www.johnloulis.gr
Οι τελευταίες εξελίξεις αποτελούν μία εν μέρει ανάσα για το πού βαδίζει η χώρα. Δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που να μη θεωρεί θετική εξέλιξη το ότι επήλθε μία κατ’ αρχήν συμφωνία στο Eurogroup και ότι επιστρέφουν τα κλιμάκια ελέγχου των δανειστών, ώστε οι συζητήσεις να μπουν στην πεζή και σκληρή ουσία τους. Φυσικά, υπάρχουν ευθύνες στην κυβέρνηση η οποία όλο αυτό το διάστημα έσερνε τα πόδια της στη διαπραγμάτευση με αυξανόμενο κόστος για τη χώρα. Επιτέλους όμως, ξύπνησε από τον μικροπολιτικό λήθαργό της. Ενώ είναι επίσης αποκαρδιωτικό, ότι ειδικά η αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και τα μικρότερα κόμματα, επέλεξαν μια ξινή μεμψιμοιρία. Αντί να αναγνωρίσουν με παρρησία εκείνο που έγινε στη σωστή κατεύθυνση.
Μια ισορροπημένη προσέγγιση υιοθετήθηκε από τον επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους. Τόνισε ταυτόχρονα τις θετικές προοπτικές, αλλά και επισήμανε την αβεβαιότητα η οποία συνεχίζεται. Έτσι πήρε απόσταση τόσο από τις κυβερνητικές θριαμβολογίες, αλλά και τον μόνιμο αρνητισμό της αντιπολίτευσης. Υπογράμμισε πως ο δρόμος μέχρι την τελική συμφωνία είναι μακρύς και ακόμη αβέβαιος. Είπε επίσης σκληρές αλήθειες που ουσιαστικά αφορούν όλες τις κυβερνήσεις της κρίσης: Ότι δηλαδή ψηφίζονται μεταρρυθμίσεις οι οποίες, εν τέλει, δεν υλοποιούνται. Σύμφωνα άλλωστε με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατέχει το μικρότερο ποσοστό υλοποίησης μεταρρυθμίσεων με αποτέλεσμα να μείνει το μαύρο πρόβατο, όταν οι άλλες χώρες βγήκαν από τα μνημόνιά τους.
Πέρα από όσα δεν κάνει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στο μεταρρυθμιστικό πεδίο (αν και κάποιες αλλαγές έχουν όντως γίνει), τον αντιμεταρρυθμιστικό τόνο έδωσαν πρώτες οι κυβερνήσεις Γ. Παπανδρέου και Σαμαρά. Τα δύο κόμματα, που φέρουν διαχρονικά τη μέγιστη ευθύνη για την ουσιαστική χρεοκοπία της χώρας, είναι στο παλαιοκομματικό και πελατειακό DNA τους αντιμεταρρυθμιστικά. Βεβαίως, το ίδιο ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ για ιδεοληπτικούς λόγους. Είναι άλλωστε αυτή ακριβώς η συνολική αναξιοπιστία των εγχώριων πολιτικών ελίτ η οποία έχει καταστήσει δύσπιστους και συχνά υπέρμετρα σκληρούς τους δανειστές. Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την ολέθρια φάση Βαρουφάκη, που οδηγούσε τη χώρα εκτός Ευρωζώνης, ενώ φάνηκε να αποκαθιστά τη χαμένη αξιοπιστία της χώρας, την επανέφερε εκεί που ήταν πάντα: Σε χαμηλή πτήση.
Οι καθυστερήσεις της κυβέρνησης, τόσο στις μεταρρυθμίσεις όσο και στη διαπραγμάτευση είναι προφανέστατα προϊόν μικροκομματικού φόβου για πολιτικό κόστος, που ούτως ή άλλως, δεν θα μπορούσε να αποφύγει. Αυτό όφειλε, εάν είχε κοινό νου, να το επωμιστεί γρήγορα, ώστε σταδιακά να αρχίσει να το αποτινάζει μέσα από τα όποια ευεργετικά αποτελέσματα στην οικονομία.
Ούτως ή άλλως, η κοινή γνώμη θεωρούσε ότι το μέγιστο των υποχωρήσεων θα πραγματοποιείτο από την ελληνική πλευρά. Πρόσφατη δημοσκόπηση δείχνει χαρακτηριστικά το 52% να ζητά κλείσιμο της αξιολόγησης και όχι παράδοση της διαπραγμάτευσης με στόχο καλύτερους όρους. Αυτό το τελευταίο το ζητά το 31%. Ρεαλιστές πολίτες έχει απέναντί του ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά επιμένει να ακούει μόνο τον ιδεοληπτικό κομματικό μικρόκοσμό του.
Καθώς φωτίζουν τα πράγματα λιγάκι για την κυβέρνηση, είναι φανερό πως σε κάποιο σημείο, το ίδιο συμβαίνει, εν μέρει έστω, και για τη ΝΔ. Αυτή αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η σταυροφορία περί πρόωρων εκλογών υπήρξε μέγα στρατηγικό λάθος. Μερικοί ομολογούν ανοιχτά (Ντόρα Μπακογιάννη στην «Η») ότι οι φαντασιώσεις για κατάρρευση της κυβέρνησης απομακρύνονται. Φυσικά, η κομματική γραμμή του «να φύγει το ταχύτερο δυνατό» η παρούσα κυβέρνηση, παραμένει. Και η πόλωση, προφανώς, θα συνεχιστεί. Διότι η ηγεσία έχει αιχμαλωτιστεί από τον άρρωστο κομματικό μικρόκοσμο.
Γενικά λοιπόν η χώρα μοιάζει να κάνει λίγα μετέωρα βήματα μπροστά, ειδικά στη φάση αυτή, αποφεύγοντας απλώς τα χειρότερα. Να ελπίσουμε γενικότερα ότι θα υπάρξει αισθητή βελτίωση της οικονομικής κατάστασης και ότι το κομματικό σύστημα θα αρχίσει να συμπεριφέρεται υπεύθυνα; Αυτό θα ήταν υπερβολικά αισιόδοξο. Θα κρατήσουμε λοιπόν μικρό καλάθι. Άλλωστε, και τα όποια βήματα που ήδη γίνονται, είναι και αυτά μικρά.