Offshore εταιρεία που εντοπίστηκε στα Panama Papers συμμετείχε πριν πέντε χρόνια στη διαδικασία πώλησης του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της Πανγαίας με τα 241 ακίνητα της Εθνικής Τράπεζας – μία πώληση που σήμερα διερευνάται από τη ελληνική Δικαιοσύνη.
Οι μετοχές της Πανγαίας πωλήθηκαν χωρίς διεθνή διαγωνισμό από την Εθνική στην Invel έναντι σχεδόν 650 εκατομμυρίων ευρώ, από τα οποία τα 420 ήταν δάνειο της τράπεζας προς του αγοραστές με χαμηλό επιτόκιο. Στα αρχεία της νέας διαρροής φαίνεται ότι η συγκεκριμένη offshore έχει γίνει αντικείμενο αναφοράς ύποπτης δραστηριότητας επειδή ιδιοκτήτης της ήταν ο Μπένι Στάινμετζ, ο ισραηλινός δισεκατομμυριούχος που βρέθηκε στο στόχαστρο ερευνών ανά τον πλανήτη για υπόθεση διαφθοράς σχετικά με το μεγαλύτερο ορυχείο σιδηρομεταλλεύματος στην Αφρική.
Το όνομα του Μπένι Στάινμετζ δεν εμφανιζόταν στα έγγραφα πώλησης της Πανγαίας, όμως εμφανίζεται συνεργάτις του, η οποία συνδεόταν μέσω offshore και ελβετικής εταιρείας με την υπόθεση διαφθοράς του ορυχείου. Τρεις μήνες πριν από την πώληση της Πανγαίας ήδη στον διεθνή Τύπο υπήρχαν δημοσιεύματα όπου ονομαζόταν και η συνεργάτις και η ελβετική εταιρεία που δέχθηκε έφοδο από τις αρχές κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης διαφθοράς. Η συνεργάτις εμφανίζεται να υπογράφει έγγραφα στα πλαίσια της διαδικασίας πώλησης της Πανγαίας, ενώ η ελβετική εταιρεία έχει διεκπεραιωτικό ρόλο και ονομάζεται στα εν λόγω έγγραφα.
Είναι λοιπόν απορίας άξιον πώς οι έλεγχοι της Εθνικής -εάν αυτοί πραγματοποιήθηκαν- δεν κατάφεραν να εντοπίσουν την εμπλοκή σε υπόθεση διαφθοράς προσώπων και εταιρειών με τα οποία συναλασσόταν ενώ υπήρχαν τα ονόματά τους και όλες οι πληροφορίες δημοσιευμένες στον διεθνή Τύπο. Το Protagon ρώτησε την Εθνική για όλα αυτά αλλά δεν πήρε απαντήσεις.
Στις 9 Μαρτίου 2018 ανακοινώθηκε η αλλαγή φρουράς στη σύνθεση του μεγαλομετόχου της Εθνικής Πανγαίας ΑΕΕΑ με την είσοδο δύο νέων στρατηγικών επενδυτών διεθνούς βεληνεκούς που διαχειρίζονται κεφάλαια ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ. Η είσοδός τους έγινε μέσω της Invel, της εταιρείας που κατέχει περίπου τα δύο τρίτα των μετοχών της Πανγαίας – το υπόλοιπο ένα τρίτο κατέχει η Εθνική Τράπεζα.
Η αγορά υποδέχθηκε θερμά την κίνηση αυτή. Πριν από τους δύο νέους στρατηγικούς επενδυτές το μερίδιο της Πανγαίας που άλλαξε χέρια μέσω της Invel εμφανιζόταν να κατέχει μέσω διασυνδεδεμένων εταιρειών ο Ισραηλινός Σιμόν Μεναχέμ, ο οποίος τον Αύγουστο του 2017 με το που πάτησε το πόδι του στο Ισραήλ συνελήφθη για μία υπόθεση που από το 2013 και μετά απασχολεί τον μισό πλανήτη.
O Σιμόν Μεναχέμ, ο οποίος σύντομα μετά τη σύλληψή του ετέθη σε κατ’ οίκον περιορισμό και κατόπιν αφέθηκε ελεύθερος, είναι σύζυγος της Σέλεϊ Στάινμετζ, ανηψιάς του Μπένι Στάινμετζ, ενός από τους πιο επιτυχημένους επιχειρηματίες στο Ισραήλ: τον Μάρτιο του 2011 ο Στάινμετζ θεωρούνταν ο δεύτερος πλουσιότερος Ισραηλινός, με τον πρώτο να αποβιώνει τον Ιούνιο του 2011, ενώ το περιοδικό Forbes εκτιμούσε την περιουσία του στα 6,5 δισεκατομμύρια δολάρια και τον κατέτασσε στην 162η θέση των πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο. Το Bloomberg εκτιμά ότι η περιουσία του ανέρχεται στα 9 δισ. δολάρια, ενώ το περιοδικό New Yorker αναφέρει ψύχραιμα ότι τα σχήματα στις εταιρικές δομές που σχετίζονται με τον Steinmetz είναι τόσο πολύπλοκα, που είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τα πραγματικά περιουσιακά του στοιχεία. Τον Δεκέμβριο του 2016 συνελήφθη και ο Στάινμετζ στο Ισραήλ – και μετά ετέθη και αυτός σε κατ’ οίκον περιορισμό, ενώ αργότερα του επετράπη η έξοδος από τη χώρα. Οι συλλήψεις του Στάινμετζ και του Μεναχέμ έγιναν στα πλαίσια ερευνών για υπόθεση χρηματισμού έτσι ώστε εταιρεία συμφερόντων του πρώτου να εξασφαλίσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης ενός από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος στον κόσμο.
Όταν η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας αποφάσισε το 2013 να πουλήσει τη θυγατρική της Πανγαία, η οποία τότε είχε στο χαρτοφυλάκιό της 241 ακίνητα της τράπεζας, το FBI, οι ελβετικές αλλά και οι γαλλικές αρχές ήδη ερευνούσαν την συγκεκριμένη υπόθεση διαφθοράς που ενέπλεκε εταιρείες του Στάινμετζ: το FBI επειδή συνέδραμε με τη σύλληψη στη Φλόριντα ενός από τους εμπλεκόμενους συνεργάτες του, οι ελβετικές αρχές λόγω του ότι ο Στάινμετζ διαμένει στην Ελβετία, και οι γαλλικές επειδή έχει και την γαλλική υπηκοότητα.
Οι ερωτήσεις στη Βουλή και οι έρευνες της Δικαιοσύνης
Στις 25 Νοεμβρίου 2013, η Εθνική –επί διοικήσεως Αλέξανδρου Τουρκολιά- ανακοίνωσε την υπογραφή σύμβασης για την πώληση του 66% των μετοχών της Πανγαίας στην εταιρεία Invel Real Estate (Netherlands) II BV, έναντι τιμήματος 653 εκατομμυρίων ευρώ. Σύμφωνα με το δελτίο Τύπου της τράπεζας τα χρήματα θα δίνονταν ως εξής:
«α) χρηματική καταβολή €161 εκατ. της Invel εξ ιδίων προς την Τράπεζα, β) εισφορά από την Invel ιταλικής εταιρείας με ακίνητη περιουσία και καθαρή αξία ενεργητικού ύψους €73 εκατ., σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με εισφορά σε είδος που θα πραγματοποιήσει η Εθνική Πανγαία, γ) χρηματοδότηση του πρόσθετου καταβαλλόμενου τιμήματος από την Εθνική Τράπεζα (Vendor financing) έναντι εξασφαλίσεων, δ) εισφορά από την τράπεζα ακινήτων με καθαρή αξία ενεργητικού ύψους €72 εκατ., στην ίδια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της “Εθνική Πανγαία Α.Ε.Ε.Α.Π.”».
Μικρό δείγμα από το χαρτοφυλάκιο ακινήτων της Πανγαίας
Μικρό χρονικό διάστημα μετά την πώληση των μετοχών της Πανγαίας στην Invel υπήρξαν αντιδράσεις σε πολιτικό επίπεδο. Στα μέσα Δεκεμβρίου 2013 οι τότε βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και σημερινοί υπουργοί Οικονομικών και Περιβάλλοντος Ευκλείδης Τσακαλώτος και Γιώργος Σταθάκης κατέθεσαν ερωτήσεις προς τον τότε υπουργό Οικονομικών και σημερινό διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα σχετικά με το ύψος του επιτοκίου δανεισμού από την Εθνική προς την Invel (το σημείο «γ» του δελτίου Τύπου). Σύμφωνα με τους τότε βουλευτές, αυτό ανερχόταν σε 2,72% ενώ άλλες επιχειρήσεις δανείζονταν με επιτόκιο 7-9%. Αντίδραση είχε υπάρξει και από τον βουλευτή της τότε συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ Απόστολο Κακλαμάνη.
Η ελληνική Δικαιοσύνη άρχισε να ερευνά το θέμα πάνω από ένα χρόνο αργότερα. Σε δημοσίευμα, τον Μάρτιο του 2015 που ανέφερε ότι έχουν ξεκινήσει έρευνες, η τράπεζα με ανακοίνωσή της απάντησε:
«Η Εθνική Τράπεζα, με αφορμή δημοσίευμα για την πώληση της εταιρείας “Πανγαία” υπενθυμίζει ότι η συμφωνία πώλησης της εταιρείας ολοκληρώθηκε με διαδικασίες , όρους και προϋποθέσεις που πέραν της ομόφωνης απόφασης της Εκτελεστικής Επιτροπής και του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας εγκρίθηκαν, μεταξύ άλλων : α) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού (DGCompetition) , β) Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και γ) τον Monitoring Trustee. Τέλος, η καταλληλότητα του επενδυτή ως μετόχου της Πανγαίας, εγκρίθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ευνόητο είναι ότι είναι καλοδεχούμενη οιαδήποτε έρευνα από τις Αρχές».
Σχεδόν δύο χρόνια μετά, τον Απρίλιο του 2017, είδαν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες για την άσκηση διώξεων κατά 22 ατόμων που εμπλέκονταν στην υπόθεση πώλησης της Πανγαίας, «με τις κατηγορίες της απιστίας και της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν, με βάση τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου». Η υπόθεση, σύμφωνα με πληροφορίες, παραμένει σήμερα ανοικτή.
Οκτώ μήνες πριν από την πώληση της Πανγαίας, στις αρχές Μαρτίου 2013, ανακοινώθηκε μέσω του διεθνούς Τύπου ότι ξεκινά μία επιχείρηση ύψους 2 δισ. δολαρίων για να προχωρήσει σε επενδύσεις ευρωπαϊκών περιουσιακών στοιχείων. Σε αυτό το πλαίσιο, όπως ανέφεραν οι Financial Times, ο δισεκατομμυριούχος Μπένι Στάινμετζ «έχει προσλάβει τον κ. Κρις Παπαχριστοφόρου, πρώην επικεφαλής σε εταιρεία διαχείρισης ακίνητης περιουσίας της Deutsche Bank, για να επιβλέπει την επιχείρηση, η οποία θα ξεκινήσει τη Δευτέρα». Όπως ανέφεραν οι Financial Times, η συγκεκριμένη επιχείρηση θα λειτουργούσε ως θυγατρική του ομίλου Beny Steinmetz Group (BSG), ο οποίος θα παρείχε αρχικό κεφάλαιο κίνησης ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων στην Invel Real Estate, το όχημα για την νέα επιχειρηματική δραστηριότητα του Steinmetz.
Στα πλαίσια αυτά δημιουργήθηκαν υπεράκτιες εταιρείες, ενώ επιστρατεύθηκαν και άλλες που μετρούσαν χρόνο ζωής άνω της δεκαετίας και αποτελούσαν παραδοσιακά οχήματα δραστηριοτήτων του Μπένι Στάινμετζ. Διευθυντές και άνθρωποι- κλειδιά των υπεράκτιων εταιρειών ήταν έμπιστοι συνεργάτες. Εξαιτίας των ερευνών για την υπόθεση διαφθοράς σε σχέση με το ορυχείο σιδηρομεταλλευμάτων στην Γουινέα, οι offshore αυτές, καθώς και τα γραφεία που τις δημιούργησαν, μπήκαν στο στόχαστρο των αρχών των ΗΠΑ και της Ελβετίας.
H αναφορά ύποπτης δραστηριότητας
Τα Panama Papers –και η παλαιά και η νεότερη διαρροή- τα έλαβαν δημοσιογράφοι της γερμανικής εφημερίδας Sueddeutsche Zeitung η οποία τα μοιράστηκε με τη Διεθνή Σύμπραξη Ερευντηών Δημοσιογράφων (International Consortium of Investigative Journalists-ICIJ) και δεκάδες συνεργαζόμενα μέσα ενημέρωσης – ανάμεσά τους και το Protagon. Στα σχεδόν 13 εκατομμύρια έγγραφα που διέρρευσαν από το δικηγορικό γραφείο Mossack Fonseca, εντοπίζονται αρκετά έγγραφα σε σχέση με την πώληση της Πανγαίας, offshore του Στάινμετζ, αλλά και των μεσαζόντων και αχυρανθρώπων του που ερευνώνταν ήδη από το 2013 για υποθέσεις διαφθοράς και έχουν βάλει υπογραφές σε συμφωνίες με την Εθνική. Μάλιστα, τα ονόματά τους είχαν αναφερθεί στον διεθνή Τύπο στα πλαίσια των ερευνών που γίνονταν κατά του Στάινμετζ πριν από τη συμφωνία πώλησης της Πανγαίας.
Επάνω, το πιστοποιητικό σύστασης της FMP Global Corp, μίας offshore με έδρα τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους που συνδέεται με τον ισραηλινό δισεκατομμυριούχο Μπένι Στάινμετζ και είχε συμμετάσχει σε εγγυήσεις για την αγοραπωλησία της Πανγαίας στα τέλη του 2013. Κάτω, η αναφορά ύποπτης δραστηριότητας που υπέβαλε η Mossack Fonseca τον Απρίλιο του 2016 για τον Μπένι Στάινμετζ και την FMP Global Corp, ανάμεσα σε άλλες offshore του
Όσον αφορά τις offshore: Μία από τις πλέον «πολύτιμες» υπεράκτιες εταιρείες συμφερόντων Στάινμετζ, η FMP Global Corp με έδρα τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους, η οποία λειτουργεί από το 1997, καθώς και μία νεότερη, η Manerhorn Holdings με έδρα στον ίδιο φορολογικό παράδεισο, εμφανίστηκαν ως εγγυητές στην πώληση ενεχυριάζοντας οφειλόμενα κεφάλαια από δάνεια που είχαν παραχωρήσει σε θυγατρικές τους. Για την FMP Global Corp και τον Στάινμετζ υποβλήθηκε από την Mossack Fonseca, την δικηγορική εταιρεία απ’ όπου διέρρευσαν τα Panama Papers, αναφορά ύποπτης δραστηριότητας προς τις εποπτικές αρχές των Βρετανικών Παρθένων Νήσων τον Απρίλιο του 2016. Τέτοιου είδους αναφορές είθισται να υποβάλλονται όταν υπάρχουν υποψίες για παράνομες δραστηριότητες. Η Mossack Fonseca είχε ανακαλύψει ότι πραγματικός δικαιούχος της FMP Global Corp ήταν ο ίδιος ο ισραηλινός δισεκατομμυριούχος και παραιτήθηκε από τη διαχείριση της εν λόγω offshore, λόγω των νομικών εμπλοκών του. Εκείνη την περίοδο ο Στάινμετζ συνέχιζε -μέσω του Σιμόν Μεναχέμ, συζύγου της ανιψιάς του- να συμμετέχει στην Πανγαία. Τα οφειλόμενα των θυγατρικών προς τις FMP Global Corp και Manerhorn που είχαν μπει ως εγγυήσεις για τη συναλλαγή μεταξύ της Εθνικής και της Invel φαίνεται από έγγραφα της διαρροής ότι ήταν σχεδόν 28,5 εκατομμύρια ευρώ. Η αξία της συναλλαγής μεταξύ Εθνικής και Invel φέρεται να ανέρχεται στα 40 εκατομμύρια ευρώ.
Η έφοδος και η συνεργάτις
Όσον αφορά τώρα τους μεσάζοντες που είχαν μπει στο στόχαστρο των αρχών πριν από την υπογραφή της συμφωνίας:
Οι συμβάσεις για τις παραπάνω εγγυήσεις –που δόθηκαν στα τέλη του 2013- διεκπεραιώθηκαν, από την πλευρά του Στάινμετζ, μέσω της Onyx Financial Advisors, ένα γραφείο με έδρα τη Γενεύη, το οποίο χειριζόταν όλα όσα σχετίζονταν με τις προαναφερθείσες offshore καθώς και πολλές ακόμα υποθέσεις του ισραηλινού δισεκατομμυριούχου.
Στις 29 Αυγούστου 2013, η βρετανική εφημερίδα Guardian δημοσίευσε την είδηση της εφόδου των ελβετικών και των γαλλικών αρχών στα γραφεία της Onyx Financial Advisors στη Γενεύη καθώς και στο σπίτι ενός διευθυντή εταιρείας συμφερόντων του Στάινμετζ.
Οι έφοδοι πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια των ερευνών για την υπόθεση διαφθοράς του ορυχείο Simandou στη Γουινέα και φαίνεται ότι έγιναν κατόπιν αιτημάτων του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης και της κυβέρνησης της δυτικοαφρικανικής χώρας. Το όνομα της Onyx Financial Advisors εμφανιζόταν σε έγγραφα που ανταλλάχθηκαν για τη συμφωνία μεταξύ της Εθνικής και υπεράκτιας εταιρείας συμφερόντων του Στάινμετζ.
Στις 29 Αυγούστου 2013 η βρετανική εφημερίδα Guardian αναφέρει σε ρεπορτάζ της την έφοδο στα γραφεία της ελβετικής Onyx Financial Advisors, η οποία φέρεται να έπαιξε ρόλο και να μνημονεύεται ως αποδέκτης εγγράφων στα πλαίσια της διαδικασίας αγοραπωλησίας της Πανγαίας τρεις μήνες αργότερα
Όσον αφορά τους συνεργάτες του ισραηλινού δισεκατομμυριούχου: Στα έγγραφα που υπογράφηκαν τον Μάιο του 2014 για τις εγγυήσεις που παρείχαν οι υπεράκτιες εταιρείες συμφερόντων του Στάιμετζ στην Εθνική Τράπεζα, εμφανίζεται το όνομα της Σάντρα Μερλόνι Χόρμανς, η οποία υπογράφει ως διευθύντρια της Manerhorn Holdings, ως πληρεξούσια εκπρόσωπος της FMP Global Corp, καθώς και ως διευθύντρια της θυγατρικής της FMP Global Corp. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 2013 οι Financial Times σε δημοσίευμα τους αναφέρουν το όνομά της σε σχέση με την έφοδο στα γραφεία της Onyx στην Γενεύη αλλά και με μία offshore, την Pentler Holdings, η οποία εμφανίζεται να χρησιμοποιήθηκε για τον χρηματισμό του πρώην προέδρου της Γουινέας στα πλαίσια της υπόθεσης παραχώρησης των δικαιωμάτων του ορυχείου Simandou σε εταιρεία συμφερόντων Στάινμετζ. «Η Onyx συνέβαλε επίσης στην ίδρυση της Pentler Holdings, η οποία, σύμφωνα με την ποινική δίωξη (…) προσέφερε μετρητά και μετοχές ορυχείων στη Mamadie Touré, μία από τις συζύγους του πρώην προέδρου της Γουινέας Lansana Conté. Το πιστοποιητικό εγκεκριμένου κεφαλαίου της Pentler φαίνεται να υπογράφεται από την Σάντρα Μερλόνι Χόρμανς, διευθύντρια της Onyx Financial Advisors, με έδρα τη Γενεύη. Η κ. Μερλόνι Χόρμανς είναι επίσης διευθύντρια του Beny Steinmetz Group Resources-BSGR (σ.σ. του ομίλου που θα είχε την εκμετάλλευση του Simandou εάν δεν πάγωνε τη συμφωνία η νέα κυβέρνηση της Γουινέας), από το 1989. Ένας εκπρόσωπος του BSGR δήλωσε ότι η Onyx Financial Advisοrs ήταν «εντελώς ξεχωριστές και πλήρως ανεξάρτητες από το BSGR»», ανέφερε το δημοίευμα των Financial Times τον Σεπτέμβριο του 2013, δυόμιση μήνες πριν από την υπογραφή της συμφωνίας για την πώληση της Πανγαίας.
Την 1η Σεπτεμβρίου 2013 οι Financial Times καταγράφουν σε ρεπορτάζ τους ότι το όνομα της Σάντρα Μερλόνι Χόρμανς, συνεργάτιδας του Μπενι Στάινμετζ, αναφέρεται σε έγγραφα offshore μέσω της οποίας δωροδοκήθηκε ο πρώην πρόεδρος της Γουινέας για να δώσει τα δικαιώματα του ορυχείου Simandou σε εταιρεία συμφερόντων του ισραηλινού δισεκατομμυριούχου. Λίγους μήνες μετά, το όνομα της Μερλόνι Χόρμανς εμφανίζεται και σε έγγραφα στα πλαίσια της αγοραπωλησίας της Πανγαίας
Το Protagon απέστειλε ερωτήματα στην Εθνική Τράπεζα σχετικά με την εμπλοκή της FMP Global Corp στις εγγυήσεις που δόθηκαν στα πλαίσια της πώλησης της Πανγαίας. Επιπλέον η Εθνική ρωτήθηκε εάν γνώριζε τη σχέση της Σάντρα Μερλόνι Χόρμανς και της Onyx Financial Advisors με τον Στάινμετζ και τις έρευνες για την υπόθεση διαφθοράς του ορυχείου Simandou, καθώς και εάν πραγματοποιήθηκαν έλεγχοι δεούσης επιμέλειας (due diligence) σε σχέση με τα εμπλεκόμενα στη συμφωνία των εγγυήσεων μέρη.
Το Protagon δεν έλαβε κάποια απάντηση.
«Η Onyx είναι σημαντική επειδή ήταν αυτή που σύστησε την Pentler Holdings, μια σκιώδη offshore εταιρεία που υπέγραψε διεφθαρμένες συμφωνίες σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα εξόρυξης στον κόσμο. Η BSGR υποστήριξε ότι η Pentler δημιουργήθηκε ανεξάρτητα. Αλλά οι στενοί δεσμοί της BSGR με την Onyx δείχνουν ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι παραπλανητικός», αναφέρει ο Λι Μπάλντουιν από τον μη κυβερνητικό οργανισμό κατά της διαφθοράς Global Witness. Σημειώνεται ότι ο εκπρόσωπος της BSGR στην Γουινέα για τη συμφωνία του Simandou παραδέχθηκε την ενοχή του το 2014 και εξέτισε ποινή φυλάκισης 2 ετών. Κατά τις διεθνείς έρευνες που συνεχίζονται ακόμα και σήμερα για την υπόθεση δεν έχουν ασκηθεί διώξεις κατά της BSGR ή του Στάινμετζ.
Η υπόθεση διαφθοράς και τα κεφάλαια για τα ακίνητα
H υπόθεση του Simandou ξεκινά το 2006 όταν ο Στάινμετζ επένδυσε περίπου 165 εκατομμύρια δολάρια για την εξερεύνηση των κοιτασμάτων, ενώ η συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης της Γουινέας και του ομίλου του Ισραηλινού επιχειρηματία ολοκληρώθηκε το 2008. Αφού εξασφάλισε τα δικαιώματα για την αξιοποίηση του 50% του όγκου των κοιτασμάτων, ο Στάινμετζ πούλησε τα μισά δικαιώματά του στην βραζιλιάνικη πολυεθνική Vale SA έναντι 500 εκατομμυρίων δολαρίων που δόθηκαν για προκαταβολή συν 700 εκατομμυρίων ως επενδύσεις για τα ορυχεία, ενώ θα ακολουθούσαν άλλα 1,3 δισ. – στο σύνολο η συμφωνία ανερχόταν στα 2,5 δισ. Με το πάγωμα της συμφωνίας από τη νέα κυβέρνηση και τις έρευνες για διαφθορά, η Vale στράφηκε κατά του ομίλου του Στάινμετζ ζητώντας αποζημίωση, για την οποία έχει προσφύγει στα διαιτητικά δικαστήρια του Λονδίνου και αναμένεται απόφαση.
Νομική πηγή από το εξωτερικό που παρακολουθεί στενά τις υποθέσεις του Στάινμετζ ανέφερε ότι κατά των εταιρειών του ισραηλινού επιχειρηματία υπάρχουν διάφορα νομικά μέτωπα όχι μόνο στη Γουινέα αλλά και σε άλλες χώρες του πλανήτη, όπως στη Ρουμανία, την Ιταλία και το Καζακστάν. Σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες έρευνες για το Simandou και την υπόθεση της Vale, η οποία διεκδικεί αποζημίωση άνω του 1,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, η πηγή σημείωσε ότι ο Στάινμετζ ενδέχεται να έχει επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου να ρευστοποιήσει μετοχές και να ενεργοποιήσει μηχανισμούς για την προστασία των περιουσιακών του στοιχείων –κυρίως υπεράκτιους- εν αναμονή των αποτελεσμάτων των ερευνών. Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 2018 δικαστήριο στο Γκέρνσει –ένας από τους φορολογικούς παραδείσους-δορυφόρους της Μεγάλης Βρετανίας- δέχθηκε το αίτημα της BSGR που έχει την έδρα της εκεί να τεθεί υπό τη διαχείριση ανεξάρτητου διαχειριστή, κάτι αντίστοιχο με την ελληνική νομοθεσία για την προστασία από τους πιστωτές. Οι Financial Times ερμήνευσαν ότι η κίνηση αυτή έγινε ενόψει των νομικών εξελίξεων που αναμένονται στις υποθέσεις του Steinmetz, μνημονεύοντας τη διαμάχη με την Vale.
Επιπλέον η νομική πηγή ανέφερε ότι υπάρχουν πληροφορίες πως μέρος των χρημάτων που ελήφθη από την Vale για το Simandou το 2010, ενδέχεται να κατευθύνθηκε προς τις μετέπειτα επενδυτικές του δραστηριότητες σε ακίνητα. Και ότι οι δικηγόροι της βραζιλιάνικης εταιρείας, σε περίπτωση που τους δικαιώσει το δικαστήριο του Λονδίνου και δεν λάβουν το ποσό της αποζημίωσης από την BSGR, καθώς τελεί υπό καθεστώς ανεξάρτητου διαχειριστή, θα αρχίσουν να τα αναζητούν με διαδικασίες ανίχνευσης περιουσιακών στοιχείων χαρτογραφώντας τις ροές χρήματος προς πάσα κατεύθυνση.