Όπως αθόρυβα έζησε ο Λαυρέντης Διανέλλος, έτσι αθόρυβα έφυγε κι από τη ζωή

Μέσα από το καλοκάγαθο κι εκφραστικό πρόσωπο του Λαυρέντη Διανέλλου καθρεφτιζόταν η Μεταπολεμική Ελλάδα. Τα βάσανα, η φτώχεια, η βιοπάλη, οι λύπες αλλά και οι χαρές, η αισιοδοξία για ένα καλύτερο αύριο, η οικογένεια, η Πίστη όλα καθρεφτίζονταν με έναν τρόπο πειστικό στο πρόσωπο του «πατέρα» της εποχής, τον οποίο ο ηθοποιός ενσάρκωσε με έναν τρόπο μοναδικό. Έναν τρόπο τόσο οικείο, που τον ένιωθες δικό σου πατέρα. Το ίδιο πειστικός και οικείος ήταν και σε άλλους ρόλους που ενσάρκωσε, όπως εκείνος του παπά.

Λένε ότι το βλέμμα είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Και στο καθάριο, μα σαν με πόνο κρυμμένο μέσα του, βλέμμα του Διανέλλου καθρεφτιζόταν η αγνή ψυχή του ηθοποιού. Και η αγνότητα και απλότητα του χαρακτήρα του, δεν ήταν δύσκολο να δημιουργήσουν τον ηθογραφικό τύπο που έμελλε να τον ακολουθεί σε όλα τα χρόνια της καριέρας του. Άλλωστε, και οι συνάδελφοί του είχαν να λένε για τον χαρακτήρα του καλοσυνάτου Λαυρέντη, ο οποίος πέρασε στη συνείδηση όλων ως ο «πατέρας του ελληνικού κινηματογράφου».

Το παιδικό του όνειρο να γίνει μηχανοδηγός

Στο όμορφο και γραφικό χωριό του Πηλίου, τον Άγιο Λαυρέντιο γεννήθηκε το 1911 ο αγαπημένος ηθοποιός. Από το χωριό του πήρε και το βαφτιστικό του όνομα. Και θα πίστευε κανείς ότι όνειρό του από παιδάκι ήταν να γίνει μια μέρα ηθοποιός.

Όμως, τα σχέδια του δεν περιλάμβαναν πουθενά την Υποκριτική. Ήθελε να γίνει μηχανοδηγός στα τρένα. Όπως έλεγε, πάντα τα τρένα τον μάγευαν και τον συγκινούσαν. Και είχε διακαή πόθο να οδηγήσει μια μέρα ένα τρένο. Κάπως, έτσι, λοιπόν, πέρασαν τα παιδικά του χρόνια στο χωριό. Συχνάζοντας στο σιδηροδρομικό σταθμό και χαζεύοντας τους συρμούς που έρχονταν κι έφευγαν χωρίς εκείνον. Αλλά με το όνειρό να έρθει η ημέρα εκείνη, που ο ίδιος θα πάρει το τρένο της φυγής.

Η μοίρα, όμως, είχε για εκείνον άλλα σχέδια. Τελειώνοντας το σχολείο και ασχολούμενος για λίγο με δουλειές του ποδαριού, κατέβηκε στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του 1930 αναζητώντας την τύχη του. Κι εκείνη τον οδήγησε μέχρι την εξώπορτα του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν. Μάλιστα, ο Διανέλλος έγινε ένας από τους πρώτους μαθητές του τεράστιου θεατράνθρωπου.

Ο έρωτας και ο γάμος με τη Φρόσω Κοκκόλα

Το παιδί που κάποτε ονειρευόταν να γίνει μηχανοδηγός (ή έστω σταθμάρχης), εκεί στο υπόγειο του Κουν ανακάλυψε τις δυο μεγάλες του αγάπες: την Υποκριτική και τη Φρόσω Κοκκόλα, την παντοτινή αγάπη του, τη γυναίκα της ζωής του, που τους χώρισε μόνο ο θάνατος.

Ο έρωτάς του με την όμορφη Φρόσω, τη μετέπειτα μεγάλη ερμηνεύτρια του δημοτικού τραγουδιού, ήταν κεραυνοβόλος. Παντρεύτηκαν λίγα χρόνια αργότερα κι απέκτησαν μία κόρη. Το ζευγάρι μοιράστηκε το υπόλοιπο της ζωής του. Η μόνη φορά που αποχωρίστηκε ο ένας τον άλλον, ήταν στον πόλεμο, όταν ο ηθοποιός πήγε στο Μέτωπο.

Έπαιξε σε 195 ταινίες

Το μακρύ του ταξίδι στον ελληνικό κινηματογράφο, τον οποίο υπηρέτησε πιστά, με το ήθος και τη σεμνότητα που τον διέκριναν, ξεκίνησε το 1948. Το ντεμπούτο του έγινε στην ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» και μέχρι το 1975 έπαιξε σε 195 ταινίες!

Η απροσχημάτιστη απλότητά του ως άνθρωπος αποτυπώθηκε και στη μεγάλη οθόνη, μέσα από τους ρόλους του πατέρα, του παπά, του ανθρώπου της διπλανής πόρτας, του βιοπαλαιστή, σε μία εποχή που η ελπίδα ότι «θα τα καταφέρουμε» ήταν φωλιασμένη στην ψυχή των απλών ανθρώπων. Και ο Διανέλλος αυτό το «θα τα καταφέρουμε», το εξέφρασε με τον πιο απλό και παραστατικό τρόπο.

Γι’ αυτό και το κοινό ταυτίστηκε μαζί του και τον θεωρούσε δικό του άνθρωπο. Και η εκφραστικότητα και η φυσικότητά του στο παίξιμο ήταν παροιμιώδεις, που πολλοί πίστευαν ότι ήταν αυτοδίδακτος! Κι ας είχε τελειώσει τη Σχολή του Κουν και ας είχε βρεθεί για πολλά χρόνια στο πλευρό των πιο σημαντικών ανθρώπων του θεάτρου.

Όμως, βρέθηκε και στο πλευρό των περισσότερων Ελλήνων ηθοποιών και στον κινηματογράφο. Ο στοργικός πατέρας της Αλίκης Βουγιουκλάκη στη «Μανταλένα» χάρισε σπουδαίες και αξέχαστες ερμηνείες. Και μπορεί οι ρόλοι του να ήταν δευτεροκλασάτοι, όμως, η φιγούρα του πάντα ξεχώριζε. Και με την ίδια άνεση μπορούσε να περάσει από την κωμωδία στο δράμα.

Το τρένο της μεγάλης φυγής

Η αγάπη του για τα τρένα δεν έσβησε ποτέ. Το παιδικό του όνειρο έμεινε ανεκπλήρωτο. Και πολλές φορές, ακόμη και όταν είχε καταξιωθεί ως ηθοποιός, εξέφραζε το παράπονό του που δεν κατάφερε να οδηγήσει μία αμαξοστοιχία. Μάλιστα και ως μεγάλος του άρεσε να πηγαίνει σε έναν σταθμό και να παρακολουθεί τα τρένα που έρχονταν και τα τρένα που έφευγαν.

Το 1975 αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, θέλοντας να ξεκουραστεί παρέα με τη σύζυγό του, στο σπίτι που είχαν φτιάξει με κόπους στο Μάτι Αττικής. Ωστόσο, η μοίρα είχε και πάλι άλλα σχέδια για εκείνον. Και το όνειρό του να περάσει τα στερνά του με τη Φρόσω του, έμεινε και αυτό ανεκπλήρωτο.

Δύο χρόνια αργότερα, έμαθε ότι έχει καρκίνο. Ταξίδεψε, μέχρι και στην Αμερική για να δώσει τη δική του γενναία μάχη. Δεν τα κατάφερε, όμως. Η παλιοαρρώστια τον νίκησε και στις 16 Σεπτεμβρίου του 1978 άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Σιάτλ, σε ηλικία 67 ετών.

Και κοντά του είχε τις δύο μεγάλες αγάπες του: τη Φρόσω και τα… τρένα. Το νοσοκομείο ήταν δίπλα σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό. Και κάπως έτσι, ο αγαπημένος Λαυρέντης Διανέλλος πήρε το τρένο για το μεγάλο ταξίδι…. Εκείνο που δεν έχει επιστροφή…

Στην κηδεία του τον ξέχασαν σχεδόν όλοι

Ο ηθοποιός δεν ήταν αγαπημένος μόνο του κόσμου. Όλοι οι συνάδελφοί του είχαν να λένε για τον αδαμάντινο χαρακτήρα και την καλοσύνη του. Άλλωστε, ήταν ο «πατέρας του ελληνικού κινηματογράφου». Τον αγαπούσαν όλοι και είχε καλές σχέσεις με όλους, αν και καρδιακός του φίλος που τους χώρισε μόνο ο θάνατος, ήταν ο Μίμης Φωτόπουλος.

Σαράντα χρόνια στο σανίδι και στον κινηματογράφο και με 195 ταινίες στο ενεργητικό του, συνεργάστηκε σχεδόν με τους πάντες. Και θα πίστευε κανείς ότι στο τελευταίο αντίο, θα ήταν όλοι εκεί. Όμως, εκείνη τη μουντή φθινοπωρινή μέρα, ήταν λίγοι οι συνάδελφοί του που βρέθηκαν στην κηδεία του.

Μάλιστα, η απουσία τους προκάλεσε αλγεινή εντύπωση και σχολιάστηκε έντονα από τον Τύπο της εποχής. Και μπορεί οι συνάδελφοί του να τον ξέχασαν, δε συνέβη το ίδιο με τον κόσμο. Οι κάτοικοι της περιοχής κρατώντας στο χέρι από ένα λουλούδι, συνόδευσαν τον δικό τους Λαυρέντη, στην τελευταία του κατοικία. Και κάπως έτσι, αποχαιρέτησαν τον «πατέρα» όλων μας.

 

ΠΗΓΗ