«Να, σ’ αυτό το τραπεζάκι καθόμασταν και πίναμε ένα τσιπουράκι με τον γαμπρό μου και με τον ξάδελφό μου. Ακούσαμε τη μηχανή του παιδιού και καταλάβαμε ότι έρχεται. Ακούσαμε το μπαμ, αλλά δεν πήγε ο νους μας στο κακό. Πήγαμε να δούμε τι συμβαίνει και αντικρίσαμε τον Αριστοτέλη πεσμένο κάτω, μέσα στα αίματα. Είχε τελειώσει…».
Περίπου 150 μέτρα από το σπίτι του, δίπλα στην εκκλησία του Πατροκοσμά, οι δολοφόνοι έκοψαν αναίτια, τυφλωμένοι από τον εθνικιστικό φανατισμό, το νήμα της ζωής του 37χρονου Αριστοτέλη Γκούμα, του τελευταίου εθνομάρτυρα στη Βόρεια Ήπειρο. Ήταν 13 Αυγούστου του 2010.
«Ο Αριστοτέλης έφυγε το 1991 από τη Χειμάρρα για να βρει δουλειά στην Αθήνα. Το καλοκαίρι του 2010 έμεινε μαζί μας για να βοηθήσει έναν φίλο του ο οποίος άνοιξε ψησταριά εδώ. Λίγες μέρες πριν από το θάνατό του, μου είπε ότι θα φύγει για δουλειά στην Κρήτη. Τον παρακάλεσα να φύγει στο τέλος Αυγούστου. Πού να ήξερα ότι θα γίνει το κακό;» λέει και ξεσπάει σε κλάματα ο πατέρας, φέροντας βαρέως το γεγονός ότι δεν άφησε το παιδί να φύγει.
Καρτέρι θανάτου
Με φίλους του σε παραλιακή καφετέρια της Χειμάρρας καθόταν εκείνη την ημέρα του Αυγούστου ο Αριστοτέλης και τους μιλούσε στη μητρική του γλώσσα, τα ελληνικά. Τότε τον πλησίασαν με άγριες διαθέσεις –και με πιστόλια, όπως κατέθεσαν μάρτυρες– επτά Αλβανοί.
Του ζήτησαν επιθετικά το λόγο που χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα, ενώ βρίσκεται στην Αλβανία. Ο Αριστοτέλης τους απάντησε ότι είναι Έλληνας και ότι αυτή είναι η γλώσσα των προγόνων του.
Με την επέμβαση κι άλλων Ελλήνων Χειμαρριωτών ο καβγάς αποφεύχθηκε, ωστόσο εκείνη την ώρα ένα συμβόλαιο θανάτου είχε υπογραφεί δίχως ο Αριστοτέλης να το γνωρίζει.
Οι ίδιοι άνθρωποι τον ακολούθησαν ενώ πήγαινε προς το σπίτι του στην Άνω Χειμάρρα· λίγο πριν φθάσει, σε μια γέφυρα, εμβόλισαν τη μοτοσικλέτα του. Ο Αριστοτέλης έπεσε και εκείνοι πέρασαν από πάνω του με το αυτοκίνητό τους. Για να είναι σίγουροι ότι τον τελείωσαν, έκαναν όπισθεν και πέρασαν και δεύτερη φορά από πάνω του, πριν χαθούν στα λατομεία της περιοχής…
Το νέο διαδόθηκε γρήγορα και οι Έλληνες Χειμαρριώτες βγήκαν με τις καραμπίνες στους δρόμους. Η αστυνομία επενέβη ώστε να μη γίνουν επεισόδια μεγάλης έκτασης και κυνήγησε τους δολοφόνους. Όλοι τους βρέθηκαν στην περιοχή των λατομείων, εκτός από τον οδηγό, ο οποίος παραδόθηκε δύο μέρες αργότερα στα Τίρανα.
Χιλιάδες Χειμαρριώτες είπαν το στερνό αντίο στον Αριστοτέλη με ελληνικές σημαίες στα χέρια, φωνάζοντας συνθήματα και ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο. Με ελληνική σημαία ήταν σκεπασμένο και το φέρετρο.
«Ήταν άνθρωπος ήρεμος και πανέξυπνος ο Αριστοτέλης, με υψηλό το πατριωτικό φρόνημα» λέει συντετριμμένος στο pontos-news.gr ο γαμπρός του Ηλία Γκούμα, Μόντης Κολίλας. «Πάντοτε βοηθούσε τους συμπατριώτες του και γι’ αυτό τον αγαπούσαν όλοι στη Χειμάρρα. Ήταν διπλωμάτης και δεν νευρίαζε εύκολα. Γι’ αυτό απέφυγε τη φασαρία με τους Αλβανούς. Όμως οι δολοφόνοι του έστησαν καρτέρι και τον σκότωσαν».
Ποινές – χάδια
Αν και ο ίδιος ο Σαλί Μπερίσα, τότε πρωθυπουργός της Αλβανίας, καταδίκασε τη δολοφονία σημειώνοντας ότι η Χειμάρρα είναι δίγλωσση περιοχή, το δικαστήριο επεφύλασσε ποινές-χάδια για τους δολοφόνους. Ο Ηλίας Γκούμας δεν μπορεί ακόμα να το χωνέψει.
Ο οδηγός του αυτοκινήτου καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια φυλάκιση και βγήκε στα τρία, ο συνοδηγός καταδικάστηκε σε έναν χρόνο φυλάκιση και οι άλλοι σε λίγους μήνες.
Στο δικαστήριο δεν κλήθηκαν ποτέ οι γονείς του Αριστοτέλη, οι οποίοι έμαθαν εκ των υστέρων ό,τι έγινε. Παράπονα έχει ο πατέρας του δολοφονηθέντος και από την ελληνική πρεσβεία, η βοήθεια της οποίας περιορίστηκε μόνο στην παρουσία του πρέσβη στην κηδεία.
Οι Χειμαρριώτες ετοίμασαν μια προτομή-μνημείο του Αριστοτέλη και την τοποθέτησαν στο προαύλιο του ναού των Αγίων Πάντων. Υπήρξαν όμως αντιδράσεις και τελικά το γλυπτό τοποθετήθηκε στον τάφο του, από τον οποίο πολλές φορές αφαιρέθηκε από αγνώστους η ελληνική σημαία. Ξεριζώθηκαν ακόμα και τα λουλούδια που τον στόλιζαν. Η μνήμη του Αριστοτέλη όμως δεν ξεριζώνεται.
Ρωμανός Κοντογιαννίδης