Τον 19ο αιώνα ο κόσμος ξαφνικά γέμισε χρώματα. Η πρόοδος της τεχνολογίας με τη Βιομηχανική Επανάσταση αλλά και, κυρίως, η γέννηση της σύγχρονης Χημείας παρουσίασαν νέες χρωστικές που ξετρέλαναν το κοινό. Και εξαπλώθηκαν παντού με την ταχύτητα… επιδημίας.
Λαμπερά μοβ, μπλε, πράσινα, κόκκινα, κίτρινα και πορτοκαλί έβαψαν για πρώτη φορά ρούχα, κορδέλες, κουρτίνες και άλλα υφάσματα, ταπετσαρίες, τοίχους και έπιπλα, αλλάζοντας για πάντα την καθημερινότητα. Και φυσικά η παλέτα των ζωγράφων δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη. Το αντίθετο. Οι δεκάδες καινούργιες αποχρώσεις, σε συνδυασμό με την επινόηση βελτιωμένων βαφών και συνδετικών μέσων, κατά κάποιον τρόπο απελευθέρωσαν τους καλλιτέχνες, άλλαξαν τον τρόπο που ζωγράφιζαν, προσφέροντάς τους νέες δυνατότητες έκφρασης.
Η ζωγραφική όπως τη γνωρίζουμε σήμερα γεννήθηκε αυτόν τον αιώνα και σε αυτά τα πρώτα βήματά της βάδισε χέρι-χέρι με τη Χημεία. Μια ματιά σε αυτή την άλλοτε πολύ στενή αλλά σήμερα ξεχασμένη σχέση στις σελίδες που ακολουθούν.
Λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950 ο γάλλος ζωγράφος
Ιβ Κλεν, από τα ιδρυτικά μέλη του κινήματος του νεορεαλισμού, αποφάσισε ότι ήθελε να ζωγραφίσει μόνο μονοχρωματικά έργα σε μπλε. Το μπλε χρώμα όμως που είχε στο μυαλό του δεν υπήρχε. Για τον λόγο αυτόν ζήτησε από τον
Εντουάρ Αντάμ, έμπορο χρωμάτων στο Παρίσι, να τον βοηθήσει να το φτιάξουν. Ετσι γεννήθηκε αυτό που λίγο αργότερα θα έπαιρνε την επίσημη ονομασία International Klein Blue και θα αποτελούσε ένα από τα διασημότερα χρώματα ακόμη και σήμερα – δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα πρώτα «θέματα» ταπετσαρίας που διατέθηκαν ως εφαρμογή για τα iPhone ήταν ακριβώς αυτό. Αν και διάσημο, το μπλε του Κλεν δεν αποτελεί την πρώτη συμβολή της Χημείας στη ζωγραφική – αντιθέτως, πρόκειται για ένα παράδειγμα όψιμο, σε μια εποχή όπου η άλλοτε στενή σχέση ανάμεσα στην επιστήμη αυτήν και την τέχνη είχε μάλλον ξεχαστεί. Τα πράγματα ήταν όμως πολύ διαφορετικά έναν αιώνα πριν, όταν οι χημικοί δημιουργούσαν με το πνεύμα ενός ζωγράφου και οι ζωγράφοι εύχονταν να ήταν και χημικοί!
Τα πρώτα, θεαματικά βήματα της σύγχρονης Χημείας από τα τέλη του 18ου αλλά κυρίως καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, σε συνδυασμό με τη Βιομηχανική Επανάσταση, έφεραν επανάσταση και στον τομέα της ζωγραφικής. Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία οι ζωγράφοι είδαν τις παλέτες τους να εμπλουτίζονται με μια σειρά από νέα υλικά και χρώματα που τους πρόσφεραν νέες δυνατότητες. Η ποιότητα και η ποικιλία των χρωμάτων άλλαξαν ριζικά, το ίδιο και ο τρόπος με τον οποίο ζωγράφιζαν οι ζωγράφοι. Οι «σταθμοί» σε αυτή την τεράστια μεταβολή είναι πολλοί και θα χρειαζόμασταν πολλές σελίδες για να αναφερθούμε σε όλους. Για τον λόγο αυτόν θα σταθούμε μόνο σε μερικούς από αυτούς.
Το τζελ του Τέρνερ
Στο γύρισμα του 18ου προς τον 19ο αιώνα ο ζωγράφος Τζόζεφ Μάλορντ Γουίλιαμ Τέρνερ ενθουσιάστηκε με ένα υλικό που κυκλοφόρησε στην πατρίδα του, τη Βρετανία. Γνωστό ως gumtion (άλλες παραλλαγές του, εκ των οποίων κάποιες χρησιμοποιούνται ακόμη σήμερα, είναι γνωστές ως megilp), το συνδετικό αυτό μέσο, που έμοιαζε με τζελ, μπορούσε να προστεθεί στα ελαιοχρώματα και να τα κάνει να δουλεύονται πιο εύκολα και να στεγνώνουν πιο γρήγορα. Αυτό θεωρήθηκε τεράστιο πλεονέκτημα, καθώς την εποχή εκείνη τα ελαιοχρώματα ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά που γνωρίζουμε σήμερα. Οι ζωγράφοι τα έφτιαχναν τρίβοντας φυσικές χρωστικές μαζί με κάποιο έλαιο (συνήθως λινέλαιο, καρυδέλαιο ή έλαιο παπαρουνόσπορου) και, ζωγραφίζοντας με αυτά, έπρεπε να περιμένουν πολλές ημέρες ή και εβδομάδες ώστε να στεγνώσει η κάθε στρώση προτού περάσουν την επόμενη. Η ολοκλήρωση ενός πίνακα μπορούσε λοιπόν να πάρει μήνες ή ακόμη και περισσότερο από χρόνο όταν οι στρώσεις ήταν πολλές.
Αναμειγνύοντας ωστόσο μια μικρή ποσότητα gumtion σε οποιοδήποτε ελαιόχρωμα αυτό στέγνωνε πολύ γρήγορα. Αυτή η υπόσχεση ταχύτητας γοήτευσε τον Τέρνερ: «Αρκετά πια, βαρέθηκα. Τώρα με το gumtion θα σας δείξω πώς μπορώ να τελειώσω έναν πίνακα μέσα σε λίγες μόνο ημέρες» λέγεται ότι είπε και υιοθέτησε αμέσως το νέο συνδετικό μέσο – μαζί με αυτόν και πολλοί άλλοι σύγχρονοί του ζωγράφοι, αρχικά στη Βρετανία και στη συνέχεια σε όλη την Ευρώπη. Η ταχύτητα δεν ήταν όμως το μόνο πλεονέκτημα: το gumtion, όπως ανακάλυψαν ερευνητές που μελέτησαν πρόσφατα τα χαρακτηριστικά του, μπορούσε να μεταβάλλει τις χημικές ιδιότητες του ελαιοχρώματος επιτρέποντας στον Τέρνερ να αλλάξει, με τη χρήση του πινέλου του, την υφή των έργων του για να δώσει άλλη διάσταση στο φως και στην κίνηση.
Πώς άλλαξε το… ηλιοβασίλεμα
Προκειμένου να μελετήσουν το gumtion οι ερευνητές από το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Ερευνας (CNRS) της Γαλλίας, το Πανεπιστήμιο Pierre et Marie Curie (UPMC) του Παρισιού και το College de France έφτιαξαν εξαρχής δείγματα ακολουθώντας κατά γράμμα τις συνταγές του 19ου αιώνα και μελέτησαν τις ρεολογικές και άλλες ιδιότητές τους με τις σύγχρονες τεχνικές ανάλυσης με στόχο να δουν επακριβώς πώς συμπεριφέρονται όταν ενώνονται με το ελαιόχρωμα. «Υπήρξαν και άλλα παρόμοια υλικά εκείνη την περίοδο, αλλά εστιάσαμε στα gumtions επειδή ήταν περισσότερο δημοφιλή» λέει στο «Βήμα» ο Φιλίπ Βαλτέρ, διευθυντής του Εργαστηρίου Μοριακής και Δομικής Αρχαιολογίας που ανήκει στα Πανεπιστήμια της Σορβόννης, στο CNRS και στο UPMC, και επικεφαλής της μελέτης που δημοσιεύτηκε στη διεθνή έκδοση της επιθεώρησης «Angewandte Chemie». «Η παρασκευή του δεν είναι καθόλου δύσκολη, παίρνεις φυσική ρητίνη, την αναμειγνύεις με οξεϊκό μόλυβδο και είναι έτοιμο. Πίσω όμως από αυτό ανακαλύψαμε ότι υπάρχει μια ολόκληρη σειρά από χημικές αντιδράσεις που μεταβάλλουν τις χημικές ιδιότητες του ελαιοχρώματος, το οποίο μετατρέπεται και το ίδιο σε τζελ».
Χάρη σε αυτή του την επίδραση, υπογραμμίζει ο ερευνητής, το gumtion άλλαξε τον τρόπο εφαρμογής της βαφής, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο ζωγράφιζαν οι ζωγράφοι. «Εκανε τη βαφή να μην τρέχει τόσο ενώ παράλληλα επέτρεψε να γίνονται ορατά τα ίχνη του πινέλου» εξηγεί. «Αν κάποιος ζωγραφίζει τοπία, όπως ο Τέρνερ, ο οποίος έκανε πολλές θαλασσογραφίες, του επιτρέπει να τονίσει π.χ. τις πορτοκαλί ανταύγειες στον ουρανό και τα κύματα της θάλασσας. Ο Τέρνερ χρησιμοποίησε επίσης αυτό το υλικό για να αφήσει ίχνη με το πινέλο του και να τονίσει την εντύπωση με το ανάγλυφο της βαφής». Οπως επισημαίνει, οι γνώσεις μας σχετικά με τη χημεία που κρύβεται πίσω από τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι του παρελθόντος – οι οποίες είναι πολύτιμες για τη σωστή συντήρηση των έργων τους ή για την αναγνώριση των πλαστογραφιών τους – είναι περιορισμένες. «Δεν έχουμε εστιάσει στην κατανόηση της χημείας που κρύβεται στις παλιές συνταγές» λέει. «Και αυτό είναι κάτι που θέλουμε να κάνουμε περισσότερο στα εργαστήριά μας. Αυτή η μελέτη, αυτή η συνταγή, είναι ένα πρώτο παράδειγμα. Υπάρχουν όμως δεκάδες άλλες, μόνο από τον 19ο αιώνα».
Ελευθερία σε σωληνάριο
Αν τα τζελ (όπως προαναφέραμε τα gumtions δεν ήταν τα μόνα υλικά του είδους) έδωσαν στους ζωγράφους τη δυνατότητα να ζωγραφίσουν γρήγορα και να παίξουν με την υφή των υλικών τους, μια τεχνολογική καινοτομία, η επινόηση των βαφών σε σωληνάριο το 1840, τους πρόσφερε μεγαλύτερη ελευθερία επιτρέποντάς τους να βγουν και να ζωγραφίσουν έξω με μεγαλύτερη ευκολία. Μέχρι τότε τα ελαιοχρώματα και οι περισσότερες βαφές παρασκευάζονταν στο εργαστήριο και δουλεύονταν συνήθως εκεί, εκτός από τις ακουαρέλες: ο Τέρνερ, για παράδειγμα, έκανε συχνά προσχέδια με ακουαρέλες για να δημιουργήσει μετά τα έργα του με ελαιοχρώματα στο ατελιέ του. Παράλληλα μια σειρά από άλλες ανακαλύψεις που παρουσίασε η Χημεία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ήρθαν να αλλάξουν τα ίδια τα χρώματα, πολλαπλασιάζοντας τις αποχρώσεις τους με θεαματική ταχύτητα. Ολες αυτές οι εξελίξεις έφεραν νέες δυνατότητες στην καλλιτεχνική έκφραση συμβάλλοντας στη γέννηση των νέων κινημάτων, από τον ιμπρεσιονισμό και τον μετα-ιμπρεσιονισμό ως τον ντιβιζιονισμό ή τον πουαντιγισμό και ακόμη πιο πέρα.
Από τα 10 στα 100
«Η σύγχρονη χημεία, η οποία αρχίζει να επινοείται στα τέλη του 18ου αιώνα, θα συνοδεύσει τις εξελίξεις της ζωγραφικής. Η ζωγραφική, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, γεννήθηκε τον 19ο αιώνα» λέει ο κ. Βαλτέρ, ο οποίος έχει παραδώσει ένα μάθημα για τη φυσικοχημεία της καλλιτεχνικής δημιουργίας στο College de France και έχει γράψει ένα σχετικό βιβλίο («Sur la palette de l’artiste: la physico-chimie dans la création artistique, leçon inaugurale du Collège de France»). Στις αρχές του 19ου αιώνα οι χημικοί άρχισαν να επινοούν νέα χρώματα. Κάποιοι μάλιστα συνεργάστηκαν με ζωγράφους για να υπηρετήσουν τις ανάγκες τους. Και για να τους διδάξουν. Στη Γαλλία ο Λουί Παστέρ ήταν καθηγητής Φυσικής και Χημείας στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι και δίδασκε στους καλλιτέχνες πώς να δουλεύουν τα υλικά τους. Σε αυτόν τον αιώνα έχουμε μια πολύ στενή σχέση ανάμεσα στη χημεία και τη ζωγραφική. Υπάρχει μάλιστα ένα γράμμα που έστειλε ο Βαν Γκογκ στον αδελφό του, τον Τεό, σχεδόν έναν μήνα πριν από τον θάνατό του. “Στα χρώματα υπάρχει ένα διαρκές ανακάτεμα, όπως στα κρασιά” του γράφει. “πώς μπορεί κάποιος να τα κρίνει σωστά όταν, όπως εγώ, αγνοεί τη χημεία;”».
Και τα χρώματα που είχε να κρίνει κάποιος την περίοδο εκείνη ήταν… ιλιγγιωδώς πολλά, πρωτοφανή στην ανθρώπινη ιστορία. «Στην εποχή του Λεονάρντο ντα Βίντσι αλλά και, όπως εκτιμούμε, στην ελληνική αρχαιότητα, στην εποχή του Απελλή (σ.σ.: μεγάλος ζωγράφος και αποκλειστικός προσωπογράφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου) και πριν από αυτόν, ένας ζωγράφος μπορούσε να έχει στη διάθεσή του περίπου δέκα με δώδεκα χρώματα. Ενδεχομένως δεν ήταν όλα τα ίδια σε κάθε εποχή, αλλά δεν ήταν περισσότερα σε αριθμό. Τα χρώματα αυτά τα παρασκεύαζε στο εργαστήριό του και μπορούσε να τα αναμείξει μεταξύ τους για να δημιουργήσει άλλα» εξηγεί ο ερευνητής. «Τον 19ο αιώνα ο Πολ Σεζάν είχε στη διάθεσή του μια εκατοστή εμπορικά χρώματα σε διάφορες αποχρώσεις τα οποία επιπλέον μπορούσε να αναμείξει επάνω στην ξύλινη παλέτα του ή ακόμη και, με την τεχνοτροπία των ιμπρεσιονιστών, επάνω στον ίδιο τον καμβά του, με ελαφρές και αυθόρμητες χρωματιστές πινελιές».
Λαμπερά αλλά τοξικά
Η μωβεΐνη, η πρώτη συνθετική βαφή ανιλίνης που ανακαλύφθηκε το 1856 εγκαινιάζοντας τη μαζική παραγωγή του μοβ, αποτελεί ορόσημο στην ιστορία των χρωμάτων. Δεν ήταν όμως η μόνη σημαντική χρωστική για τη ζωγραφική. «Η μωβεΐνη άλλαξε μονομιάς τα πάντα, επηρέασε βαθιά όλες τις συνήθειες της καθημερινής ζωής» εξηγεί ο κ. Βαλτέρ. «Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα όμως πολλά χρώματα ήρθαν να πάρουν σημαντική θέση επάνω στην παλέτα των ζωγράφων. Οταν κοιτάζει κάποιος τα βιβλία πωλήσεων των εμπόρων χρωμάτων αυτής της εποχής είναι συναρπαστικό, έχουν μια ολόκληρη σειρά αποχρώσεων. Υπάρχει π.χ. το κίτρινο του καδμίου, το οποίο ήταν τοξικό, το κίτρινο του λεμονιού, το κίτρινο-πορτοκαλί κ.λπ.».
Πολλές βαφές της εποχής είχαν ως βάση τους τον μόλυβδο. «Εκτός από το γνωστό από την αρχαιότητα λευκό του μολύβδου, το οποίο εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται, υπήρχαν επίσης αρκετές βαφές με μόλυβδο, ιδιαίτερα με μόλυβδο σε συνδυασμό με χρώμιο, που έδιναν πολύ όμορφα πορτοκαλί, ή το κίτρινο του μολύβδου. Ο μόλυβδος, το χρώμιο, το αρσενικό, ο υδράργυρος, μια ολόκληρη σειρά από μέταλλα χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη καινούργιων χρωμάτων, τα οποία ήταν τοξικά. Παρ’ όλα αυτά άρεσαν στους καλλιτέχνες».
Εκτός από την τοξικότητα, ένα άλλο πρόβλημα αυτών των πρώτων νέων χρωμάτων ήταν η αστάθειά τους.
«Αρκετά από τα χρώματα αυτής της εποχής δεν ήταν σταθερά» εξηγεί ο ερευνητής.
«Και έτσι σήμερα δεν βλέπουμε τους πίνακες με τα αρχικά τους χρώματα. Γιατί κάποια από αυτά έχουν εξαφανιστεί». Ενα τέτοιο παράδειγμα, προσθέτει, είναι η λάκα του γερανίου, ένα κόκκινο το οποίο χρησιμοποιούσε πολύ ο Βαν Γκογκ.
«Αυτό φτιαχνόταν με μια καινούργια συνθετική χρωστική, την εωσίνη, είναι η ίδια που χρησιμοποιούσαν και στο μερκουροχρώμ για την απολύμανση των τραυμάτων. Οπως αποδείχθηκε, η χρωστική αυτή σβήστηκε με τον χρόνο. Και σε κάποιους πίνακες του Βαν Γκογκ τα σημεία όπου κάποτε υπήρχε αυτό το κόκκινο σήμερα έχουν ξεθωριάσει».
Οι πρωταγωνιστές
Η ανακάλυψη νέων στοιχείων, σε συνδυασμό με την πρόοδο των γνώσεων στη Χημεία, έκανε τον κόσμο του 19ου αιώνα πιο… πολύχρωμο. Χρώματα που ήταν ήδη γνωστά κυκλοφόρησαν σε «βελτιωμένες», φθηνότερες συνθετικές εκδοχές και βγήκαν σε μαζική παραγωγή σε υφάσματα, ταπετσαρίες και μπογιές ενώ παράλληλα οι χημικοί ανακάλυψαν δεκάδες καινούργιες αποχρώσεις που έδωσαν άλλη όψη στην καθημερινή ζωή και νέες δυνατότητες στη ζωγραφική. Εδώ παρουσιάζουμε μόνο μερικές από αυτές.
Μωβεΐνη
Το πορφυρό δεν είναι μόνο το χρώμα των βασιλιάδων, είναι επίσης ένα χρώμα άκρως συμβολικό για τη Χημεία. Η μωβεΐνη, η ουσία που επέτρεψε τη μαζική παραγωγή του εξοστρακίζοντας το υψηλού κόστους όστρακο της πορφύρας, που αποτελούσε τη φυσική πηγή του από την αρχαιότητα, ήταν η πρώτη συνθετική οργανική βαφή στην Ιστορία. Γνωστή και ως πορφυρό ανιλίνης ή μοβ του Πέρκιν, από τον βρετανό χημικό Γουίλιαμ Χένρι Πέρκιν, που την ανακάλυψε τυχαία το 1856, οδήγησε σε μια πραγματική «μανία του μοβ» τα επόμενα χρόνια. Η αυτοκράτειρα Ευγενία, σύζυγος του Ναπολέοντα Γ’, το έκανε μόδα στη Γαλλία, η Βασίλισσα Βικτωρία στη Βρετανία, όπου η δεκαετία του 1860 έχει μείνει γνωστή ως «η πορφυρή δεκαετία»: ο Κάρολος Ντίκενς περιέγραψε στο περιοδικό «All the year round» πώς το μοβ είχε κυριολεκτικά πλημμυρίσει το Λονδίνο ενώ το περιοδικό «Punch» έκανε λόγο για επιδημία «μοβ ιλαράς». Αλλα καινούργια χρώματα που κυκλοφόρησαν τα επόμενα χρόνια τής απέσπασαν την πρωτοκαθεδρία στη μόδα, όμως η μωβεΐνη εξακολουθεί να είναι ξεχωριστή: ανοίγοντας τον δρόμο για την παραγωγή των βαφών ανιλίνης, έφερε την επανάσταση, όχι μόνο στη χημεία, αλλά και σε άλλους τομείς της επιστήμης, κυρίως στην ιατρική και τη βιολογία, καθώς οι τεχνητές βαφές υπήρξαν καθοριστικές για τις πρώτες μελέτες σχετικά με τα χρωμοσώματα και την ανάπτυξη φαρμάκων. Η αμέσως επόμενη βαφή ανιλίνης, που συντέθηκε το 1858, ήταν η φουξίνη ή υδροχλωρική ροζανιλίνη, γνωστή επίσης ως magenda.
Συνθετικό ινδικό μπλε και κόκκινο
Το ινδικό μπλε (indigo, από την ελληνική λέξη), μια φυσική βαφή που παράγεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική (Indigofera tinctoria), ήταν το πιο διαδεδομένο μπλε από τους αρχαίους ως και τους νεότερους χρόνους – αυτό ήταν το χρώμα που χρησιμοποίησε ο Νεύτωνας για να περιγράψει το κυανό στο φάσμα του φωτός. Χάρη στις μελέτες του γερμανού χημικού Αντολφ φον Μπάγερ, που ξεκίνησαν το 1865, η BASF κυκλοφόρησε την πρώτη συνθετική εκδοχή του το 1897, ωθώντας σε κατάρρευση την εξαιρετικά προσοδοφόρα ως τότε για τη Βρετανία παραγωγή της φυσικής βαφής στην Ινδία. Το 1897 οι ινδικές φυτείες παρήγαγαν 19.000 τόνους μπλε βαφής, όμως το 1914 η παραγωγή είχε πέσει στους 1.000 τόνους και συνέχισε να μειώνεται τα επόμενα χρόνια. Η έλευση του συνθετικού ινδικού μπλε και, μερικές δεκαετίες νωρίτερα, της συνθετικής αλιζαρίνης για την παραγωγή του κόκκινου χρώματος, που έβγαινε από το φυτό ερυθρόδανο το βαφικό ή ριζάρι (Rubia tinctorum), σηματοδότησαν το τέλος της εποχής των φυτικών βαφών.
Συνθετική ουλτραμαρίνα
Το μπλε της ουλτραμαρίνας (γνωστό και ως υπεράλιο χρώμα) ήταν ένα από τα πολυτιμότερα και υψηλότερης αισθητικής χρώματα στη ζωγραφική. Επί αιώνες αυτή η φυσική βαφή φτιαχνόταν από τον ημιπολύτιμο λίθο λάπις λάζουλι, του οποίου η καλύτερη ποιότητα βρίσκεται στη δυσπρόσιτη κοιλάδα Κόκτσα στο Αφγανιστάν. Η σύνθεσή της επετεύχθη γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1830, ανεξάρτητα, από δύο χημικούς, πρώτα από τον Γάλλο Ζαν-Μπατίστ Γκιμέ και λίγο αργότερα από τον Γερμανό Κρίστιαν Γκότλιμπ Γκμέλιν, και η μαζική παραγωγή της άρχισε σχεδόν αμέσως, προς μεγάλη χαρά των ανά τον κόσμο καλλιτεχνών. Παρ’ όλα αυτά η συνθετική – ή γαλλική, όπως έμεινε γνωστή – ουλτραμαρίνα, αν και μη τοξική και εξίσου μόνιμη, δεν ήταν τόσο «μπλε» και φωτεινή όσο η φυσική ουλτραμαρίνα, η οποία εξακολουθεί να θεωρείται ανώτερη για τη ζωγραφική, παρά την υψηλή τιμή της.
Μπλε του κοβαλτίου
Ενα καθαρό και εξαιρετικά σταθερό μπλε χρώμα με βάση το κοβάλτιο ανακαλύφθηκε από τον γάλλο χημικό Λουί Ζακ Τενάρ το 1802, ενώ έκανε πειράματα στο εργοστάσιο παραγωγής πορσελάνης των Σεβρών. Αν και όχι πολύ φθηνό, το μπλε του κοβαλτίου έγινε γρήγορα το πιο δημοφιλές από τα χρώματα που αναπτύχθηκαν με βάση το κοβάλτιο – οι ζωγράφοι το προτιμούσαν ως εξαιρετική εναλλακτική στην ουλτραμαρίνα όταν ήθελαν να ζωγραφίσουν τον ουρανό.
Πράσινο του σμαραγδιού
Επί αιώνες το πράσινο δεν το χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στη ζωγραφική. Αυτό όμως άλλαξε με την εμφάνιση των συνθετικών βαφών με τις λαμπερές αποχρώσεις. Το λεγόμενο «πράσινο του σμαραγδιού» (Vert émeraude, ένα γαλαζοπράσινο χρώμα λίγο πιο ανοιχτό από αυτό του ομώνυμου πολύτιμου λίθου) ανακαλύφθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου είχε εισβάλει στις παλέτες των ζωγράφων. Αν και είναι γνωστό ως το αγαπημένο του Βαν Γκογκ και του Σεζάν, όπως έγινε γρήγορα αντιληπτό, είχε σοβαρά μειονεκτήματα: είχε την τάση να μαυρίζει με την έκθεσή του στη θερμότητα και – κυρίως – ήταν εξαιρετικά τοξικό επειδή περιείχε αρσενικό. Ετσι, άλλα συνθετικά χρώματα, όπως το πράσινο του χρωμίου (πράσινο viride ή πράσινο του Γκινιέ, με βάση το τριοξείδιο του χρωμίου) ή το πράσινο του κοβαλτίου, πήραν τη θέση του. Το πράσινο του σμαραγδιού κατέληξε να χρησιμοποιείται ως ποντικοφάρμακο στους υπονόμους του Παρισιού.
Κίτρινο του λεμονιού
Στην ουσία πρόκειται για τρία διαφορετικά κίτρινα, το κίτρινο του στροντίου, το κίτρινο του βαρίου και το κίτρινο του ψευδαργύρου. Ολα τους ήταν λαμπερά και ημιδιαφανή και κυκλοφορήσαν ως ελαιοχρώματα και ως χρώματα ακουαρέλας. Το καλύτερο ήταν το κίτρινο του στροντίου, ένα ψυχρό ανοιχτό κίτρινο, με πιο πλούσιο τόνο και περισσότερη διάρκεια.
Τα χρώματα του χρωμίου
Το 1797 ο γάλλος χημικός
Νικολά Λουί Βοκλέν ανακάλυψε το χρώμιο, ένα άγνωστο ως τότε στοιχείο το οποίο αποφάσισε να ονομάσει έτσι εξαιτίας των έντονων χρωμάτων – κόκκινο, πράσινο και κίτρινο – που έπαιρνε αντιδρώντας στα διάφορα διαλύματα. Το 1809 ο Βοκλέν συνέθεσε το λαμπερό κίτρινο του χρωμίου, όπως επίσης και μια πρώτη, όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη, εκδοχή πράσινου από οξείδιο του χρωμίου. Ακολούθησαν το επίσης λαμπερό κόκκινο του χρωμίου και το πορτοκαλί του χρωμίου. Ολα τα χρώματα του χρωμίου είχαν τεράστια επιτυχία στην αγορά της ζωγραφικής, με εξαίρεση το πράσινο, το οποίο θα έβγαινε τρεις δεκαετίες αργότερα, όχι πλέον από τον Βοκλέν, στη βελτιωμένη εκδοχή του πράσινου viride.
«Ντεκαπάζ» στα πλαστά
Πέραν του καλλιτεχνικού, ιστορικού, κοινωνιολογικού ή και απλώς εγκυκλοπαιδικού ενδιαφέροντος που μπορεί να παρουσιάζει, η γνώση της ιστορίας της χημείας των χρωμάτων έχει επίσης σημαντικές πρακτικές εφαρμογές. Η πρώτη είναι στη συντήρηση των έργων τέχνης, όπου η γνώση της σύστασης των αρχικών υλικών είναι απαραίτητη για να γίνει σωστή δουλειά και να αποφευχθούν τα ατυχήματα. Η δεύτερη, και εξίσου σημαντική, είναι στη διερεύνηση της αυθεντικότητας των έργων τέχνης και στον εντοπισμό των πλαστογραφιών. Ετσι, ένας «αναχρονισμός» στις βαφές οδήγησε στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας στο ξεσκέπασμα μιας από τις μεγαλύτερες υποθέσεις πλαστογραφίας του αιώνα. Ειδικοί που έκαναν αναλύσεις σε έναν πίνακα ο οποίος αποδιδόταν στον Χάινριχ Κάμπεντοκ, με χρονολογία το 1914, εντόπισαν σε αυτόν λευκό του τιτανίου. Κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν, αφού η χημική σύνθεση της βαφής αυτής έγινε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι έρευνες που ξεκίνησαν έφθασαν τελικά στον Βόλφγκανγκ Μπελτράκι, ο οποίος ομολόγησε ότι είχε πλαστογραφήσει εκατοντάδες έργα. Μέσω ενός καλά οργανωμένου δικτύου το οποίο είχε κατασκευάσει ακόμη και πλαστούς καταλόγους συλλογών και γκαλερί τα πλαστά αυτά έργα είχαν διατεθεί σε διάφορους αγοραστές ανά τον κόσμο αποφέροντας κέρδη πολλών εκατομμυρίων ευρώ.
Πηγή:http://www.tovima.gr