Η Ιταλία εντάχθηκε στην ευρωζώνη το 1999, με πρωθυπουργό τον Μάσιμο ντ’ Αλέμα του κόμματος «Δημοκρατική Αριστερά». Αυτή η μοιραία συμμετοχή, που συνεπαγόταν την πλήρη απώλεια της ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής, αποτελεί αναμφίβολα την κύρια αιτία των απογοητευτικών επιδόσεων της ιταλικής οικονομίας.

Του Ισίδωρου Καρδερίνη*

Το ΑΕΠ της χώρας ανέρχεται σήμερα σε 1,75 τρισεκατομμύρια ευρώ και οι ρυθμοί ανάπυξης είναι εξαιρετικά αναιμικοί φτάνoντας μόλις στο 0,9%. Το πραγματικό κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), σύμφωνα με αξιόπιστους υπολογισμούς, αυξήθηκε τη χρονική περίοδο 1969–1998, που η χώρα είχε το εθνικό της νόμισμα, τη λιρέτα, κατά 104%, ενώ την περίοδο 1999–2016, που η χώρα είχε υιοθετήσει πια το ευρώ, μειώθηκε κατά 0,75%. Από την άλλη πλευρά, την περίοδο 1999–2016 το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Γερμανίας αυξήθηκε κατά 26,1%, καθιστώντας τους πολίτες της εν λόγω χώρας τους πιο κερδισμένους μεταξύ των βασικότερων οικονομιών της ευρωζώνης.

Η Ιταλία, συγχρόνως, έχει το τρίτο μεγαλύτερο κρατικό χρέος στον κόσμο μετά από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία κι ως εκ τούτου η διάσωσή της είναι ανέφικτη, αφού υπερβαίνει τις δυνατότητες των ευρωπαϊκών κρατών. Το χρέος της χώρας συγκεκριμένα ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέρχεται σήμερα στο 132% και σε απόλυτους αριθμούς σε 2,336 τρισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το 1999 ανερχόταν στο 109,7%. Εύκολα, λοιπόν, μπορεί να παρατηρήσει κανείς μια σημαντική διόγκωσή του.

Παράλληλα, από το 1999 και μετά, ξεκίνησε ο απότομος αναπτυξιακός κατήφορος της Ιταλίας. Η Fiat έπαψε να κυριαρχεί στην ευρωπαϊκή αγορά αυτοκινήτου και η χώρα έχασε την ηγετική της θέση ως παραγωγού λευκών οικιακών συσκευών. Πολλά εργοστάσια έκλεισαν και αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις μετεγκαταστάθηκαν σε άλλες χώρες. Εκατομμύρια, εξάλλου, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που βασίζονταν στην περιοδική υποτίμηση του νομίσματος, προκειμένου να αντισταθμίσουν τις ανεπάρκειες του ιταλικού οικονομικού συστήματος, δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν πια έξω από τα ιταλικά σύνορα. Ποιες είναι αυτές οι ανεπάρκειες; Προβλήματα στην αγορά εργασίας, χαμηλές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στην ανάπτυξη και την έρευνα, μεγάλη κρατική γραφειοκρατία, δυσλειτουργικό, δαπανηρό και αργοκίνητο σύστημα δικαιοσύνης, υψηλά επίπεδα διαφθοράς, φοροδιαφυγής, διαπλοκής και αποφυγής φόρων κ.ά..

Η ανεργία βρίσκεται στο 11% περίπου του εργατικού δυναμικού, η τέταρτη υψηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά από την Ελλάδα, την Ισπανία και την Κύπρο. Την ίδια στιγμή η ανεργία των νέων ηλικίας μεταξύ 15 και 24 ετών, που ανέρχεται, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της χώρας Istat, στο πολύ μεγάλο ποσοστό 30,8%, αποτυπώνει με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο τη βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση που σαρώνει σαν τυφώνας τη μεσογειακή χώρα του ευρωπαϊκού νότου.

Η φτώχεια έχει αναρριχηθεί στο πιο υψηλό ποσοστό από το 2005. Η τελευταία έκθεση της Istat κατέγραψε 5 εκατομμύρια ανθρώπους σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας το 2017. Σε ποσοστιαία βάση το 6,9% των ιταλικών νοικοκυριών ζει σε απόλυτη φτώχεια, δηλαδή σε κατάσταση κατά την οποία δεν υπάρχει η δυνατότητα να καλύπτονται οι ελάχιστες μηνιαίες δαπάνες για την απόκτηση ενός καλαθιού αγαθών και υπηρεσιών το οποίο, στο ιταλικό πλαίσιο και για μια οικογένεια με ορισμένα χαρακτηριστικά, θεωρείται απαραίτητο για ένα ελάχιστα αποδεκτό βιοτικό επίπεδο.

Η Ιταλία έχει ταυτόχρονα τα περισσότερα καταστήματα τραπεζών ανά κάτοικο σε ολόκληρη την Ευρώπη, τα οποία χαρακτηρίζονται επιπρόσθετα από ένα λανθασμένο επιχειρηματικό μοντέλο, αφού επιβιώνουν μόνο από τους τόκους καθώς κι από τα εταιρικά δάνεια. Έτσι, και με δεδομένο ότι τα επιτόκια στην ευρωζώνη είναι μηδενικά, οι τράπεζες λειτουργούν ζημιογόνα, έχοντας συσσωρεύσει επισφάλειες (κόκκινα δάνεια) που αγγίζουν σήμερα τα 260 περίπου δισεκατομμύρια ευρώ (15% του ιταλικού ΑΕΠ), εκ των οποίων ένα μεγάλο μέρος είναι χαμένα.

Η ιταλική οικονομία, η τρίτη μεγαλύτερη στην κακοσχεδιασμένη νομισματική ένωση, μοιάζει, θα έλεγα παραστατικά, με ένα κουρασμένο άλογο, καταφορτωμένο με χρέη και κόκκινα δάνεια, που βαριανασαίνει στον ανηφορικό, και γεμάτο πέτρες και λακκούβες, δρόμο της ευρωζώνης, η οποία είναι ένα απίστευτα άκαμπτο σύστημα, ένας σιδερόφραχτος χώρος για 19 χώρες διαφορετικές σε παραγωγικότητα, πληθωρισμό, εμπορικό ισοζύγιο και τεχνολογική πρόοδο.

Θα πρέπει, λοιπόν, να γίνει καταληπτό ότι η ευρωζώνη δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα πεδίο αντικρουόμενων συμφερόντων μεταξύ των χωρών-μελών που τη συναποτελούν. Έτσι, αυτό που συμφέρει αναφανδόν την Ιταλία, δεν συμφέρει σε καμία περίπτωση τη Γερμανία. Ο συγκερασμός, όμως, συμφερόντων, όλα αυτά τα χρόνια της ύπαρξης του κοινού νομίσματος, έχει αποδειχθεί πέρα για πέρα ακατόρθωτος. Κι αυτό διότι η Γερμανία ως η πρώτη οικονομική δύναμη έχει κατορθώσει να κυριαρχεί και να ηγεμονεύει, χρησιμοποιώντας το ευρώ προς όφελος της, ενώ ταυτόχρονα οι άλλες χώρες αντί να αντισταθούν κι ακόμα και να συγκρουστούν, υποτάσσονται και υπακούουν.

Το κόστος, ωστόσο, της καθυστέρησης της εξόδου της Ιταλίας από την ευρωζώνη -την οποία αποτρέπει μέχρι σήμερα τουλάχιστον ένας εμφανής φόβος που διακατέχει το ιταλικό πολιτικό σύστημα για τις όποιες βραχυπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις της εξόδου- θα αποδειχθεί τελικά σαφώς μεγαλύτερο από το κόστος της ρήξης στην έναρξη της οικονομικής κρίσης.

Η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης συνασπισμού του Κινήματος των 5 αστέρων M5S και της Λέγκας, που σχηματίστηκε τον Μάϊο του 2018, να καταθέσει έναν προϋπολογισμό για το 2019 με έλλειμμα 2,4% του ΑΕΠ, είναι σαφώς προς τη σωστή κατεύθυνση, διότι προέχει η ενδυνάμωση της ιταλικής οικονομίας δια της ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης καθώς και η ευημερία του ιταλικού λαού και όχι οι επιβληθέντες, από τη Γερμανία, αυστηροί δημοσιονομικοί κανονισμοί των Βρυξελλών που δεν το επιτρέπουν.

Η Ιταλία θα πρέπει επιτέλους να πάψει να υποχωρεί στις εντολές του Βερολίνου και να φοβάται τη ρήξη με τη γερμανική ευρωζώνη, γιατί είναι ικανή να επιστρέψει στη λιρέτα και να ανακτήσει ως εκ τούτου την πολιτική, οικονομική και θεσμική της κυριαρχία. Εξακολουθεί να έχει, παρά τα υφιστάμενα προβλήματα, τη δεύτερη μεγαλύτερη βιομηχανία στην ευρωζώνη μετά τη Γερμανία, καθώς και την πέμπτη παγκοσμίως με συμμετοχή 19% στο ΑΕΠ της χώρας. Η Ιταλία παράγει από αεροσκάφη, αυτοκίνητα, όπλα, ηλεκτρονικά συστήματα μέχρι αρώματα, παπούτσια και ρούχα. Η Ιταλία χρειάζεται, επίσης, και ενέργεια, δηλαδή φθηνό πετρέλαιο και φθηνό φυσικό αέριο, που δεν διαθέτει. Θα μπορούσε, όμως, να εξασφαλίσει πετρέλαιο από την πρώην αποικία της, τη Λιβύη, και φυσικό αέριο από τη Gazprom. Έτσι, έχοντας χαμηλό κόστος παραγωγής κι ένα ευέλικτο εθνικό νόμισμα, θα γινόταν εξαιρετικά ανταγωνιστική.

Εν κατακλείδι, η Ιταλία, που πλέει σαν ένα τραμπαλισμένο καράβι στη φουρτουνιασμένη θάλασσα της ευρωζώνης όπου μαίνονται πολλά μποφόρ, θα βουλιάξει με μαθηματική νομοτέλεια αν η πολιτική της ηγεσία δεν πάρει, όσο είναι ακόμα καιρός, τη ρηξικέλευθη και σωτήρια απόφαση της επιστροφής στο εθνικό της νόμισμα.

——————————————————

* Ο Ισίδωρος Καρδερίνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Είναι μυθιστοριογράφος, ποιητής και αρθρογράφος. Έχει σπουδάσει οικονομικές επιστήμες και έχει πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην τουριστική οικονομία. Άρθρα του έχουν αναδημοσιευθεί σε εφημερίδες, περιοδικά και sites του εξωτερικού. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά και έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και λογοτεχνικές στήλες εφημερίδων. Έχει εκδώσει επτά ποιητικά βιβλία και δύο μυθιστορήματα. Βιβλία του έχουν εκδοθεί στις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ιταλία και την Ισπανία.

ΠΗΓΗ