Στα μεγάλα κύματα χρειάζεται κοινή πλεύση και όχι ανεμολογία
Από τον
Σαράντο Ι. Καργάκο*
Μπορεῖ νά μήν ἔχουμε πολεμική βιομηχανία, εἴχαμε ὅμως –καί τώρα παραέχουμε– πολεμική λεκτική ἀεροβιομηχανία. Μιά βιομηχανία πού ἀγκάλιαζε ὅλη τή διάσταση τῆς ζωῆς μας, ἀπό τή διασκέδαση, τούς καβγάδες μέχρι τήν πολιτική μας ζωή. Δέν ξέρω ἄν στά ἄσματα ἄλλου λαοῦ ἀπαντοῦν σέ τόση πληθώρα ρήματα ἤ οὐσιαστικά φόνου σημαντικά. Ἀπό τήν ἐποχή ὅπου ὁ ἀείμνηστος Νῖκος Γούναρης τραγουδοῦσε τό «Ἄχ, αὐτός ὁ ἄτιμος ἤθελε μαχαίρωμα» μέχρι τά νεώτερα «σφακτικά», τερπόμεθα ἀσθματικά μέ ἀκούσματα …ἀντεροβγαλτικά. Κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες ἡ νεολαία τέρπεται μέ ἀμερικανόηχα μπουμπουνητά γιά νά ἐξοικειώνεται μέ βομβαρδισμούς καί συνθῆκες μάχης.
Σέ τέτοια ἄσματα θά μποροῦσε, ὡς «Μεγάλος Τραγουδιστής» (κωδικό ὄνομα πού ἐπέλεξε στό περιστατικό Ὀτσαλάν) νά διαπρέψει ὡς ὑψίφωνος καί ὁ …κ. Πάγκαλος! Βέβαια σήμερα στά διάφορα κέντρα διασκεδάσεως δέν ἔχουμε τό «ἀλληλοκουμπούριασμα τῶν γλεντζέδων», ὅπως ἔγραψε πρίν ἀπό 95 χρόνια ὁ τότε σπουδαῖος σατιρογράφος Κων. Σκόκος. Τά φονικά γίνονται ἀλλιῶς, εἴτε μέ τό αὐτοκίνητο πού τρέχει σάν τρελό μετά τό ξεφάντωμα, εἴτε μέ τή βραδεῖα λειτουργία τῶν ναρκωτικῶν πού καταναλίσκονται μέ τόση βουλιμία ὅση καί ἡ μπομπότα στά χρόνια τῆς Κατοχῆς. «Μᾶς φτιάχνει κεφάλι» δήλωσε ἕνας ναρκομανής. Γι’ αὐτό πολλοί στό τόπο μας δέν ἔχουν …κεφάλι!
Τό κακό γιά τή χώρα μας εἶναι πώς ἡ κακοηχία, ἡ βαρυηχία καί γενικῶς ἡ ἀεριοβημαχία ἀείποτε εὐδοκιμοῦν καί στόν πολιτικό μας χῶρο. Γιά νά διαπρέψει κανείς ὡς πολιτικός ἔπρεπε νά διαθέτει δυνατή φωνή πού νά βγαίνει ἀπό Τυρρηνική σάλπιγγα. Ἀφότου ὅμως ἦλθε ἀρωγός τῶν πολιτικῶν τό μικρόφωνο, μπόρεσαν καί οἱ ἀσθενοῦς φωνῆς καί ὄχι μόνον «οἱ βοήν ἀγαθοί» τοῦ Ὁμήρου νά διαπρέψουν ὡς πολιτικοί.
Καί ὅταν ἄρχισαν οἱ τηλεοπτικές συζητήσεις μεταξύ πολιτικῶν, δημοσιολόγων, διεθνολόγων, πολιτικῶν ἀναλυτῶν καί τινῶν ἄλλων ἀκόμη εἰδημόνων σέ παντός εἴδους θέματα, προϋπόθεση γιά νά διαπρέψει κανείς εἶναι ἡ βροντερή –σάν τή Σάλπιγγα τῆς Ἀποκαλύψεως– φωνή. Φωνή βροντώδης, ὀξεῖα καί ἐπιθετική. Ἔχει ἐπίσης χαθεῖ καί τό κομψό, εὐπρεπές λεξιλόγιο. Χρησιμοποιοῦνται λέξεις-χειροβομβίδες.
Ἔχει διαπιστωθεῖ ὅτι μιά λέξη βάναυση, χοντροκομμένη, ἀπελέκητη καί ἀψυχολόγητη ἐξαγριώνει τό ἀκροατήριο ἤ τούς τηλεθεατές. Ἀλλά αὐτό ἐπιζητεῖται: ἕνα ἀποθηριωμένο κοινό βολεύει περισσότερο τούς πολιτικούς μέ ἰσχυρή καί ὀργίλη φωνή, ἔστω καί ἄν στήν κεφαλή τους ἐγκατοικεῖ ἰσχνός μυελός.
Παράλληλα πρός τούς βροντόλαλους, ἔχουμε καί κάποιους ἁπαλόηχους πού μέ λόγους μελιτώδεις καί δροσερούς τιθασεύουν καί ἀφοπλίζουν νοητικά τό κοινό καί τό κάνουν ἀρνάκι. Ἔτσι, ἀντί νά μᾶς ἐμπνεύσουν μίαν ὡραία ἰδεολογία, ἕνα ὡραῖο καί εὐσταθές πρόγραμμα, μᾶς ἐμπνέουν ἁπλῶς …νύστα! Μήπως αὐτό ἐπιζητεῖται; Νά πηγαίνουμε δηλαδή στήν κάλπη μέ κλειστά μάτια; Ὑπάρχει ἀκόμη καί ὁ ὑποτονθορυστικός, ὁ μουρμουριστός καί κάπως τραυλιστικός λόγος μερικῶν πολιτικῶν πού ὅταν μιλοῦν στήν τηλοψία, γιά νά κατανοηθεῖ τί λένε χρειάζονται ὑπότιτλοι.
Τέλος, ὑπάρχει καί ἡ λεκτική ἀγγλοχρησία. Ἀφότου ὁ κ. πρωθυπουργός ἔμαθε – ὅπως νομίζει Ἀγγλικά – δέν χάνει τήν εὐκαιρία νά μήν κοσμήσει τό λόγο του μέ κάποια λέξη, μέ κάποια φράση ἀγγλική σέ ἀμερικανική ἐκδοχή, ὄχι βέβαια μέ ὀξφορδιανή προφορά. Ἄλλοι συνάδελφοί του ἀντί γιά ἀγγλικά συνηθέστερα προτιμοῦν τά …γαλλικά!
Καί ἐρχόμαστε στά στρατηγεῖα τῶν δύο μεγάλων κομμάτων. Ἀπαραιτήτως κάθε πρωί θά ἔχουμε δηλώσεις σάν πολεμικά ἀνακοινωθέντα. Μπούμ ὁ ἕνας, μπούμ ὁ ἄλλος. Σάν νά βλέπουμε γουέστερν ἤ τόν Κλίντ Ἤσγουντ νά ὑποδύεται τόν ἐπιθεωρητή Κάλλαχαν.
Δέν ἀνταλλάσσονται ἐπιχειρήματα, ἀνταλλάσσονται πυρά. Προσπαθεῖ τό ἕνα στρατηγεῖο νά «πιαστεῖ» ἀπό μιά ἄστοχη λέξη ἤ φράση τοῦ ἄλλου γιά νά τοῦ τήν ἀνάψει κατακούτελα. Μιά στενή οἰκογενειακή μου φίλη, ἡ θρυλική «Κουκαράτσα», ἡ τελευταία ἀντάρτισσα τοῦ Γράμμου, πού ἔφυγε πρόσφατα ἀπό τή ζωή, μοῦ ἔλεγε ὅτι κατά τήν ἐποχή τῶν ἐπαράτων ἐκείνων ἡμερῶν, στή διάρκεια τῆς νύκτας, ἅρπαζε τό χωνί καί -σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες τῆς «καθοδήγησης»- ἐξαπέλυε λεκτικούς μύδρους ἐναντίον τῶν φαντάρων πού βρίσκονταν στόν ἀπέναντι λόφο.
Ἕνας λεβεντόκορμος στρατιώτης πού ἄκουγε τίς ἀπειλές πώς θά τόν «φάει ἡ Κουκαράτσα» νόμιζε πώς θά ἀντιμετωπίσει …δράκαινα. Κάποτε, ὑπό περίεργες συνθῆκες, ἔσμειξαν. Ἡ φοβερή «Κουκαράτσα» (1,55 ὕψος) ἔγινε σύζυγός του, δημιούργησαν οἰκογένεια καί ἔζησαν εὐτυχισμένοι.
Καί διερωτῶμαι: Σέ τόσο κρίσιμες γιά τήν πατρίδα στιγμές, δέν μποροῦν νά σμείξουν καί οἱ πολιτικοί μας – ὄχι διά βίου, ἔστω βραχυχρονίως – γιά νά ἀντιμετωπίσουν ἀπό κοινοῦ τά μεγάλα προβλήματα; Στά μεγάλα κύματα χρειάζεται κοινή πλεύση καί ὄχι ἀνεμολογία.
*Ιστορικός, συγγραφέας