὴν Ἐκκλησία, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀνίκητος, καὶ ἠχεῖ κάθε φορὰ ἐνθαρρυντικὰ ἡ διαβεβαίωσή του ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος καὶ ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας[6], καὶ «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»[7] καὶ ὅτι θὰ εἶναι μαζί μας «πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[8].
3. Ἀντικανονικὸς καὶ μεσαιωνικὸς ὁ νόμος 5383/1932. Δὲν θὰ συμμορφωθοῦμε
Ἡ ἐσπευσμένη, μέσα σὲ λίγες ὧρες, ἀπόφασή σας, Παναγιώτατε, νὰ στήσετε ἱεροδικεῖο ἐναντίον μου ἢ καὶ ἄλλοι πιθανῶς λόγοι δὲν σᾶς ἐπέτρεψαν νὰ μελετήσετε τὸ κείμενο-δήλωση διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου ποὺ σᾶς ἀπέστειλα. Ἐνεργήσατε σπασμωδικὰ καὶ κοσμικὰ καὶ ὄχι ψύχραιμα καὶ χριστιανικά, μὲ συνέπεια ἡ παραπομπή μου στὸ ἐπισκοπικὸ δικαστήριο νὰ εἶναι παντελῶς μετέωρη καὶ ἀδικαιολόγητη καὶ ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο δίκαιο, οἱ δὲ κατηγορίες καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ παραπτώματα τὰ ὁποῖα μοῦ προσάπτετε βρίσκονται μόνο στὴν ἐμπαθῆ φαντασία καὶ θεολογικὴ ἀγραμματοσύνη τῶν συνεργατῶν σας, κατάλληλο περιτύλιγμα τοῦ μοναδικοῦ τους στόχου, νὰ φιμώσουν τὸ λόγο μου καὶ νὰ διαλύσουν τὴν παράταξη τῶν Ὀρθοδόξων. Δὲν θὰ σᾶς κάνω βέβαια τὴν χάρη μιᾶς νομικῆς ἀντιπαραθέσεως, γιατὶ καὶ αὐτὸ θὰ νομιμοποιοῦσε τὴν παράνομη καὶ ἀδικαιολόγητη δικαστικὴ δικαιοδοσία ποὺ ἐπιβάλλει ὁ ἀντικανονικός, ἀντισυνταγματικός, δεσποτοκρατικός, ἐπισκοποκεντρικός, μεσαιωνικὸς νόμος 5383 τοῦ 1932 «Περὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καὶ τῆς πρὸ αὐτῶν διαδικασίας», ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν γνώμη ἐγκύρων νομικῶν καὶ θεολόγων ἀντιβαίνει καὶ στὸ Σύνταγμα καὶ στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί, ἀντὶ νὰ βελτιώσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία, κατέστησε τὴν ἀπονομή της ἐπισφαλῆ καὶ ἄδικη. Μελετᾶται ἤδη ἀπὸ καιρὸ ἡ ἀναθεώρησή του, ἡ ὁποία πρέπει νὰ γίνει μὲ βάση τὸ φιλάνθρωπο πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση νὰ μειωθεῖ ἡ δεσποτοκρατία, τὸ δικονομικὸ χάσμα μεταξὺ ἐπισκόπων ἀφ᾽ ἑνός, παντοδυνάμων καὶ πανισχύρων, καὶ πρεσβυτέρων καὶ διακόνων ἀφ᾽ ἑτέρου, ἀδυνάμων καὶ δούλων.
4. Παραδείγματα ἀδίκων ἀποφάσεων ἀπὸ παράνομα δικαστήρια
Πόσες φορὲς δὲν συνέβη στὴν ἱστορία νὰ ληφθοῦν τέτοιες ἀποφάσεις ἀπὸ παρανόμους κριτὲς καὶ δικαστές; Αὐτὸ δὲν μᾶς θυμίζει ὁ ὑπέροχος ὕμνος τῆς Μεγάλης Πέμπτης γιὰ τὴν ἄδικη ἀπόφαση ποὺ πῆρε τὸ προεδρευόμενο ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα Καϊάφα Ἰουδαϊκὸ συνέδριο ἐναντίον τοῦ ἀθωοτέρου στὴν ἱστορία κατηγορουμένου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; «Ἤδη βάπτεται κάλαμος ἀποφάσεως παρὰ κριτῶν ἀδίκων, καὶ Ἰησοῦς δικάζεται καὶ κατακρίνεται σταυρῷ». Ἤθελε καὶ ὁ Καϊάφας νὰ ἐμπλέξει τὸν Κύριο στὴν ἄδικη δικαστικὴ διαδικασία ὡς κατήγορος καὶ δικαστὴς συγχρόνως καὶ νὰ τὸν παρασύρει σὲ διάλογο καὶ ἀπολογία, ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς ἐσιώπα[9]. Μήπως θὰ ἄλλαζε ἡ προειλημμένη ἀπόφαση καταδίκης Του, ἂν ἀπελογεῖτο; Ποιός ἐμπαθὴς καὶ σκοτισμένος νοῦς θὰ πρόσεχε τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ θείου ὑποδίκου, τοῦ κατ᾽ ἄνθρωπον ἀπείθαρχου καὶ ἀνυπάκουου; «Ἐσιώπας δὲ Χριστέ, φέρων αὐτῶν τὴν προπέτειαν», σημειώνει ἄλλος ὕμνος τῆς ἡμέρας τῶν Ἁγίων Παθῶν.
5. Βιάζονται τόσο πολὺ νὰ μὲ καταδικάσουν, ὥστε παραβαίνουν καὶ τὸν νόμο ποὺ ἐπικαλοῦνται. Αὐταρχισμὸς καὶ δεσποτοκρατία
Μὴν περιμένετε, λοιπόν, νὰ ἐμφανισθῶ ὡς κατηγορούμενος μπροστὰ στὸ ἐπισκοπικό σας δικαστήριο, διότι δὲν θὰ εἶναι δίκαιο καὶ ἀμερόληπτο δικαστήριο, ἀλλὰ ἐχθρικὸ καταδικαστήριο. Προχωρῆστε σὲ ἐρημοδικία (=δίκη ἐρήμην, χωρὶς τὴν παρουσία μου) καὶ ἀνακοινῶστε γρήγορα τὴν καταδικαστική σας ἀπόφαση, τὴν ὁποία μόνον σεῖς καὶ οἱ «σὺν ὑμῖν» θὰ ἀποδεχθοῦν καὶ θὰ ἐπικυρώσουν. Βιάζεσθε τόσο πολὺ νὰ μὲ καταδικάσετε, ὥστε δὲν τηρήσατε οὔτε τὶς δικονομικὲς διατάξεις τοῦ ἀντικανονικοῦ νόμου 5383 τοῦ 1932, ὁ ὁποῖος προβλέπει ὅτι ὁ κατηγορούμενος καλεῖται σὲ ἀπολογία καὶ ἀνάκριση ἀπὸ τὸν ὁρισθέντα ἀνακριτὴ μὲ ἔγγραφο ποὺ φέρει τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ἀνακριτοῦ[11]. Σεῖς, πρὶν νὰ ὁρίσετε ἀνακριτὴ καὶ πρὶν ὁ ἀνακριτὴς μοῦ στείλει ἔγγραφο μὲ τὴν ὑπογραφή του, ἐνέργειες ποὺ ἀπαιτοῦν κάποιο χρόνο, νοσφίζεσθε, κλέβετε ἁρμοδιότητα ἄλλου ὀργάνου, προβαίνετε σὲ ἀντιποίηση ἀρχῆς καὶ μοῦ στέλνετε βιαστικὰ ἔγγραφο, μὲ τὴν δική σας ὑπογραφὴ καλώντας με ἀναρμοδίως σὲ ἀπολογία. Πρόεδρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ δικαστηρίου εἶσθε, δεσπότης καὶ κύριος, καὶ ἀπέναντι σὲ δούλους καὶ σκλάβους κάνετε ὅ,τι θέλετε.
6. Ἀπὸ τὸ νομικὸ στὸ θεολογικὸ ἐπίπεδο
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, Παναγιώτατε, θὰ μεταφέρω τὸν λόγο μου ἀπὸ τὸ νομικὸ ἐπίπεδο μὲ τὴν προβληματικὴ διαδικασία στὸ ἐκκλησιατικὸ καὶ θεολογικὸ ἐπίπεδο, γιὰ νὰ δοῦμε ἂν ἡ δικαστικὴ δίωξη ποὺ ἀσκήσατε ἐναντίον μου εὐσταθεῖ. Σᾶς ὑπενθυμίζω, ὅτι στὰ δύο ἔγγραφα ποὺ σᾶς ἀπέστειλα δὲν ἀμφισβητοῦσα οὔτε τὴν νομιμότητα οὔτε τὴν κανονικότητα τῆς ἐκλογῆς σας ὡς ἐπισκόπου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, μολονότι ἄλλοι τὴν ἀμφισβήτησαν, λόγῳ τῆς ἀντικανονικῆς μεταθέσεώς σας ἀπὸ τὴν Ἀλεξανδρούπολη. Οὔτε ἐπίσης διάφορες οἰκουμενιστικές σας ἐνέργειες καὶ πράξεις ἢ παραλείψεις ὡς πρὸς τὴν καταδίκη τῶν αἱρέσεων τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μὲ ὁδήγησαν στὴν σκέψη νὰ διακόψω τὴ μνημόνευση τοῦ ὀνόματός σας στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Ἐκτιμοῦσα ὅτι δὲν πληροῦνται οἱ προϋποθέσεις ποὺ θέτει ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μεγάλου Φωτίου (861), δηλαδὴ ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπος νὰ κηρύσσει “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ” αἵρεση, ὑπὸ συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην. Σεῖς, μολονότι εἶσθε κρυπτοοικουμενιστής, φανερὰ καὶ ἀπροκάλυπτα δὲν κηρύξατε κάποια αἵρεση. Ὑπῆρχε βέβαια τὸ θέμα τῆς ἐκ μέρους σας μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος δικαιολογημένα θεωρεῖται ὡς λατινόφρων καὶ πρωτεργάτης τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνα δὲ μὲ τὴν στάση ποὺ κράτησαν πολλοὶ Ἅγιοι ἔναντι τῶν λατινοφρόνων μετὰ τὶς προδοτικὲς συνόδους τῆς Λυὼν (1273) καὶ Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-39) καὶ γενικῶς ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶναι ἀκοινώνητος, δὲν πρέπει νὰ ἔχει κάποιος καμμία σχέση μαζί του, πολὺ περισσότερο δὲν πρέπει νὰ τὸν μνημονεύει ψευδῶς ἐνώπιον τῆς Αὐτοαληθείας, τοῦ θυομένου ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τραπέζη Κυρίου Ἰησοῦ, ὡς ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Ἀκόμη καὶ ἂν δὲν τὸν θεωρήσουμε ὡς λατινόφρονα ἀλλὰ ὡς κήρυκα «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ μόνο γι᾽ αὐτὸ κατὰ τὴν πατερικὴ καὶ κανονικὴ παράδοση καθίσταται ἀκοινώνητος καὶ πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως, ὅπως κατέστησαν ἀκοινώνητο τὸν αἱρετικὸ πατριάρχη Νεστόριο οἱ κληρικοὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πρὶν νὰ καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
7. Ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης θεσμοθετεῖ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τὴν αἵρεση
Πάντως ἐγώ, οἰκονομώντας τὰ πράγματα, δὲν διέκοψα τὸ μνημόσυνό σας, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δὲν κηρύσσατε αἵρεση, ἔστω καὶ ἂν μνημονεύατε καὶ συμφωνούσατε κρυφὰ μὲ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο. Αὐτὸ ὅμως ἄλλαξε τελείως μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία κυριολεκτικὰ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» καὶ «ἐπ᾽ ἐκκλησίας», στὸ ὑψηλότερο ἐπίπεδο ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας, ὑπὸ τὰ ὄμματα καὶ εἰς τὰ ὦτα ὅλης τῆς οἰκουμένης, ὀνόμασε τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες, ἀποδέχθηκε ὅλα τὰ αἱρετικὰ κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, νομιμοποίησε τὴν συμμετοχή μας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ εἰσήγαγε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ δι᾽ αὐτῆς τὸν Ἀντίχριστο μέσα στὸν περίβολο τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ ἀρχίσει νὰ ἐνεργεῖται τό «μυστήριο τῆς ἀνομίας», συνέπεια τοῦ ὁποίου θὰ εἶναι νὰ πλανηθοῦν πολλοί· «Καὶ διὰ τοῦτο πέμψει αὐτοῖς ὁ Θεὸς ἐνέργειαν πλάνης εἰς τὸ πιστεῦσαι αὐτοὺς τῷ ψεύδει, ἵνα κριθῶσι πάντες οἱ μὴ πιστεύσαντες τῇ ἀληθείᾳ, ἀλλ᾽ εὐδοκήσαντες ἐν τῇ ἀδικίᾳ»[12].
8. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου δὲν εἶνα κανονικὸ παράπτωμα, ἀλλὰ κανονικὴ σύσταση καὶ ἐπαινετή. Τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ δὲν ἀναγνωρίζεται ἡ δικαστικὴ ἁρμοδιότητα
Ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου γιὰ θέματα πίστεως, γιὰ τὴν ἀποδοχὴ δηλαδὴ καὶ μὴ ἀπόρριψη τῶν αἱρέσεων ποὺ ἐμνημόνευσα καὶ τῆς ψευδοσυνόδους τῆς Κρήτης, εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀσκήσατε ἐναντίον μου τὴν κανονικὴ δίωξη. Αὐτὸ εἶναι ὁλοφάνερο ἀπὸ τὸ ὅτι προηγουμένως δὲν εἴχατε λόγους νὰ μὲ διώξετε καὶ ὀρθῶς τὸ ἀποφύγατε. Ἀλλά, ὅταν διακόπτει κανεὶς τὸ μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου γιὰ θέματα πίστεως, δὲν διαπράττει κανονικὸ παράπτωμα, ἀλλὰ εἶναι ἄξιος ἐπαίνου κατὰ τὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας καὶ κατὰ σύνολη τὴν πατερικὴ καὶ συνοδικὴ παράδοση. Θὰ σᾶς ἐπαναλάβω πάλιν καὶ πολλάκις τὶ λέγει ὁ κανόνας, ὁ ὁποῖος μάλιστα ὁμιλεῖ πλέον μὲ βαρύτατους χαρακτηρισμοὺς ὄχι περὶ ἐπισκόπων ἀλλὰ περὶ ψευδεπισκόπων: «Οἱ γὰρ δι᾽ αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
9. Τὰ παραπτώματα εἶναι κατασκευασμένα, ἀνυπόστατα καὶ ἀναληθῆ.
Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ λόγος ποὺ διώκομαι καὶ ἐγὼ μὲ ὑπόδειξη τοῦ ἀρχιοικουμενιστοῦ καὶ ἀρχιαιρεσιάρχου πατριάρχου Βαρθολομαίου. Τὸ ὅτι δηλαδὴ δὲν ἀποδέχομαι τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς ἄλλες αἱρέσεις καὶ ἐπὶ ἔτη τώρα κηρύσσω ἐναντίον τους. Ὅλα τὰ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ παραπτώματα ποὺ μοῦ ἀποδίδετε εἶναι προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, χαλκευμένες, κατασκευασμένες κατηγορίες, καὶ ἀνυπόστατες, ποὺ δὲν ἔχουν ἴχνος ἀληθείας. Ἐπιχειρεῖτε ἀπὸ κατηγορούμενοι γιὰ συνεχεῖς παραβάσεις θείων καὶ ἱερῶν κανόνων νὰ ἐμφανισθῆτε ὡς κατήγοροι καὶ στήνετε ἱεροδικεῖα, καταχρώμενοι τὴν φιλάνθρωπη ἱερατικὴ ἐξουσία ποὺ σᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ὁδηγεῖτε τὸν λαό Του στὴν σωτηρία διδάσκοντας τὰ ὀρθόδοξα δόγματα καὶ καταπολεμώντας τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς πλάνες. Ἀντὶ νὰ πολεμεῖτε τὶς αἱρέσεις στὴν ἐπαρχία σας, πολεμεῖτε ἐμᾶς ποὺ ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τῶν αἱρέσεων πλάθοντας ἀνυπόστατες κατηγορίες ἐναντίον μας. Καθίστασθε ἔτσι ὑπεύθυνος γιὰ ἀπώλεια πολλῶν ψυχῶν «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε», διότι τοὺς μὲν Ὀρθοδόξους δὲν τοὺς προφυλάσσετε ἀπὸ τὴν μόλυνση τῶν αἱρέσεων, τοὺς δὲ αἱρετικοὺς τοὺς ἀφήνετε νὰ ἐπαναπαύονται στὴν αἵρεση καὶ νὰ χάνονται.
10. Ἀναίρεση τῶν συκοφαντικῶν κατηγοριῶν
Ἂς πάρουμε ὅμως τὰ παραπτώματα μὲ τὴ σειρά: α) Σχίσμα. Καὶ οἱ πρωτοετεῖς φοιτηταὶ τῆς Θεολογίας μαθαίνουν τί εἶναι σχίσμα σὲ διάκριση μάλιστα ἀπὸ τὴν αἵρεση, κατὰ τὴν κλασικὴ καὶ σὲ ὅλους γνωστὴ ἐξήγηση τοῦ Μ. Βασιλείου σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου, ἡ ὁποία περιλαμβάνεται ὡς πρῶτος κανὼν στὴν συλλογὴ τῶν ἐνενήντα δύο κανόνων τοῦ Μ. Βασιλείου. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐξήγηση αὐτὴ ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ παρέκκλιση καὶ διαφορὰ στὴν πίστη, ἐνῶ τὸ σχίσμα προκύπτει ἀπὸ κάποιες διαφορὲς γιὰ διοικητικὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα ποὺ εἶναι μάλιστα ἰάσιμα: «Αἱρέσεις μὲν τοὺς παντελῶς ἀπερρηγμένους καὶ κατ᾽ αὐτὴν τὴν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους, σχίσματα δὲ τοὺς δι᾽ αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντας»[17].Πότε λοιπὸν ἐγώ, Παναγιώτατε, δημιούργησα προστριβὲς καὶ ἀναστατώσεις στὴν Μητρόπολη γιὰ θέματα διοικητικά, οἰκονομικὰ καὶ ἄλλα; Λειτουργῶ σὲ ἕνα μικρὸ ναό, τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, τοῦ ὁποίου δὲν ἔχω οὔτε τὴν οἰκονομικὴ διαχείριση, οὔτε τὴν μισθοδοσία τοῦ προσωπικοῦ (νεωκόρου, ἱεροψαλτῶν) οὔτε τέλεση μυστηρίων, οὔτε εἴσπραξη τυχερῶν. Ὅλη ἡ διοίκηση καὶ ἡ διαχείριση γίνεται ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Θεοδώρας. Ξεσηκώθηκα μήπως καὶ ζήτησα ἀπεξάρτηση διοικητικὴ τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ καὶ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη ἤ ἔπηξα δικό μου θυσιαστήριο ἤ οἰκοδόμησα δικό μου ναό στὰ ὅρια τῆς Μητροπόλεως, χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζω τὴν δική σας δικαιοδοσία; Ὑπάρχει στὰ ἀρχεῖα τῆς Μητροπόλεως κανένα ἔγγραφο, καμμία καταγγελία γιὰ δική μου διοικητικὴ ἢ οἰκονομικὴ ἀτασθαλία; Μόνο στὰ κεφάλια τῶν συντακτῶν τοῦ διωκτικοῦ ἐγγράφου, τὰ τόσο εὐφάνταστα, σφηνώθηκε, δὲν ξέρω ἀπὸ ποιόν, ἡ κατηγορία τοῦ σχίσματος. Θὰ ἤμουν ὁ τελευταῖος ποὺ θὰ διενοεῖτο νὰ διαπράξει σχισματικὴ κίνηση, διότι γνωρίζω ἄριστα ὡς μελετητής, σπουδαστὴς καὶ διδάσκαλος τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἰδιαίτερα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅτι τὸ «σχίσαι Ἐκκλησίαν χεῖρον τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν». Ἀκόμη καὶ εἰς τὰ γνωστὰ «Δίπτυχα» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ 2017 στὴν μερίδα τῆς Μητροπόλεώς σας καταγράφονται οἱ μεγαλοεφημέριοι ὅλων τῶν μεγάλων ναῶν, καὶ στὰ παρεκκλήσια τῶν Ἱερῶν Μονῶν φέρομαι ὡς ὑπεύθυνος στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ἐξέφρασα ποτὲ κανένα παράπονο ἢ ἐζήτησα νὰ μὲ τοποθετήσετε ἀλλοῦ καί, ἐπειδὴ δὲν τὸ ἐπράξατε, προχώρησα σὲ σχίσμα; Πῶς κακοποιοῦνται ἔτσι οἱ ἔννοιες καὶ ἡ ἀλήθεια; Ἐπειδὴ δὲν μπορεῖτε νὰ κατανοήσετε τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους προέβην σὲ διακοπὴ μνημοσύνου, καὶ οἱ λόγοι αὐτοὶ εἶναι λόγοι πίστεως καὶ δόγματος, προβαίνετε στὴν διατύπωση τῆς ἀνυπόστατης καὶ συκοφαντικῆς κατηγορίας γιὰ σχίσμα. Ἀλλὰ σᾶς ἀποστομώνει ὁ ἴδιος ὁ 15ος κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι οἱ διακόπτοντες τὸ μνημόσυνον τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου κληρικοὶ δὲ προκαλοῦν σχίσμα, ἀλλὰ προφυλάσσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σχίσματα, διότι οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ αἱρετικοὶ προκαλοῦν τὰ μεγαλύτερα σχίσματα: «Καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι». Ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ οἱ οἰκουμενισταὶ σχίζουν τὴν Ἐκκλησία τὴν τελευταία ἑκατονταετία καὶ μὴν προσπαθεῖτε ἀπὸ κατηγορούμενοι νὰ μεταμορφωθῆτε σὲ κατηγόρους, ἀπὸ σχίστες σὲ εἰρηνοποιούς. Στὴν πρὸς ἐσᾶς ἐπιστολή μου γιὰ τὴν διακοπὴ μνημοσύνου, ἀκριβῶς ἐπειδὴ διέβλεπα ὅτι θὰ συκοφαντούσατε τὴν κίνησή μου ὡς σχισματική, σᾶς ἔγραφα ὅτι «ἐγὼ δὲν θὰ προκαλέσω σχίσμα, διότι δὲν θὰ προσχωρήσω σὲ σχισματικὴ ὁμάδα, οὔτε θὰ μνημονεύω ἄλλον ἐπίσκοπο. Θὰ ἀναμένω μετὰ καλῶν ἐλπιδων νὰ ἐπαναλάβω τὸ μνημόσυνό σας, ὅταν δημο-σίως καὶ “ἐπ᾽ ἐκκλησίας” καταδικάσετε τὶς αἱρέσεις τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀ-πορρίψετε τὴν σύνοδο τῆς Κρήτης». Εἶναι ὁλοφάνερο ποιός προκαλεῖ σχίσμα.
γ) Σκανδαλισμὸς τῶν πιστῶν. Δὲν ἀποκλείω τὸ ἐνδεχόμενο κάποιοι ἐλάχιστοι πιστοὶ τῆς Μητροπόλεως, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν δική σας οἰκουμενιστικὴ στάση καὶ τῶν περισσοτέρων ἱερέων ποὺ σᾶς ἀκολουθοῦν, ἐπειδὴ εἶναι ἀκατήχητοι καὶ ἀνενημέρωτοι, μὲ ἰδική σας εὐθύνη, γιὰ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νὰ ἐνοχλοῦνται, ὅταν ἀκούουν τὰ ἰδικά μου ἀντιοικουμενιστικὰ καὶ ἀντιαιρετικὰ κηρύγματα. Ὅταν ὅμως κάποιος σκανδαλίζεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, αὐτὸ δὲν εἶναι σκανδαλισμός, ἀλλὰ ἄγνοια, ἀμάθεια, ἔλλειψη διδαχῆς καὶ ποιμαντικῆς φροντίδος. Ὅταν μάθουν τὴν ἀλήθεια, καὶ εἶναι καλοπροαίρετοι ὄχι μόνο δὲν σκανδαλίζονται, ἀλλὰ τιμοῦν καὶ σέβονται αὐτὸν ποὺ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν πλάνη, ὅπως συνέβη πολλάκις στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸ πολυπληθὲς γιὰ τὴν χωρητικότητα τοῦ ναοῦ ἐκκλησίασμα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, τὸ ὁποῖο, ἂν σκανδαλιζόταν, θὰ εἶχε ἀδιάσει τὸν ναὸ καὶ τὴν παρακείμενη ὑπόγεια αἴθουσα διδασκαλίας. Παραμένει ὅμως σταθερὸ καὶ ὄχι μόνο δὲν μειώνεται σκανδαλιζόμενο, ἀλλὰ αὐξάνει ἀναπαυόμενο καὶ ἀνυψούμενο. Τῶν κακοπροαιρέτων καὶ αἱρετιζόντων ἡ κακὴ μαρτυρία δὲν λαμβάνεται ὑπ ὄψιν. Σᾶς ἀποστέλλω συνημμένως καὶ ἄλλο πρόσφατο βιβλίο γιὰ τὴν διακονία μου στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ὅπου θὰ διαβάσετε ἐνδεικτικῶς ἀληθεῖς μαρτυρίες περὶ τοῦ ἀντιθέτου, ἀπὸ μὴ σκανδαλιζομένους[21].
δ) Ἐξύβρισις καὶ συκοφαντία. Ὅταν ἔλαβα τὸ ἐκτενὲς δικαστικό σας ἔγγραφο, Παναγιώτατε, ἐξεπλάγην ἀπὸ τὴν ἔκτασή του καὶ σκέφθηκα κατ᾽ ἀρχὴν ὅτι θὰ μοῦ ἔχουν μαζέψει πολλὰ παραπτώματα καὶ θὰ κουρασθῶ νὰ τὰ ἀνατρέψω. Μὲ ἔκπληξη εἶδα ὅτι σχεδὸν ὁλόκληρο τὸ ἔγγραφο καταλαμβάνουν οἱ αὐτονόητες μαρτυρίες ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες γιὰ τὴν ὑπακοὴ καὶ εὐπείθεια στοὺς ἐπισκόπους, στὶς ὁποῖες ἀναφέρθηκα, καὶ πλῆθος σχολίων ἀνωνύμων καὶ ἐπωνύμων πιστῶν, σὲ διάφορες ἱστοσελίδες, ἀπαξιωτικῶν γιὰ τὸ πρόσωπό σας καὶ τὶς ἐνέργειές σας ἐναντίον τῶν δύο ἀγωνιζομένων κληρικῶν τῆς Μητροπόλεώς σας, τῶν πρωτοπρεσβυτέρων Θεοδώρου Ζήση καὶ Νικολάου Μανώλη, τὰ ὁποῖα σχόλια σεῖς θεωρεῖτε ὑβριστικὰ καὶ συκοφαντικά. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι, ποιά σχέση ἔχω ἐγὼ μὲ τοὺς σχολιαστὲς καὶ τὶς ἱστοσελίδες, ὥστε νὰ φορτώνετε σὲ μένα τὶς κατὰ τὴν γνώμη σας ὕβρεις καὶ συκοφαντίες. Ὅσοι ἐδιάβασαν τὰ σχόλια ἀγνώστων ἀνωνύμων εἰς βάρος σας μὲ ἀπόδοση εὐθυνῶν σὲ μένα γέλασαν μὲ τὴν καρδιά τους γιὰ τὴν νομικὴ ἐμβρίθεια καὶ ἐλαφρότητα τῶν συνεργατῶν σας. Δὲν εἶδα νὰ ἐντοπίζετε ὕβρη καὶ συκοφαντία σὲ κάποιο δικό μου κείμενο, καὶ ἂν εἶχα κακία καὶ ἐκδικητικότητα, θὰ μποροῦσα ἐγὼ νὰ στραφῶ ἐναντίον σας δικαστικά, διότι μὲ συκοφαντεῖτε ὡς ὑβριστὴ καὶ συκοφάντη, συκοφαντία ποὺ ἐπεκτείνεται καὶ στὰ ἄλλα ἀνύπαρκτα καὶ ἀνυπόστατα παραπτώματα ποὺ μοῦ προσάπτετε.
Συμπεράσματα
Ἀπὸ τὰ ἀναπτυχθέντα προκύπτουν τὰ ἑξῆς συμπεράσματα:
1. Ἦταν ἐσπευσμένη καὶ ἐκδικητική, ὄχι ψύχραιμη καὶ ἀπαθής, ἡ σύνταξη τῶν διωκτικῶν ἐγγράφων.
2. Στηρίζονται στὸν ἀπηρχαιωμένο, ἀντισυνταγματικὸ καὶ ἀντικανονικὸ νόμο 5383/1932, ποὺ εὐνοεῖ τὴν δεσποτοκρατία εἰς βάρος τῶν ἄλλων κληρικῶν καὶ στήνει ἐπισκοπικὰ δικαστήρια, ὅπου κατὰ παγκόσμια δικαστικὴ πρωτοτυπία ὁ πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου, ὁ ἐπίσκοπος, εἶναι συγχρόνως καὶ κατήγορος, τὰ δὲ λοιπὰ μέλη στεροῦνται ψήφου.
3. Καὶ αὐτοῦ τοῦ ἀπηρχαιωμένου καὶ δεσποτοκρατικοῦ νόμου ἀπὸ σπουδὴ καὶ βιασύνη δὲν τηρήθηκαν οἱ διατάξεις· ἐκλήθη ὁ κατηγορούμενος σὲ ἀπολογία ὄχι ἀπὸ τὸν ἀνακριτή, ποὺ δὲν ἔχει ὁρισθῆ ἀκόμη, ὅπως προβλέπει ὁ νόμος, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο πρόεδρο, καὶ ἐπιβλήθηκαν ἐπιτίμια καὶ ποινὲς πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκδίκαση τῆς ὑπόθεσης.
4. Ἡ ἐκδικαζόμενη ὑπόθεση ἀφορᾶ στὴν διακοπὴ μνημονεύσεως τοῦ ἐπισκόπου ἀπὸ τὸν κατηγορούμενο γιὰ θέματα πίστεως. Ἑπομένως καὶ ὁ ἐπίσκοπος πρόεδρος καὶ τὰ μέλη τοῦ δικαστηρίου ποὺ ὁρίζονται ἀπὸ αὐτὸν διάκεινται εὐνοϊκὰ καὶ μεροληπτικὰ ὑπὲρ τοῦ προέδρου – κατηγόρου καὶ ἐχθρικὰ ὑπὲρ τοῦ κατηγορουμένου. Εἴτε παραστεῖ ὁ κατηγορούμενος εἴτε ὄχι ἡ καταδίκη του εἶναι σίγουρη. Δὲν πηγαίνει σὲ δικαστήριο, ἀλλὰ σὲ καταδικαστήριο.
5. Προτιμᾶ γι᾽ αὐτὸ νὰ μὴν παραστεῖ, ἀλλὰ νὰ δικασθεῖ ἐρήμην, γιὰ νὰ μὴ νομιμοποιήση μιὰ ἄδικη διαδικασία καὶ μία προειλημμένη ἀπόφαση.
6. Σὲ θεολογικὸ καὶ ἱεροκανονικὸ ἐπίπεδο οἱ κατηγορίες γιὰ α) σχίσμα, β) ἀπείθεια καὶ ἀνυπακοή, γ) σκανδαλισμὸ τῶν πιστῶν, δ) ἐξύβριση καὶ συκοφαντία καὶ ε) φατρία, εἶναι κατασκευασμένες καὶ ἀνυπόστατες. Βαρύνουν ὄχι τὸν κατηγορούμενο ἀλλὰ τοὺς κατηγόρους.
7. Ὁ πραγματικὸς λόγος τῆς διώξεως εἶναι ἡ διακοπὴ μνημοσύνου τοῦ ἐπισκόπου, ἐπειδὴ ὑποστηρίζει καὶ προβάλλει παλαιὲς καὶ νέες αἱρέσεις. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι κανονικὸ παράπτωμα, ἀλλὰ τήρηση τῆς βιβλικῆς, πατερικῆς καὶ ἱεροκανονικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε κατὰ τὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861) νὰ ἐπαινεθεῖ καὶ ὄχι νὰ τιμωρηθεῖ.
Ἐπίλογος
Ἐλπίζω καὶ εὔχομαι, Παναγιώτατε, νὰ ἀντιληφθῆτε τὸ ἄδικο καὶ ἀντικανονικὸ τῆς διώξεως ποὺ ἀσκεῖτε ἐναντίον μου, νὰ σταματήσετε τὴν δίωξη καὶ νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ ἐπανέλθω στὰ ἱερατικά μου καθήκοντα στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ὅπου διακονῶ ἐπὶ ἕνα τέταρτο αἰῶνος (24 ἔτη, ἀπὸ τὸ 1993), χωρὶς νὰ μνημονεύω τὸ ὄνομά σας, ὅπως πράττουν καὶ ἄλλοι συνεπίσκοποί σας καὶ στὴν Ἑλλάδα καὶ σὲ ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες, καὶ ἐπίσης ὅπως ἔπραξε καὶ ὁ μακαριστὸς ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ποὺ ἐσταμάτησε τὴν δικαστική μου δίωξη τὸ 2005. Ἀφῆστε καὶ κάποιους νὰ ἀγρυπνοῦν καὶ νὰ φωνάζουν. Θὰ χαροποιήσετε πολλοὺς ἐν ὄψει καὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα καὶ θὰ ξεφορτωθῆτε ἕνα βάρος ποὺ θὰ κουβαλᾶτε καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ στὴν μέλλουσα.
Συνημμένα:
Τὰ δύο βιβλία μου ποὺ ἀναγράφονται στὶς ὑποσημειώσεις 20 καὶ 21.
[1]. Τροπάριον αἴνων ὄρθρου, Μ. Τετάρτης: «Ὤ τῆς Ἰούδα ἀθλιότητος!».
[2]. Ὅλο τὸ ἐπεισόδιο βλ. εἰς Πράξ. 5, 26-42.
[3]. Β´ Τιμ. 1, 7.
[4]. Λουκᾶ 21, 12-18. Ματθ.10, 26-31.
[5]. Ἀποκ. 21, 8: «Τοῖς δὲ δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι, τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος».
[6]. Ἐφ. 2, 20. 1, 22.
[7]. Ματθ. 16, 18.
[8]. Ματθ. 28, 20.
[9]. Ματθ. 26, 62: «Καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· οὐδὲν ἀποκρίνη; Τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα».
[10]. Παλλαδιου Ελενουπολεως, Διάλογος ἱστορικός. Περὶ βίου καὶ πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἰωάννου, ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου 2, PG 47, 9.
[11]. Νόμος 5383/1932, ἄρθρο 10: «Ὁ κατηγορούμενος προσκαλεῖται πρὸς ἐξέτασιν δι᾽ ἐγγράφου κλήσεως, ἐκδιδομένης ὑπὸ τοῦ ἀνακρίνοντος καὶ φερούσης τὴν ὑπογραφὴν αὐτοῦ».
[12]. Β´ Θεσ. 2, 1-12.
[13]. 31ος Ἀποστολικὸς Κανών: «Εἴ τις Πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, χωρὶς συναγάγει καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξει, μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ καθαιρείσθω ὡς φίλαρχος. Τύραννος γάρ ἐστιν· ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοὶ καὶ ὅσοι ἂν αὐτῷ προσθῶνται, οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν. Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν καὶ δευτέραν καὶ τρίτην παράκλησιν τοῦ Ἐπισκόπου γινέσθω». Ἑρμηνεύοντας τὸν κανόνα ὁ Ἅγιος Νικόδημος γράφει: «Ὅσοι δὲ χωρίζονται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπόν τους πρὸ συνοδικῆς ἐξετάσεως, διατὶ αὐτὸς κηρύττει δημοσίᾳ καμμίαν κακοδοξίαν καὶ αἵρεσιν, οἱ τοιοῦτοι, ὄχι μόνον εἰς τὰ ἀνωτέρω ἐπιτίμια δὲν ὑπόκεινται, ἀλλὰ καὶ τὴν πρέπουσαν εἰς τοὺς ὀρθοδόξους τιμὴν ἀξιώνονται κατὰ τὸν ιε´ τῆς α´ καὶ β´». (Βλ. Πηδάλιον, Ἐκδοτ. Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 33-34). Εἶναι τόση ἡ παραπληροφόρηση ποὺ ἐπιχειροῦν κάποιοι ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι νὰ περάσουν στὸν ἀκατήχητο λαό, ὥστε κυκλοφοροῦν ἔντυπα, ὅπου ἀποκρύπτεται τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 15ου κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας καὶ ἡ ἐξαίρεση τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ, ποὺ ἐπιτρέπουν τὴν διακοπὴ μνημοσύνου, καὶ ἐξαίρεται ὁ ιγ᾽ κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας ὡς ὁ βασικὸς κανόνας γιὰ τὸ θέμα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀναφέρεται σὲ διακοπὴ μνημοσύνου ὄχι γιὰ θέματα πίστεως, ἀλλὰ γιὰ ἄλλα, διοικητικά, οἰκονομικὰ κ.τ.λ. Αὐτὴν τὴν παρανόηση θεραπεύει τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 15ου κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας, τὸ ὁποῖο δὲν τοὺς συμφέρει καὶ τὸ ἀποκρύπτουν.
[14]. Λέγει τὸ ἔγγραφο: «Κατόπιν τούτων… σᾶς γνωρίζομεν ὅτι ἀσκοῦμεν κανονικὴν δίωξιν διὰ τὰ κατωτέρω ἀδικήματα…».
[15]. Αγιου Γρηγοριου Θεολογου, Ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μ. Βασίλειον 50, ΕΠΕ 6, 212: «Τούτοις καταπλαγέντα τὸν ὕπαρχον, -Οὐδείς, φάναι, μέχρι τοῦ νῦν οὕτως ἐμοὶ διείλεκται, καὶ μετὰ τοσαύτης τῆς παρρησίας, τὸ ἑαυτοῦ προσθεὶς ὄνομα. –Οὐδὲ γὰρ ἐπισκόπῳ ἴσως, φησίν, ἐνέτυχες· ἤ πάντως ἂν τοῦτον διειλέχθη τὸν τρόπον, ὑπὲρ τοιούτων ἀγωνιζόμενος. Τἄλλα μὲν γὰρ ἐπιεικεῖς ἡμεῖς, ὕπαρχε, καὶ παντὸς ἄλλου ταπεινότεροι, τοῦτο τῆς ἐντολῆς κελευούσης· καὶ μὴ ὅτι τοσούτῳ κράτει, ἀλλὰ μηδὲ τῶν τυχόντων ἑνὶ τὴν ὀφρὺν αἴροντες. Οὗ δὲ Θεὸς τὸ κινδυνευόμενον καὶ προκείμενον, τἄλλα περιφρονοῦντες, πρὸς αὐτὸν μόνον βλέπομεν. Πῦρ δέ, καὶ ξίφος, καὶ θῆρες, καὶ οἱ τὰς σάρκας τέμνοντες ὄνυχες, τρυφὴ μᾶλλον ἡμῖν εἰσιν, ἤ κατάπληξις. Πρὸς ταῦτα ὕβριζε, ἀπείλει, ποίει πᾶν ὅ,τι οὖν ἂν ᾖ βουλομένῳ σοι, τῆς ἐξουσίας ἀπόλαυε. Ἀκουέτω ταῦτα καὶ βασιλεύς· ὡς ἡμᾶς γε οὐχ αἱρήσεις, οὐδὲ πείσεις, συνθέσθαι τῇ ἀσεβείᾳ, κἂν ἀπειλῇς χαλεπώτερα».
[16]. Σελ. 13 τοῦ διωκτικοῦ ἐγγράφου.
[17]. Πηδάλιον, Αὐτόθι, σελ. 587.
[18]. Πράξ. 5, 29.
[19]. Αγιου Γρηγοριου Θεολογου, Αὐτόθι 48, ΕΠΕ 6, 210: «Τί σοι, φησίν, ὦ οὗτος, βούλεται, τοὔνομα προσειπών (οὔπω γὰρ ἐπίσκοπον ἠξίου καλεῖν), τὸ κατὰ τοσούτου κράτους τολμᾶν, καὶ μόνον τῶν ἄλλων ἀπαυθαδιάζεσθαι; – Τοῦ χάριν, ὁ γεννάδας φησί, καὶ τίς ἡ ἀπόνοια; Οὔπω γὰρ ἔχω γινώσκειν. -Ὅτι μὴ τὰ βασιλέως θρησκεύεις, φησί, τῶν ἄλλων ἁπάντων ὑποκλιθέντων καὶ ἡττημένων. –Οὐ γὰρ ταῦτα, ἔφη, βασιλεὺς ὁ ἐμὸς βούλεται· οὐδὲ κτίσμα τι προσκυνεῖν ἀνέχομαι, Θεοῦ τε κτίσμα τυγχάνων, καὶ Θεὸς εἶναι κεκελευσμένος. Ἡμεῖς δέ τί σοι δοκοῦμεν; Ἤ οὐδέν, ἔφη, ταῦτα προστάττοντες; Τί δαί; οὐ μέγα σοι τὸ μεθ᾽ ἡμῶν τετάχθαι, καὶ κοινωνοὺς ἔχειν ἡμᾶς; -Ὕπαρχοι μέν, φησίν, ὑμεῖς, καὶ τῶν ἐπιφανῶν, οὐκ ἀρνήσομαι· οὔπω δὲ Θεοῦ τιμιώτεροι. Καὶ τὸ κοινωνοὺς ἔχειν, μέγα μέν (πῶς γὰρ οὔ; πλάσμα Θεοῦ καὶ ὑμεῖς), ἀλλ᾽ ὡσεί τινας ἄλλους τῶν ὑφ᾽ ἡμῖν τεταγμένων. Οὐ γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισμόν, ἀλλὰ πίστει χαρακτηρίζεσθαι».
[20]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, (Ἡ πνευματικὴ καὶ διοικητικὴ κρίση στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος), Θεσσαλονίκη 2006.
[21]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Ἡ διακονία μου στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Ἀντωνίου Θεσσαλονίκης. Ἀπάντηση στὸν μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2017.
[22]. Νικολαοσ Σταυριανιδησ, Πρόεδρος Πρωτοδικῶν (τότε), «Ἡ φατρία ὡς κανονικὸ παράπτωμα ἀκόμη καὶ ἐπισκόπων», Θεοδρομία 8 (2006) 210-216.
Fr. Th. Ζ. Apantisi sta dioktika dikastika eggrafa(2).pdf by katihisis on Scribd