Το Legalnews24.gr δημοσιεύει κατ’ αποκλειστικότητα το σκεπτικό της απόφασης 691/2018 του Αρείου Πάγου με την οποία λύνεται το θέμα του ποιός δικηγόρος – ο υπογράφων ή ο καταθέτων -είναι υπόχρεος στην έκδοση γραμματίου καταβολής.

Το σκεπτικό της απόφασης (Γ΄πολ.) αναφέρει τα εξής:
“Κατά το άρθρο 61 παρ. 4 του ν. 4194/2013 “Περί του Κώδικα των Δικηγόρων”, ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή ενδίκων μέσων, καθώς και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων, δικαστών και για κάθε στάδιο της δίκης οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η σχετική διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη.
Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι αμοιβής δικαιούται και επομένως υπόχρεος στην έκδοση γραμματίου καταβολής είναι ο δικηγόρος που συνέταξε και υπογράφει το δικόγραφο του ένδικου μέσου και όχι ο δικηγόρος που κατ’ εξουσιοδότηση του πρώτου ενεργεί την πράξη κατάθεσης του δικογράφου στη γραμματεία του οίκείου δικαστηρίου, αφού ο δεύτερος επιτελεί στην ουσία εργασία αντίστοιχης εκείνης του αγγέλου, περιοριζόμενος στην corpore εγχείριση του δικογράφου, για την οποία δεν προβλέπεται ιδιαίτερη αμοιβή από τα άρθρα 63 επ. και του παραρτήματος 1 του ν. 4194/2013, όπως ήδη ισχύει, σύμφωνα με τα οποία το δικαίωμα του δικηγόρου για τη λήψη αμοιβής ολοκληρώνεται με την υπογραφή του δικογράφου που ο ίδιος συνέταξε.

Συνεπώς, ο ισχυρισμός της αναιρεσίβλητης, επί αμφοτέρων των ένδικων αιτήσεων αναίρεσης, ότι αυτές δεν έχουν ασκηθεί νομότυπα, γιατί η πράξη κατάθεσής τους, η οποία υπογράφεται μόνο από το δικηγόρο Πατρών Δημήτριο Σίσκα, και δη κατόπιν εξουσιοδοτήσεως του υπογράφοντος το κάθε δικόγραφο της αντίστοιχης αίτησης αναίρεσης δικηγόρου Αθηνών Γεωργίου I. Κιντή, δεν συνοδεύεται από το σχετικό γραμμάτιο καταβολής εισφορών του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών από τον καταθέσαντα δικηγόρο, αλλά μόνο του υπογράφοντος τις πιο πάνω αιτήσεις, ο οποίος (ισχυρισμός) παραδεκτά προτείνεται με τις κατατεθείσες είκοσι ημέρες πριν από τη συζήτηση προτάσεις της (άρθρο 570 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι αβάσιμος και απορριπτέος, όπως και ο ισχυρισμός αυτής ότι δεν είχε θεωρηθεί το γνήσιο της υπογραφής του ως άνω εξουσιοδοτούντος, αφού η μη θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του τελευταίου δεν συνεπάγεται μη προσήκουσα πληρεξουσιότητα”.
Βλ. σχετικά με το θέμα και τις αντίθετες ΕιρΡεθ 70/2017 σύμφωνα με την οποία “Συνεπώς, και σε σχέση με τη διαδικαστική πράξη της κατάθεσης, θεωρείται μη αναγκαία η έκδοση γραμματίου κατάθεσης από το δικηγόρο που δεν καταθέτει το δικόγραφο, ενώ είναι αναγκαία η έκδοση γραμματίου από τον καταθέτοντα, αφού πρόκειται για γραμμάτιο κατάθεσης δικογράφου, διαφορετικό η διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη κατ` άρθρο 61 παρ. 4 ν. 4194/2013”.
Και Μον.Πρωτ.Θεσπρ. 3/2017: “Η υπό κρίση έφεση της εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθμό 29/2013 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Ηγουμενίτσας δεν έχει ασκηθεί νομότυπα ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου. Και τούτο διότι η πράξη κατάθεσής της, η οποία υπογράφεται από την δικηγόρο Κ.Α. κατόπιν εξουσιοδοτήσεως της υπογράφουσας το δικόγραφο της Έφεσης Δικηγόρου, δεν συνοδεύεται από το σχετικό γραμμάτιο καταβολής εισφορών του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου από την καταθέσασα Δικηγόρο, αλλά απο γραμμάτιο καταβολής στο όνομα της υπογράφουσας την έφεση δικηγόρου.
Συνεπώς ενυπάρχει παραβίαση του άρθρ. 61 παρ.4 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), στο οποίο γίνεται λόγος ‘για την κατάθεση’, ως διαδικαστική πράξη, η εξουσιοδότηση δε, με την οποία ήταν εφοδιασμένη η καταθέσασα δικηγόρος ουδόλως αναπληρώνει την έλλειψη γραμματίου επ’ονόματί της, ως καταθέσασας το δικόγραφο της έφεσης. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως τυπικά απαράδεκτη, κατά παραδοχή της ένστασης απαραδέκτου…”