Από τη λαϊκή μαρμαροτεχνία και τη μαστιχοκαλλιέργεια στις σύγχρονες οικονομικές προκλήσεις
Ως πρόεδρος του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Αντόνιο Ταγιάνι ασχολείται με τις υποθέσεις και των 28 χωρών. Ομως, όταν μιλά για την Ελλάδα, δεν ξεχνά ότι η μητέρα του δίδασκε αρχαία ελληνικά και ότι ο ίδιος διδάχθηκε επί μία πενταετία την ιστορία και τον πολιτισμό μας. Ανάλογο θαυμασμό έχει για τη χώρα μας ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Εστεμπάν Γκονζάλες Πονς, ο οποίος επίσης χαιρέτισε την εκδήλωση που διοργάνωσε η Ελίζα Βόζεμπεργκ την περασμένη Τρίτη σε μια κατάμεστη αίθουσα του Ευρωκοινοβουλίου στις Βρυξέλλες.
Φιλέλληνες σαν τους δυο Ευρωπαίους αξιωματούχους υπήρχαν πάντα σε διεθνείς θεσμούς. Επί δεκαετίες, η ελληνική πλευρά απλώς κολακευόταν να ακούει τα καλά τους λόγια. Σήμερα, όμως, που η πτωχευμένη χώρα μας οφείλει επιτέλους να αξιοποιήσει αναπτυξιακά ό,τι πιο αυθεντικό τη χαρακτηρίζει για να συνεγείρει όχι μόνο την οικονομία, αλλά και την κοινωνία; Ποια είναι η σύγχρονη ελληνική απάντηση και πώς μπορεί να έχει τη στήριξη της Ε.Ε.; Αυτή ήταν η ουσία της εκδήλωσης για τα θεματικά μουσεία, την οποία οργάνωσε η Ελληνίδα ευρωβουλευτής, παρακολούθησαν πολλοί συνάδελφοί της και χαιρέτισε ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς.
Την απάντηση, όμως, στο ουσιαστικό ερώτημα έδωσε η κεντρική ομιλήτρια Σοφία Στάικου: «Η ανταγωνιστικότητα και η ανάπτυξη του τουρισμού είναι άρρηκτα δεμένες με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, τη διατήρηση της φυσικής και πολιτιστικής ακεραιότητας των προορισμών, την ποιότητα και τη βιωσιμότητα των θέσεων απασχόλησης που δημιουργούνται, τις τοπικές οικονομικές επιδράσεις, ακόμα και την ποιότητα της υποδοχής», είπε η πρόεδρος του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, που πέτυχε όλα τα παραπάνω δημιουργώντας την τελευταία 15ετία εννέα εξαιρετικά θεματικά μουσεία.
Το Δίκτυο Μουσείων του ΠΙΟΠ ξεκίνησε με τη φιλοδοξία να αποτυπώσει την παραγωγική ιστορία της χώρας. Τη ζωτική αξιοποίηση φυσικών πόρων όπως το λάδι, το μετάξι, το μάρμαρο, η μαστίχα κ.ά. στη διαδρομή της ελληνικής ιστορίας. Αποτέλεσμα ευφάνταστων εφαρμογών της μουσειολογίας, της μουσειογραφίας, της ψηφιακής τεχνολογίας, τα εννέα αυτά μουσεία συναρπάζουν δίχως να εστιάζουν σε προσωπικά αριστουργήματα, αλλά τιμώντας την επίπονη εξέλιξη της τοπικής ιδιαιτερότητας, τον ανθρώπινο μόχθο και την επινοητικότητα, την κοινωνική αριστεία και την αλληλεγγύη. Τι καλύτερο παράδειγμα σε μια εποχή μετριότητας;
Παράλληλα, το ΠΙΟΠ πέτυχε να αποτελέσει υπόδειγμα στήριξης ενός μεγάλου πολιτιστικού οργανισμού από μια τράπεζα και αποτελεσματικής σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. «Γνωρίσαμε στους πολίτες και στους επισκέπτες μας πώς οι τοπικές κοινωνίες διαμόρφωσαν στο παρελθόν την ανάπτυξη που ταίριαζε στον τόπο τους, πώς η κάθε μια χωριστά αξιοποίησε φυσικούς πόρους ή ανέπτυσσε τεχνικές ώστε να αποκτήσει αυτό που σήμερα ονομάζουμε “συγκριτικό πλεονέκτημα”, πώς επεδίωκε την εξωστρέφεια και τη συμμετοχή στο εξωτερικό εμπόριο», είπε η κυρία Στάικου.
Τα θεματικά μουσεία αναδεικνύουν τις ιστορικές καταβολές -της ελιάς και του μαρμάρου στην αρχαιότητα, της μαστιχοκαλλιέργειας στο Βυζάντιο κ.λπ.-, ενώ παράλληλα συμμετέχουν στη ζωή των τοπικών κοινωνιών με εργαστήρια γλυπτικής στο Μουσείο Μαρμαροτεχνίας της Τήνου, εκπαιδευτικά προγράμματα για τους μύθους της Στυμφαλίας κ.ά.
Εδώ, μάλιστα, αναδεικνύεται και ένας άλλος τομέας προσφοράς, στον οποίο εστίασε ο επιστημονικός σύμβουλος του ιδρύματος, καθηγητής του ΕΚΠΑ Κώστας Καρτάλης: «Επιδιώκουμε ώστε κάθε μουσείο να επικοινωνεί με τον πολιτιστικό χώρο και να συμβάλλει στην προστασία του τοπίου, στη στήριξη του πολιτιστικού τουρισμού και στη βιώσιμη ανάπτυξη», τόνισε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περιοχή της Στυμφαλίας, που ανήκει στο δίκτυο Natura 2000, δέχεται όμως ισχυρές πιέσεις από τη ρύπανση. Το ΠΙΟΠ αποτύπωσε μέσω δορυφόρου την περιβαλλοντική φθορά. Με χρηματοδότηση της Ε.Ε. και δικά του μηχανήματα προχώρησε σε καθαρισμό που “έδωσε ανάσα” στη λίμνη και αξιοποίησε τα θερισμένα καλάμια ως βιομάζα, τα έσοδα της οποίας επένδυσε και πάλι στη διαχείριση της λίμνης. «Ετσι», είπε ο κ. Καρτάλης, «τα μουσεία συμβάλλουν στην προστασία του τοπίου, δημιουργώντας νέες διαδρομές πολιτιστικού τουρισμού και συνδράμουν την ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών».
Καταλήγοντας, η πρόεδρος του ΠΙΟΠ πρότεινε ο εορτασμός του Ευρωπαϊκού Ετους Πολιτιστικής Κληρονομιάς το 2018 να αναδείξει τη σημασία των θεματικών μουσείων «σε μια Ευρώπη που οφείλει να προτάσσει την τοπική ευημερία, να φροντίζει για την κοινή διαχείριση της φυσικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς, αλλά και να προστατεύει την αυθεντικότητα των περιοχών της».
Ανέξοδα για τον φορολογούμενο
Αφού εξήρε την προσφορά της Σοφίας Στάικου ως «οραματίστριας αυτού του έργου», ο Αντ. Σαμαράς χαρακτήρισε το Δίκτυο Μουσείων ως «ένα προσωπικό όνειρο που εξελίχθηκε σε σύγχρονο θαύμα, δίχως να στοιχίσει ούτε ένα ευρώ στον φορολογούμενο».
Προπαγανδίζουμε, άραγε, αρκετά τη σύνδεση πολιτισμού και τουρισμού στην Ε.Ε., ρωτάμε την Ελ. Βόζεμπεργκ: «Υπάρχει όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον, που διαπιστώνεται πλέον και στις βορειότερες χώρες. Ενδιαφέρον που κοιτάμε να αξιοποιήσουμε όταν εκδηλώνεται με νομοθετικές πρωτοβουλίες, καθώς και με εκδηλώσεις όπως αυτή», απάντησε.
Ενα εκατομμύριο επισκέπτες σε δέκα χρόνια
– Ενα εκατομμύριο άνθρωποι επισκέφθηκαν τα μουσεία του ΠΙΟΠ κατά την τελευταία δεκαετία. Ειδικά τα τελευταία τέσσερα χρόνια διαπιστώνεται αύξηση επισκεψιμότητας κατά 40%.
– Μετρήσεις σε συνεργασία με το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών δείχνουν ότι οι καταλυτικές επιδράσεις στον τουρισμό από τα μουσεία ανέρχονται σε 4,4 εκατ.
– Η συνολική επίδραση στο εθνικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ανέχεται σε 10 εκατ. ευρώ, ενώ ο εθνικός πολλαπλασιαστής για το σύνολο των μουσείων διαμορφώνεται σε 15,9 εκατ. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε ευρώ άμεσης συνεισφοράς των μουσείων στο ΑΕΠ της χώρας αντιστοιχούν 15,9 ευρώ συνολικής συνεισφοράς στο ΑΕΠ.
– Τα οκτώ από τα εννέα μουσεία βρίσκονται σε δήμους με πληθυσμό κάτω των 50 χιλιάδων κατοίκων και με ακαθάριστο εγχώριο προϊόν που είναι χαμηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο. Ενώ και τα εννέα βρίσκονται σε περιοχές όπου τα ποσοστά απασχόλησης είναι χαμηλότερα του εθνικού μέσου όρου. Απασχολούν, δε, συνολικά 251 εργαζομένους.