(Α΄ Μέρος)
«Πόσοι ἐπολέμησαν τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ οἱ πολεμήσαντες ἀπώλοντο. Αὕτη δὲ ὑπὲρ τῶν οὐρανῶν ἀναβέβηκεν. Τοιοῦτον ἔχει μέγεθος ἡ Ἐκκλησία· πολεμουμένη νικᾶ· ἐπιβουλευομένη περιγίνεται· ὑβριζομένη, λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα, καὶ οὐ καταπίπτει ὑπὸ τῶν ἐλκῶν· κλυδωνίζεται, ἀλλ’ οὐ καταποντίζεται· χειμάζεται, ἀλλὰ ναυάγιον οὒχ ὑπομένει· παλαίει, ἀλλ’ οὒχ ἡττᾶται· πυκτεύει, ἀλλ’ οὐ νικᾶται. Διὰ τί οὖν συνεχώρησε τὸν πόλεμον; Ἵνα δείξη λαμπρότερον τὸ τρόπαιον»1.
Κατόπιν παρακλήσεως ἀπὸ ἀγαπητοὺς συναγωνιστὲς πατέρες νὰ ἀναλύσουμε τὸ 5ο κείμενο τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τῆς Ἐφόρου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ Μητέρας μας, καθὼς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων μας καὶ ἰδιαιτέρως τῶν ἀντιπαπικῶν Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, προχωρήσαμε σὲ αὐτὸ τὸ ἐγχείρημα, γιὰ νὰ καταδείξουμε τὶς πλάνες καὶ τὶς αἱρέσεις ποὺ πλέον κατοχυρώνονται ὡς ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ ποὺ εἰσέβαλαν εἰς τὴν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔχει ἤδη ἀποδειχθεῖ πὼς ἡ λεγομένη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», ποὺ ἐσυγκλήθη εἰς τὸ Κολυμπάρι Χανίων, εἶναι μία ψευδοσύνοδος ἀντορθόδοξη καὶ οἰκουμενιστική, κατὰ τὰ πρότυπα τῆς Β΄ Βατικανείας Συνόδου καὶ ὄχι Ὀρθόδοξη, καθὼς πολλοὶ ἐπίσκοποι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ὑποστηρίζουν, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ ἀποδεικνύουν, ἰσχυριζόμενοι πὼς σὲ ὅ,τι θεσπίζει ἡ «Ἐκκλησία» (ἐννοώντας τοὺς ἐπισκόπους, βλέπε ἐπισκοποκεντρισμὸ) πρέπει νὰ κάνουμε ὑπακοή.
Αὐτὴν τὴν ὑπακοὴ ποὺ ἰσχυρίζονται πὼς πρέπει νὰ κάνουμε, εἶναι παπικοῦ τύπου, δαιμονικὴ καὶ ὄχι κατὰ Θεόν. Γνωρίζουμε ὅτι σὲ θέματα πίστεως δὲν ἀκολουθοῦμε νεωτερισμούς, ἀλλὰ ὑπακούομε στὴν διαχρονικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σὲ αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ δογμάτισαν οἱ Ἅγιοί μας, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Ὀρθόδοξοι Σύνοδοι καὶ ὄχι στὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ τοὺς λοιποὺς Οἰκουμενιστές, ποὺ ἀποδομοῦν ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Τὰ συμπεράσματα ποὺ ἀβίαστα ἐξάγονται ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν τελικῶν κειμένων εἶναι ὅτι:
1. Ἀκολούθησε καινοφανεῖς μεθοδεύσεις στὴν θεματολογία καὶ τὶς πρακτικές της.
2. Ἀπέκλεισε τοὺς Ἐπισκόπους καὶ κατέλυσε τὴν Ὀρθόδοξη συνοδικότητα καὶ ἐν γένει χρησιμοποιήθηκαν ἀντορθόδοξοι μέθοδοι στὸν τρόπο λειτουργίας της.
3. Δὲν ὑπῆρξε ἐπαρκὴς ἐνημέρωση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος· ἀντίθετα ὑπῆρξε ἀπόκρυψη τῶν ἀποφασιζομένων κατὰ τὴν προσυνοδικὴ διαδικασία.
4. Καθιέρωσε τὴν μεταπατερικὴ καὶ βαπτισματικὴ θεολογία.
5. Νομιμοποίησε ἐπίσημα καὶ συνοδικὰ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
6. Ἐπετεύχθη τελικὰ ὁ στόχος τῆς ἐκκλησιαστικοποιήσεως τῶν αἱρέσεων, δηλαδὴ ἔγινε δεκτὸ ὅτι ὁ Παπισμὸς καθὼς καὶ λοιποὶ αἱρετικοὶ εἶναι Ἐκκλησίες καὶ ὄχι αἱρέσεις.
7. Ὑποβίβασε τὸν χριστιανισμὸ στὸ ἐπίπεδο τοῦ κοινωνισμοῦ («κοινωνικὸ εὐαγγέλιο»).
8. Δὲν ἐξέφρασε τὴν Ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
9. Δέν ἀκολούθησε τὴν Ἁγιοπατερικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς καὶ δὲν ἔγινε ἐξ’ ἀρχῆς ἀναγνώριση ὅλων τῶν προηγουμένων Συνόδων καὶ κυρίως ἀναγνώριση ὡς Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς 8ης καὶ τῆς 9ης.
10. Κατέλυσε ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ συνεπῶς δὲν ἀκολούθησε τὸν Ἁγιοπνευματικὸ τρὸπο συγκλήσεως Ὀρθοδόξων Συνόδων, ὅπου ἐν πρώτοις ἐπικύρωναν καὶ δέχονταν τὶς ἀποφάσεις ὅλων τῶν προηγουμένων Ὀρθοδόξων Συνόδων καὶ κατόπιν συνέχιζαν τὸ ἔργο αὐτῶν, δηλαδὴ τὴν καταδίκη τῶν ἀναφυομένων αἱρέσεων ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας.
11. Ἀναγνώρισε στὰ μέλη τοῦ Προτεσταντικοῦ λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν κανονικὴ ἱερωσύνη, μυστήρια καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή, καθὼς καὶ τὰ αἱρετικὰ καὶ ἀντορθόδοξα κείμενά του.
12. Παραγκωνίσθηκε καὶ ἀγνοήθηκε ὁ ρόλος τοῦ Μοναχισμοῦ καὶ ἰδιαίτερα ἡ στάση τῶν Ἁγιορειτῶν ἔναντι τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τὸ κύριο ἔργο μιᾶς Ὀρθοδόξου Συνόδου εἶναι, ὡς γνωστόν, ἡ ἀντιμετώπισις τῶν ἀναφυομένων αἱρέσεων ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ αὐτὴν τὴν Σύνοδο ἔγινε ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Διότι, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ δημοσιευμένα πλέον ψηφισθέντα κείμενα – καὶ ἰδίως ἀπὸ τὸ κείμενο ποὺ θὰ ἀναλύσουμε «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν χριστιανικὸ κόσμο»2 – υἱοθετεῖ, θεσμοθετεῖ, νομιμοποιεῖ καὶ ἐπισημοποιεῖ μὲ «πανορθόδοξο συνοδικὴ ἀπόφαση» τὴν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς ἐπίσημη καὶ νόμιμη γραμμὴ καὶ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀναγνωρίζοντας ἐκκλησιαστικότητα, ἀποστολικὴ διαδοχή, ἱερωσύνη, Χάρη καὶ μυστήρια στοὺς αἱρετικοὺς παπικούς, Προτεστάντες καὶ Μονοφυσίτες καὶ υἱοθετώντας τὶς κακόδοξες, πλανεμένες, αἱρετικὲς καὶ οἰκουμενιστικὲς θεωρίες περὶ «βαπτισματικῆς θεολογίας», «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας» καὶ «Διηρημένης Ἐκκλησίας», ἐνῶ παράλληλα ἐπικυρώνει τὴν παραμονὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στοὺς ἀτέρμονους, ἀντιπατερικοὺς καὶ ἀτελέσφορους σύγχρονους θεολογικοὺς διαλόγους καὶ στὸ πανπροτεσταντικὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο «Ἐκκλησιῶν» ἢ καλύτερα αἱρέσεων καὶ πλανῶν.
Τὸ ἐξόχως προβληματικὸ κείμενο τῆς Συνόδου, ποὺ κατοχυρώνει τὰ ἀνωτέρω, εἶναι τὸ 5ο ἔχοντας τὴν ὀνομασία «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον», πρᾶγμα ποὺ ἀπὸ μόνη τὴν ὀνομασία του ἀποτελεῖ διαστροφὴ τῆς ἀληθείας. Καὶ αὐτὸ γιατὶ δὲν μποροῦμε νὰ ὀνομάζουμε πλέον «Χριστιανικὸ κόσμο» τοὺς κάθε λογῆς αἱρετικούς, συμφώνως μὲ τὰ λεχθέντα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πὼς τὸ δεύτερο εἶδος ἀθεΐας εἶναι ἡ αἵρεση. Καὶ πολύ σωστὰ, διότι ὁ «Χριστὸς» ποὺ λατρεύουν δὲν σώζει καὶ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ Τὸν δικό μας, ὁ ὁποῖος μᾶς λύτρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ μὲ τὴν σταυρική Του θυσία μᾶς ἄνοιξε τὶς πύλες τοῦ παραδείσου.
Αὐτὰ μᾶς διδάσκουν οἱ Άγιοι Πατέρες μας. Ἀπὸ τοὺς παλαιότερους μεγάλους φωστῆρες τῆς Ἐκκλησίας παρέλαβαν καὶ οἱ νεώτεροι Άγιοι, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός. Ὁ πλοῦτος τῆς Θεολογίας τους εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τους, ποὺ εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς, Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Ζωὴ καὶ θάνατος, ἀλήθεια καὶ ψεῦδος, δὲν μποροῦν νὰ συνυπάρξουν.
Μέτοχοι τῆς ἀκηράτου ζωῆς, ὁ Άγιος Γρηγόριος, ὁ ἀσκητὴς τοῦ Ἄθω καὶ Ἀρχιερεὺς τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὁ Άγιος Μᾶρκος, ὁ μοναχὸς πρῶτα καὶ Πρόεδρος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου ἔπειτα, δὲν μποροῦν νὰ συνυπάρξουν μὲ τὸν θάνατο τῆς αἱρετικῆς πλάνης.
Ζοῦν ὀρθόδοξα, δηλαδὴ ἐν χάριτι καὶ θεανθρώπινα καὶ κηρύττουν ὀρθόδοξα, δηλαδὴ ἄκτιστο τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, κέντρο μοναδικὸ τῆς σωτηρίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν οἱ ἄλλοι δὲν ἀνησυχοῦν, ἢ συμμαχοῦν μὲ τὶς λατινικὲς κακοδοξίες, αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν καὶ μάχονται νὰ μὴ παύση ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ νὰ εἶναι σκάνδαλο καὶ μωρία: «ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν…….3»
Οἱ ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων μας κατὰ τοῦ παπισμοῦ καὶ ἐν γένει τῶν αἱρέσεων, δὲν εἶναι ἀγῶνες μιᾶς ἰδεολογίας ἐναντίον ἄλλης ἰδεολογίας, ἤ μιᾶς ἑρμηνείας τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐναντίον ἄλλης ἑρμηνείας τοῦ Χριστιανισμοῦ. Εἶναι ἀγῶνες τῆς πίστεως «τῆς ἅπαξ παραδοθείσης τοῖς ἁγίοις4» πρὸς τὴν συγκεκαλυμμένη ἀθεΐα τοῦ λατινικοῦ ὀρθολογισμοῦ. Στὸν ἀγῶνα αὐτὸ οἱ Άγιοι Πατέρες μας, ἔδωσαν τὴν ζωήν τους γιατὶ ἐγνώριζαν ὅτι ὅλη ἡ εὐαγγελικὴ πίστις καὶ μαζὶ μ’ αὐτὴν ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου διακυβεύεται. Ὁ ἀγῶνας τους γινόταν χάριν τοῦ Θεοῦ (τῆς ἀληθείας περὶ Θεοῦ) καὶ συγχρόνως χάριν τοῦ ἀνθρώπου (τῆς δυνατότητος τῆς σωτηρίας καὶ τῆς θεώσεώς του)»5. Ἐπανέλαβαν μὲ τὴν ἰδική τους γλῶσσα τὸν τολμηρὸ λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου πρὸς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅταν οἱ πνευματομάχοι ἠρνοῦντο τὴν θεότητά Του: «εἰ μὴ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, θεωθήτω πρῶτον καὶ οὕτω θεούτω μὲ τὸν ὁμότιμον.6»
Τὸ 5ο κείμενο τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου ἐξόχως ἀπηχεῖ εἰς βάθος τὴν οἰκουμενιστικὴ – αἱρετικὴ θεολογία καὶ ἐκκλησιολογία, ποὺ χάριτι θείᾳ θά προσπαθήσουμε ἐν συντομίᾳ νὰ καταδείξουμε, ἔτσι ὥστε καὶ ὁ κάθε ὀρθόδοξος νά μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸ μέγεθος τῆς βλασφημίας ποὺ ἔφθασαν οἱ ἀρχιερεῖς νὰ δέχονται αὐτὴν ὡς Ὀρθόδοξη.
Τὸ κείμενο λοιπὸν ἔχει ὡς ἑξῆς:
1. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ αὐτῆς πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντὸς τοῦ συγχρόνου κόσμου.
Ἀπὸ τὶς πρῶτες γραμμὲς τοῦ κειμένου βλέπουμε τὴν αἱρετικὴ πλέον γραμμὴ τοῦ αἱρεσιάρχου Πατριάρχου Βαρθολομαίου νὰ ἐπικρατεῖ καὶ νὰ δεσπόζει. Ἐνῶ ὁμολογεῖται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική Ἐκκλησία, παρ’ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ νὰ συνεχίζει λέγοντας πὼς κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντὸς τοῦ συγχρόνου κόσμου, ἐννοεῖ ἀπροκάλυπτα πλέον πὼς ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀπολεσθεῖ, πρᾶγμα ἀπαράδεκτον καὶ κακόδοξον διότι ἡ ἑνότης δὲν χάνεται, ἀλλὰ οἱ αἱρετικοὶ ἀποκόβονται ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ Ἐκκλησία τοὺς καλεῖ στὴν ἐπανένταξη αὐτῶν στὸ ἅγιον σῶμα της.
Βλέπουμε ἐδῶ νὰ κυριαρχοῦν τὰ κακόδοξα κείμενα τοῦ Π.Σ.Ε. ὅπου θέλουν ὅλες τὶς αἱρέσεις νὰ θεωροῦνται ἐνεργὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, μὲ ἔγκυρα καὶ ἁγιαστικὰ μυστήρια, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὸ μόνο ποὺ νὰ ἀπομένει, νὰ εἶναι ἡ ἑνότης ἐν τῇ πράξει, δηλαδὴ κατ’ αὐτοὺς τὸ κοινὸ ποτήριον. Πρᾶγμα αἱρετικό, ἀντιπατερικὸ καὶ ἀβάσιμο, διότι κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ μόνον ἡ συμπροσευχὴ ἀρκεῖ γιὰ νὰ δηλώσει τὴν ταύτιση τῆς πίστεώς μας μὲ αὐτοὺς ποὺ συμπροσευχόμαστε. Γι’ αὐτὸ ἐξ’ ἄλλου ΟΛΟΙ οἱ Κανόνες ὁμιλοῦν γιὰ διακοπὴ κοινωνίας ὅταν ὑπάρχει συμπροσευχὴ μὲ αἱρετικούς, διότι αὐτὸ σημαίνει apriori κοινὴ πίστη μεταξὺ τῶν συμπροσευχομένων. Συμπέρασμα λοιπὸν εἶναι πὼς τὸ κείμενο εἶναι ἀντορθόδοξο ἀπὸ τὶς πρῶτες του γραμμές, διότι ἀποδέχεται τὴν αἱρετικὴ βαπτισματικὴ θεωρία καὶ θεωρία τῶν κλάδων. Γιὰ νὰ ἦταν τὸ κείμενο Ὀρθόδοξο θὰ ἔπρεπε νὰ ζητᾶ τὴν ἐπανένταξη τὼν αἱρετικῶν στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι τὴν προώθηση μιᾶς Χριστιανικῆς ἑνότητος ποὺ ἤδη ὑπάρχει ἐντὸς τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδόξου.
2. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεμελιοῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τοῦ γεγονότος τῆς ἱδρύσεως αὐτῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπὶ τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι καὶ τοῖς μυστηρίοις. Ἡ ἑνότης αὕτη ἐκφράζεται διὰ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ τῆς πατερικῆς παραδόσεως καὶ βιοῦται μέχρι σήμερον ἐν αὐτῇ.
Ὅπως εἴπαμε καὶ παραπάνω, τὰ κείμενα τῆς Συνόδου ἀπηχοῦν τὴν αἱρετικὴ ἐκκλησιολογία τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἑνότης, ὄχι ἐν τῇ πίστει ποὺ διδάσκουν οἱ Άγιοι Πατέρες, ἀλλὰ ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστία, ποὺ φυσικὰ προϊστάμενος αὐτῆς καὶ προεξάρχων εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος, κατὰ τὴν ἐκκλησιολογία τῶν οἰκουμενιστῶν, εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐκφράζει τὴν ἑνότητα διὰ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς του καὶ ὄχι διὰ τῆς πίστεώς του.
Μὲ αὐτὴν φυσικὰ τὴν ἔννοια τῆς ἑνότητος, μέσω τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, μποροῦν οἱ οἰκουμενιστὲς νὰ ἰσχυρίζονται πὼς καὶ οἱ παπικοὶ ἔχουν κανονικὴ ἱερωσύνη, διότι οὐδέποτε «ἀπεκόπηκαν» ἀπὸ τὴν διαδοχὴ τῶν χειροτονιῶν ἀπὸ τὸν πάπα. Καὶ τοὺς ἀνταπαντᾶμε πὼς ὁ πάπας ἀπεκόπηκε ἀπὸ τὴν πίστη, καὶ διὰ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ φυσικὰ ἀπὸ τὶς καταδικαστικὲς ἀποφάσεις δεκάδων ὀρθοδόξων Συνόδων, δὲν ἔχουν πλέον ἀποστολικὴ διαδοχή, λόγω τῆς πίστεως καὶ ὄχι λόγω τῶν χειροτονιῶν. Ἐξάλλου, ἐμεῖς γνωρίζουμε πὼς ἡ Ἐκκλησία τῶν σωζομένων ἀποτελεῖται μόνο ἀπό: «τὸ ἄθροισμα τῶν Ἁγίων τὸ ἐξ ὀρθῆς πίστεως καὶ πολιτείας ἀρίστης συγκεκροτημένον»7 κατὰ τὸν Άγιο Ἰσίδωρο Πηλουσιώτη.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ βρίσκεται μόνο ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ Ἀλήθεια.«Δὲν ἀνήκουν στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅσοι δὲν βρίσκονται στὴν ἀλήθεια» κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ.8
Ἔχουμε ἀνάγκη, ὅμως, περαιτέρω πατερικῶν ἀναφορῶν, γιὰ νὰ δοῦμε τί λένε οἱ Άγιοι Θεοφόροι Πατέρες ὅτι εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ πόσο φανερὴ εἶναι ἡ ἀντίθεσή τους μὲ ὅσα αἱρετικὰ δογματίζει ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου.
Ὁ Μ. Βασίλειος ἀκολουθεῖ τὴν περιγραφικὴ εἰκόνα ποὺ ἔδωσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς «σῶμα Χριστοῦ». «Ἐκκλησία σῶμα ἐστι τοῦ Κυρίου καὶ Αὐτὸς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας……μέλη δὲ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ οἱ καθεῖς τῶν πεπιστευκότων ἐσμὲν».9
Τὸ σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία «πάντες οἱ ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως προσληφθέντες, ἓν σῶμα ἐσμεν, κεφαλὴν ἔχοντες τὸν Χριστὸν ὁ δὲ καθεὶς ἀλλήλων μέλη».
«Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, σῶμα ἑαυτοῦ κατεδεξάμενος ὀνομάσαι τὴν πᾶσαν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαν καὶ τοὺς καθ᾽ἕνα ἡμῶν ἀλλήλων ἀποδείξας μέλη, ἔδωκε καὶ ἡμῖν πᾶσι πρὸς πάντας ἔχειν οἰκείως, κατὰ τὴν τῶν μελῶν συμφωνίαν».10
Τονίζει τὴν ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ καταδικάζει τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα καὶ ἀναγνωρίζει τὴν αὐθεντία καὶ τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας: «τοὺς τὴν ἀποστολικὴν ὁμολογοῦντες πίστιν, ἃ παρεπενόησαν σχίσματα διαλύσαντας, ὑποταγῆναι τοῦ λοιποῦ τῇ αὐθεντίᾳ τῆς Ἐκκλησίας· ἵνα ἄρτιον γένηται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πᾶσιν τοῖς μέλεσιν εἰς ὁλοκληρίαν ἐπανελθόν». 11
Συνιστᾶ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν ἀποδεδειγμένων ἀναξίων ἐπισκόπων: «ἐπικαθαρίσατε τὴν Ἐκκλησίαν,τοὺς ἀναξίους αὐτῆς ἀπελάσαντες· καὶ τοῦ λοιποῦ ἐξετάζετε τοὺς ἀξίους καὶ παραδέχεσθε».12
Ἡ ἑνότητα αὐτὴ ἐκφράζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μέσω τῆς εὐχῆς τῆς ἀναφορᾶς τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Ἡμᾶς δὲ πάντας, τούς ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου μετέχοντας, ἑνώσαις ἀλλήλοις εἰς ἑνὸς Πνεύματος Ἁγίου κοινωνίαν καὶ μηδένα ἡμῶν εἰς κρίμα ἢ εἰς κατάκριμα ποιήσαις μετασχεῖν τοῦ Ἁγίου Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ σου· ἀλλ՚ ἵνα εὕρωμεν ἔλεον καὶ χάριν μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων, τῶν ἀπ՚ αἰῶνος σοι εὐαρεστησάντων, προπατόρων, πατέρων, πατριαρχῶν, προφητῶν, ἀποστόλων, κηρύκων, εὐαγγελιστῶν, μαρτύρων, ὁμολογητῶν, διδασκάλων καὶ παντὸς πνεύματος δικαίου ἐν πίστει τετελειωμένου».13
Ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ ὑφίσταται καὶ συντηρεῖται ἀπὸ τὴ θεία κεφαλή της, «ὅτι γὰρ ὁ Χριστὸς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας»14 καὶ μεταδίδεται ἡ θεία χάρη καὶ ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ ὅλα τὰ μέλη της15, μόνο οἱ εὐσεβεῖς πιστοὶ θὰ ἀξιωθοῦν νὰ μετάσχουν τοῦ οὐράνιου τμήματός της ὡς ἅγιοι καὶ ἄγγελοι: «οὐ γὰρ ἐγγράφεται ἀσεβοῦς ὄνομα ἐν βίβλῳ ζώντων, οὐδὲ ἀριθμεῖται μετὰ τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρωτοτόκων τῶν ἀριθμουμένων ἐν οὐρανοῖς, ἀλλὰ τῇ γῇ αὐτῶν ἐναπομενεῖ τὰ ὀνόματα». 16
Καταδικάζει τὸ διαχωρισμό κλήρου καὶ λαοῦ, δηλαδὴ τὴ δυτικὴ κληρικοκρατία, ἢ λαϊκοκρατία.
Ὑποστηρίζει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀγάπη μεταξὺ τῶν κληρικῶν καὶ τῶν λαϊκῶν ὡς μέλη ἑνὸς σώματος, μὲ τὸ «ἀντέχεσθαι ἀλλήλων»17 καὶ τὴν ὑποταγὴ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ στὶς εντολὲς τοῦ Θεοῦ, μὲ ζητούμενο τὴν ἀκριβὴ τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων μὲ σκοπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ εὐταξία, ποὺ κλονίζεται μὲ τὴν ἐμφάνιση τῶν αἱρέσεων, «οὐ μὴν πρὸ γε τῆς ἀληθείας τιμητέα ἡμῖν ἡ ἀσφάλεια»(Σαφὴς ἀναφορὰ στὸ πνευματικὸ ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου).
Ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ ἡ Ἀποστολικὴ Παράδοση εἶναι ἄρρηκτα δεμένες ἀφοῦ ἡ ἀποστολικὴ διδασκαλία εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς «ἡ Ἐκκλησία ᾠκοδόμηται ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν Ἀποστόλων καὶ προφητῶν».18
Ὁ Άγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς λέγει: Ἡ ὀρθότητα στὴν πίστη εἶναι ἀδιάρρηκτα συνδεμένη μὲ τὴν ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ σχίσμα ἀναπόφευκτη συνέπεια τῆς αἱρέσεως, εἶναι παραφθορὰ τῆς πίστεως. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὄχι μόνο οἱ αἱρέσεις, ἀλλὰ «τραύματά ἐστι καὶ τὰ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ σχίσματα», γεγονὸς ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ διάσπαση ὡς συνέπεια τοῦ σχίσματος «οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακόν» «τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τὸ τὴν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακόν».19
Ὅλα τὰ παραπάνω ἔρχονται σὲ πλήρη ἀντίθεση ὡς πρὸς τὸ τί ἐδογμάτισαν εἰς τὴν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, πρᾶγμα που μᾶς παραπέμπει εἰς τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἰωάννου Ζηζιούλα, ὅπου ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «Ὅποιος δὲν μνημονεύει τὸν Ἐπίσκοπό του τὴν ὥρα τῆς Εὐχαριστίας ἀποκόπτει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν ζώντων. Γι᾽αὐτὸ καὶ Εὐχαριστία ποὺ δὲν τελεῖται στὸ ὄνομα τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου ἢ τοῦ κατὰ παραχώρησή του, προεξάρχοντος Ἐπισκόπου εἶναι χωρὶς σωστικὴ σημασία γι᾽αὐτοὺς ποὺ τὴν τελοῦν». Ἐγγύηση, ἑπομένως, δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ πίστη τοῦ λειτουργοῦ ἱερέως, τοῦ πιστοῦ λαοῦ καὶ φυσικὰ τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλὰ τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου.
Τελικῶς, ἡ Ζηζιούλεια κακοδοξία μᾶς διδάσκει ὅτι: «δὲν μποροῦμε νὰ προσευχόμεθα ἀπευθείας στὸν Χριστό, ἀλλὰ πρέπει νὰ παρεμβάλλεται ἡ εἰκόνα Του, ὁ Ἐπίσκοπος 20(!)»
Πέραν τοῦ ἀθεολογήτου καὶ ἀντορθοδόξου, ὅτι δῆθεν προσευχόμαστεδιὰ τοῦ Ἐπισκόπου, ὁδηγούμαστε στὴν ἐπὶ πλέον διατύπωση θέσεων ὅπως: «στὴν εἰκόνα ὑπάρχει προσωπικὰ τὸ πρωτότυπο γι᾽αὐτὸ καὶ ἡ προσκύνησίς της «ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει» κατὰ τὴν γνωστὴν φράσιν τοῦ Μ. Βασιλείου.21
Ἰδοὺ τὸ μέγεθος τοῦ δαιμονικοῦ παροξυσμοῦ τοῦ Ζηζιούλα: ὅπως ὁ Πάπας εἶναι ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τελικῶς Θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔτσι πλέον καὶ γιὰ ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους ἀπαιτεῖται πλέον ἡ λατρευτικὴ προσκύνησις τοῦ Ἐπισκόπου, ἀνεξαρτήτως τοῦ τί πιστεύει ἢ τί κάνει, ἀφοῦ εἶναι «εἰκὼν Χριστοῦ», ἕνεκα τῆς χειροτονίας του καὶ ὄχι τῆς πίστεώς του.
Τί λένε ὅμως οἱ Ἅγιοι Πατέρες γιὰ τὸ θέμα τῆς πίστεως;
Ἅγιος Μάρκος: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι Σύνοδοι, πᾶσαι θεῖαι Γραφαί, φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διίστασθαι».22
Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «ἀπομακρύνσου ἀπὸ αὐτὸν (τὸν αἱρετικὸ καὶ ἐν γένει τοὺς αἱρετικοὺς) καὶ βάλτον μαζὶ μὲ τὸν διάβολο, ἢ καλύτερα καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο πιὸ κάτω».23
Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής: «ὁ τοὺς ψευδαποστόλους, καὶ ψευδοπροφήτας καὶ ψευδοδιδασκάλους δεχόμενος, τὸν διάβολον δέχεται»24.
Μὲ βάση τὰ ἀνωτέρω, ποία λογικὴ ἔχει ἡ συμμετοχὴ τῆς Ὀρθόδοξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ σ’ ἕνα Σῶμα ποὺ ἀπαρτίζεται ἀπὸ τοὺς Μονοφυσίτες Ἀντιχαλκηδονίους καὶ τὴν πανσπερμία τῶν προτεσταντικῶν Παραφυάδων; Δὲν εἶναι ἡ πίστις ὅλων αὐτῶν κατεγνωσμένη ὡς αἵρεσις ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους; Ἑπομένως οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι εἶναι κατεγνωσμένοι ἀπὸ τὶς Δ΄, Ε΄ καὶ ΣΤ΄ Ἅγιες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ὡς Μονοφυσίτες, Μονοθελῆτες καὶ Μονοενεργῆτες.
Ὅσον ἀφορᾶ στὶς Προτεσταντικὲς παραφυάδες τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν εἶναι Εἰκονομάχοι; Δὲν ἀρνοῦνται τὸ ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου; Δὲν ἀρνοῦνται τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν οὐσιαστικὴ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ; Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἀρνοῦνται καὶ αὐτὴν τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου; Ἑπομένως, αὐτὲς οἱ κακοδοξίες τους δὲν εἶναι κατεγνωσμένες ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ εἰδικώτερα ἀπὸ τὴν Γ΄ καὶ τὴν Ζ΄; Συνεπῶς, πῶς σὲ ἕνα Πανορθόδοξο κείμενο παρεισφρύουν σχέσεις μὲ κατεγνωσμένους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία αἱρετικούς;
Bασικὴ ἰδέα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς γενικὰ καὶ ἡ Ὀρθοδοξία εἰδικά, εἶναι «λειψὴ ἀλήθεια» γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ βλάσφημο ὅτι «ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας».25
Ἴσως ἐδῶ πρέπει νὰ ἐπαναλάβουμε ὅ,τι οἱ Πατέρες ἐθέσπισαν, «ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα»26 καὶ ὅτι «αὐτὸς ποὺ δὲν πείθεται εἰς τὸν Χριστὸν δὲν θὰ δεῖ Ζωὴ ἀλλὰ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ». (Ἰω. γ΄36)
Πρέπει νὰ γνωρίζουμε πώς, «ὡς ξένους Θεοῦ καὶ ἐχθροὺς νοήσομεν ὅσους ἢ ἀβάπτιστους, ἢ κακόπιστους ὁρῶμεν ὑπάρχοντας»διευκρίνιζε αἰῶνες πρὶν ὁ Ἁγ.Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης.27
Ἐξάλλου, ὁ
γιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς ἔλεγε πώς, «Ὁ τοῖς ἐχθροῖς τοῦ βασιλέως Χριστοῦ συμφιλιάζων (αὐτὸς ποὺ γίνεται φίλος μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ βασιλιᾶ Χριστοῦ), οὐ δύναται τοῦ βασιλέως Χριστοῦ φίλος εἶναι, ἀλλὰ οὐδὲ ζωῆς ἀξιοῦται, ἀλλὰ σὺν τοῖς ἐχθροῖς ἀπολεῖται».28
Καὶ ὁ Ἅγ. Νικόδημος συμπληρώνει: «Μιμηταὶ τοῦ Ἰούδα εἶναι ὅσοι διὰ φόβου τῶν ἀνθρώπων ἀρνοῦνται τὰ δόγματα τῆς Πίστεως, τοὺς Ἀποστολικούς, Συνοδικοὺς Κανόνας καὶ τὶς Παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας».29
Κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο: «Λαὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλοι ὅσοι δέχονται τὴν διδασκαλία Του»30 καί «Ὅποιος θέλει νὰ σωθεῖ, πρῶτα ἀπὸ ὅλα πρέπει νὰ κρατήσει τὴν καθολικὴ (Ἀποστολικὴ) πίστη.
Ἂν κάποιος δὲν τὴν κρατήσει καθαρὴ καὶ ὁλόκληρη, χωρὶς ἀμφιβολία θὰ κολασθεῖ» λέει ὁ Μ. Ἀθανάσιος.31
Τὰ ἀνωτέρω ἔρχονται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸ ψηφισθὲν κείμενο ὅπου ἀναλύουμε καὶ ἔχει γίνει πλέον δόγμα στὴν Ἐκκλησία.
Καὶ συνεχίζει τὸ κείμενο:
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἀποστολὴν καὶ ὑποχρέωσιν ἵνα μεταδίδῃ καὶ κηρύττῃ πᾶσαν τὴν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ καὶ τῇ Ἱερᾷ Παραδόσει ἀλήθειαν, ἥτις καὶ προσδίδει τῇ Ἐκκλησίᾳ τὸν καθολικὸν αὐτῆς χαρακτῆρα. Τὸ παρὸν ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸ 4ον ἄρθρο τοῦ κειμένου ὅπου μᾶς λέγει πώς:
4. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετὰ τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγὺς καὶ τῶν μακράν, ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τὴν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καὶ τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστὸν πιστευόντων, μετέσχε τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καὶ συνετέλεσεν εἰς τὴν διαμόρφωσιν καὶ περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς.
Ἐδῶ βλέπουμε τὴν ἰσοπέδωση καὶ τὴν πλήρη διαστροφὴ τοῦ χωρίου πρὸς Τίτον ἐπιστολὴν κεφ. 3, 10-11, «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος.» Ὁ διάλογος δὲν ὑφίσταται στὴν ἁγιοπατερική μας σύνολη παράδοση, ἀλλὰ ἡ νουθεσία καὶ ἡ ἐπιστροφὴ τῶν πλανεμένων αἱρετικῶν στὴν μίαν Ἁγίαν Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησία.
Τὸ αὐτὸ μᾶς τὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ μέγας ἐν ὁμολογηταῖς Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, εἰς τὴν ΟΔ ἐπιστολὴν του πρὸς τὸν βασιλέα Μιχαὴλ ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἡγουμένων, ὅπου συγκεκριμένα λέγει:«Καὶ τὸ νὰ κάνουμε συζήτηση ἀντιρρητικὴ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ποὺ εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴν ἀποστολικὴ ἐντολὴ, δὲν ἐπιτρέπεται, ἐκτὸς καὶ ἂν πρόκειται γιὰ νουθεσία μόνο».32
Ὅμως καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες μας δὲν χρησιμοποίησε τὸν διάλογο, ἀλλὰ τὴν νουθεσία ὡς μέσο γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν πλανεμένων χριστιανῶν ἀπὸ τὴν αἵρεση. Ἔχουν αὐτοὶ οἱ νεοπατέρες περισσότερη ἀγάπη ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας; Ἂν αὐτὸ ὑποστηρίζουν τότε ὄχι μόνον βρίσκονται στὴν ἔσχατη πλάνη, ἀλλὰ καὶ ἔχουν καταληφθεῖ ἀπὸ ἑωσφορικὸ ἐγωϊσμό, θεωρώντας τοὺς Ἁγίους κατώτερους ἀπὸ αὐτοὺς τόσο θεολογικά, ὅσο καὶ πνευματικά.
Καὶ συνεχίζει:
Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία χάρις εἰς τὸ διακρῖνον αὐτὴν οἰκουμενικὸν καὶ φιλάνθρωπον πνεῦμα, θεοκελεύστως αἰτούμενον «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμ. 2, 4), ἀείποτε ἠγωνίσθη ὑπὲρ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Ἐδῶ καὶ πάλιν ἀναφέρεται περὶ τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ὅπου εἴδαμε παραπάνω. Ἐπ’ αὐτοῦ, ὁ Καθηγητὴς κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης σημειώνει ὅτι: «Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως; ... δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».
Καὶ συνεχίζει λέγοντας: «Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητά της, εἶναι δεδομένη ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν φύση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκφράζει τὴν αὐτοσυνειδησία της, ἡ ὁποία διατυπώθηκε ἱστορικὰ στὸν Ὅρο – Ἀπόφαση τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381), ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε καὶ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.
Στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὁμολογοῦμε ὅτι πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν». Ἂν, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία» –κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας- τότε, δὲν μποροῦν, κατὰ κυριολεξία, νὰ ὑπάρχουν ἑτερόδοξες-αἱρετικὲς Ἐκκλησίες.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἰδιότητα τοῦ ἑνὸς σώματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀπολύτως καὶ ἀμετακλήτως διασφαλισμένη ἀπὸ τὴν Κεφαλή της, τὸν Χριστό, διὰ τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ αὐτὴν ἤδη ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή.
Κατ’ ἀρχήν, πρέπει νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ μεταξὺ τους –ποὺ συνιστᾶ καὶ τὸν ὑπέρτατο βαθμὸ ἑνότητας τῶν ἀνθρώπων- εἶναι ὁ κύριος καὶ οὐσιαστικὸς σκοπὸς τῆς ὅλης Θείας Οἰκονομίας, ἡ ὁποία ἐκφράστηκε διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ εἰδικότερα διὰ τῆς ἐγκαθιδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας Του.
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς μυστηριακὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ χαρισματικὸς χῶρος, ὅπου συγκροτεῖται, βιώνεται καὶ φανερώνεται ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, ὡς εἰκόνα τῆς ἑνότητας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Κατὰ συνέπεια, οἱ θεολογικὲς καὶ ὀντολογικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἀναφορὰ τῶν πιστῶν στὴν Τριαδικὴ ἑνότητα βρίσκονται στὴν ἵδρυση καὶ σύσταση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ, στὸ ὁποῖο ἁρμόζονται οἱ πιστοί, ὡς ὀργανικὰ μέλη Του. Τὴν ἀδιάπτωτη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐγγυᾶται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς θεανθρώπινη Κεφαλή της.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθεαυτήν, εἶναι ἀδιάσπαστη ὀντολογικῶς καὶ φανερώνεται θεσμικῶς στὴν πίστη, τὴν λατρεία καὶ τὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τριπλῆ αὐτὴ ἑνότητα θεμελιώνεται στὸ τρισσὸ ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀντλεῖται ἀπὸ αὐτό: δηλαδή, τὸ προφητικό, τὸ ἀρχιερατικὸ καὶ τὸ βασιλικό. Κατὰ συνέπεια, οἱ τρεῖς αὐτὲς φανερώσεις τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας θὰ πρέπει νὰ θεωροῦνται ὡς ὀργανικὰ ἀλληλοεξαρτώμενες, ἀλληλοπεριχωρού-μενες καὶ ἀδιάσπαστες συντεταγμένες τῆς μιᾶς καὶ πλήρους ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνόλου, παρέχεται μυστηριακῶς, συντηρεῖται ὅμως καὶ καλλιεργεῖται μὲ τὴν ἄσκηση τῶν θείων ἐντολῶν καὶ φανερώνεται, κατεξοχήν, εὐχαριστιακῶς. Ἑπομένως, ἡ ἑνότητα αὐτὴ δὲν ὀφείλεται σὲ προςὸν τῆς φύσεώς μας, οὔτε πολὺ περισσότερο εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς αὐτονομημένης δραστηριότητας τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καρπὸ καὶ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἐκ μέρους τους οἰκείωση τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μόνο μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τῆς μίας καὶ μόνης Ἐκκλησίας Του. Καὶ τοῦτο, γιατὶ ἡ ἑνότητα αὐτὴ προϋποθέτει τὴν ἄνωθεν, ἄκτιστη καὶ χαρισματικὴ γέννηση καὶ θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀπὸ τὶς ὑπαρξιακὲς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, διὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἀλλὰ καὶ τὴν δωρεὰ τῆς ἀκτίστου θείας Χάριτος καὶ ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Χρίσματος.
Ἔτσι, ἐγκαθίσταται ἀμετακλήτως ἡ ἐντὸς τῶν πιστῶν ἄκτιστη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὅμως παραμένει ἐνεργὸς μόνον ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς ἀγαπητικῆς τηρήσεως τῶν θείων ἐντολῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀκατακρίτου μετοχῆς στὰ θεουργὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή, ἀκριβῶς, ἡ ἐντὸς τῶν πιστῶν ἐνεργὸς Βασιλεία τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ καὶ τὴν κατεξοχὴν ὀντολογικὴ ἑνότητα τῶν πιστῶν κατ’ ἀρχὴν μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ στὴ συνέχεια μεταξύ τους, ἐπειδὴ τότε φανερώνεται ἡ χαρισματικὴ–μυστηριακὴ οἰκείωση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος–καὶ τότε γίνονται πρακτικῶς ἕνα Πνεῦμα μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ μεταξύ τους. Τότε, τὸ ἑνοῦν αὐτοὺς -ἡ ἑνοποιός, δηλαδή, δύναμη- εἶναι ἡ δωρηθεῖσα καὶ ἐνεργοῦσα χαρισματικῶς σ’ αὐτοὺς ἄκτιστη θεία ἀγάπη, ἡ θεία Δόξα καὶ Βασιλεία, ὅπως τὴν ἔζησαν ἱστορικὰ οἱ πρόκριτοι τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν θεία Μεταμόρφωσή Του καὶ ὅλοι μαζὶ μετὰ καὶ μόνιμα, κατὰ τήν Ἁγία Πεντηκοστή.
Ὁ τρόπος, λοιπόν, πραγματώσεως αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας δὲν εἶναι κτιστός, ἀλλὰ ἄκτιστος. Καὶ αὐτὸ μᾶς τὸ διαβεβαιώνει ἡ σαρκωμένη Ὑποστατικὴ Ἀλήθεια, στὴν Ἀρχιερατικὴ Προσευχή. Ὁ πυρήνας τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἀφορᾶ τὴν ἑνότητα, τόσο ὡς πρὸς τὸν ὀντολογικὸ χαρακτῆρα της, ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὸν τρόπο οἰκειώσεώς της: «κἀγὼ τὴν δόξαν, ἢν δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς», λέγει ὁ Χριστὸς στὸν Θεὸ Πατέρα, «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν‧ ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, ἵνα γινώσκει ὁ κόσμος ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας» (Ἰω. 17,22-23).
Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἄκτιστη Δόξα καὶ Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι μόνον ὁ τρόπος πραγματώσεως αὐτῆς τῆς Θεανθρώπινης ἑνότητας, ἀλλὰ καὶ τὸ μοναδικὸ πνευματικὸ «κλειδὶ» τῆς «ἄρρητης» βιώσεως καὶ τῆς «ἀπερινόητης» κατανοήσεώς της, ὡς φανερώσεως τῆς ἀκτίστου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ποὺ παρέχεται διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ οἰκειώνεται βιωματικῶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ βαθμὸς τῆς χαρισματικῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν, ὡς κτιστῶν ὄντων, παραλληλίζεται -πάντοτε τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν- μὲ τὸν βαθμὸ τῆς κατὰ φύση ἀκτίστου ἑνότητας ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς Πατέρας μὲ τὸν Υἱό Του ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἀπὸ τὸ παραπάνω Βιβλικὸ χωρίο προκύπτει, ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς πιστοὺς – κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, ἀγάμους καὶ ἐγγάμους – εἶναι ὁ ἴδιος ἀκριβῶς γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως καὶ στὸν ἴδιο βαθμό. Εἶναι νὰ γίνουν ἕνα Πνεῦμα μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ μεταξύ τους, προκειμένου νὰ φθάσουν «ἀφθάστως» τὴν ἄκτιστη τελειότητα καὶ νὰ τὴν γεύονται καὶ στὴν παροῦσα ζωή, γιατὶ μόνον ἔτσι μποροῦν νὰ δίνουν ἐμπειρικὰ-βιωματικὰ τὴν μαρτυρία τους γιὰ τὴν τέλεια καὶ ἄκτιστη ἀγάπη Του καὶ νὰ παρέχουν θεοπειθῶς τὴν ἱεραποστολή τους πρὸς τὸν ἀλλοτριωμένο ἀπὸ τὸν Θεὸ κόσμο.
Κατὰ συνέπεια, μόνο ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, δηλαδὴ μόνον ἀκτίστως, μποροῦμε νὰ γίνουμε ἕνα στὴν Ἐκκλησία, γιατὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ παίρνουμε χαρισματικῶς δι’ αὐτῆς, εἶναι ἄκτιστη πραγματικότητα. Διὰ τῆς ἀκτίστου αὐτῆς ἑνότητας καταξιώνεται στὸν ὑπέρτατο βαθμὸ τόσο ἡ παροῦσα ὅσο καὶ ἡ μέλλουσα αἰώνια ζωὴ τῶν πιστῶν, ὡς σκοπὸς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσα στὴν μία καὶ μόνη Ἐκκλησία Του. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ τῆς χαρισματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἔχουν καμμία ὑπαρξιακὴ θέση οἱ ραφιναρισμένες εἰδωλοποιήσεις οὔτε τῶν ἐγγάμων (συζύγων καὶ παιδιῶν) οὔτε τῶν ἀγάμων –κληρικῶν ἢ μοναχῶν– σὲ ὁποιαδήποτε πρόσωπα ἢ θεσμούς. Γι’ αὐτό, ἂν κάποια μορφὴ ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας συμβαίνει νὰ εἰδωλοποιεῖται καὶ νὰ ἐμφανίζονται ὡς λάτρεις της κληρικοὶ ὅλων τῶν βαθμῶν καὶ λαϊκοί, τοῦτο σημαίνει, ὅτι αὐτὴ ἡ μορφὴ ἑνότητας εἶναι κτιστὴ καὶ αὐτονομημένη ἀπὸ τήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι, σαφῶς, ἀπόβλητη, ὡς ξένη πρὸς τὸν χαρακτῆρα της.
Ἡ τέλεια καὶ χαρισματικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας νοεῖται καὶ φανερώνεται στὴν πράξη, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ὡς συμφωνία στὸ φρόνημα –τὴν πίστη-, ἀλλὰ καὶ ὡς συμφωνία στὴν ἐσωτερικὴ διάθεση – τὴν ἀγάπη. Πρωτίστως, ὅμως, ἡ ἑνότητα προϋποθέτει τὸ ἴδιο -ἑνιαῖο φρόνημα. Μάλιστα, ἡ ὁμοφροσύνη εἶναι αὐτὴ πού, πρακτικῶς, ἐγγυᾶται τὴν ἑνότητα, ἐνῶ ἡ ἀγάπη –κατὰ τὸν ἴδιο Πατέρα –προκύπτει ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη (PG 62, 509). Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἡ «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ» δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴ θεία Λατρεία προϋποθέτει ὄχι μόνο τὴν πίστη, ἀλλὰ ἀπαραιτήτως καὶ μία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή, ἡ ὁποία εἶναι, κατεξοχήν, ζωὴ γνήσιας καὶ ἄκτιστης ἀγάπης. Μὲ αὐτὲς τὶς βιωματικὲς προϋποθέσεις, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνόλου, καὶ ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν καὶ τὴν ὁρατὴ φανέρωσή τους στὴν Εὐχαριστιακὴ Σύναξη, στὸ πλαίσιο τῆς Θείας Λατρείας.
Ἀπ’ ὅσα λέχθηκαν παραπάνω, φρονοῦμε, ὅτι γίνεται σαφὲς καὶ ἀπόλυτα κατανοητό, ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατη -ὀντολογικῶς καὶ πρακτικῶς- ἡ ἑνότητα μὲ τοὺς καταδικασθέντες, ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, αἱρετικούς, χωρὶς τὴν ἐν μετανοίᾳ καὶ τὴν κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ἔνταξή τους στὴν Μία καὶ μόνη, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὴν Ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι προφανές, ὅτι ἡ ἀπροϋπόθετη καὶ αὐθαίρετη «ἐκκλησιαστικοποίηση» τῶν αἱρετικῶν, ἀπὸ τὴ λεγόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης, εἶναι ἐκκλησιαστικῶς ἀπαράδεκτη, ἄκυρη καὶ ἀνίσχυρη καὶ συνιστᾶ πνευματικὴ μοιχεία, τὴν ὁποία, κατὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, βδελύσσεται ὁ Θεός, ὡς Θεὸς «ζηλωτής». Ἡ ἐν λόγῳ ἀντι-Κανονικὴ «ἐκκλησιαστικοποίηση» δὲν δεσμεύει ἐπ’ οὐδενί, ἐκκλησιαστικῶς, κανέναν Ὀρθόδοξο πιστό, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ παραμένει -ὡς κυριολεκτικὰ πιστὸς- στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, «ἑπόμενος» –μὲ τὸ συγκεκριμένο αὐτὸ τρόπο – «τοῖς ἁγίοις Πατρᾶσι»33.
Τὸ ἴδιο ἀντιορθόδοξο καὶ αἱρετικὸ συμπέρασμα περὶ ἀποκαταστάσεως τὴς ἑνότητος συνεχίζει καὶ παρακάτω λέγοντας:
Διό, ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχὴ εἰς τὴν κίνησιν πρὸς ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετὰ τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καὶ Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ οὐδόλως τυγχάνει ξένη πρὸς τὴν φύσιν καὶ τὴν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καὶ παραδόσεως, ἐντὸς νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν.
5. Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοὶ διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καὶ ἡ συμμετοχὴ αὐτῆς εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν ἐρείδονται ἐπὶ τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος ἐπὶ τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως, βάσει τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῇ.
Πάλι γίνεται ἀναφορὰ εἰς τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους καὶ στὴν συμμετοχὴ αὐτῆς εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν, ποὺ ὅπως εἴδαμε παραπάνω ἀποτελοῦν ἐνυπόγραφη προδοσία τῆς πίστεως. Γιὰ νὰ εἴχαμε ὁμολογία πίστεως καὶ χαρακτήρα ἱεραποστολικὸ θὰ ἔπρεπε νὰ δηλοῦται ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πὼς Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ μοναδική, ἡ Ὀρθόδοξος, ἀλλὰ στὴν οὐσία ἀρνοῦνται τὴν μοναδικότητά της καὶ μόνον μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς συμμετοχῆς της εἰς αὐτὴν καὶ ἀναπόφευκτα τὴν ἀποδοχὴ τοῦ ὅρου «Ἐκκλησίας» στὴν πανσπερμία τῶν μελῶν- αἱρέσεων αὐτῆς.
Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ διευκρινισθεῖ ὅτι στὴν ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι μία καὶ ἑνιαία δὲν ἔχει ἀπολεσθεῖ ποτὲ ἡ ἑνότητα ἐν τῇ πίστει καὶ ἡ κοινωνία ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι μεταξὺ τῶν χριστιανῶν καὶ δεδομένου ὅτι ἡ ἴδια θὰ διαρκέσει μέχρι τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος «καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16:8), ἄρα ἡ κοινωνία αὐτῆς θὰ εἶναι ἐπίσης αἰώνια.
Ἀνάγκη ὅμως καὶ πάλι τῆς πατερικῆς ἐρμηνείας περὶ διαλόγων. Κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ὁ διάλογος μὲ τοὺς αἱρετικοὺς δὲν προϋποθέτει ὁποιαδήποτε ὑποχώρηση ἀπὸ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε διαπραγμάτευση οἱουδήποτε σημείου της, ἀλλὰ ἐμμονὴ σ’ αὐτὴν καὶ προσπάθεια προσελκύσεως καὶ ἐπαναφορᾶς τους στὴν Ὀρθοδοξία μὲ σκοπὸ τὴ σωτηρία τους.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ τονίζει ἰδιαίτερα, ὅτι ἡ καλλιέργεια τῆς ἀγάπης καὶ ἡ ἐπικράτηση τῆς ὁμόνοιας προϋποθέτουν τὴ διαφύλαξη τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως, προτρέποντας ἐπιτακτικὰ ὅσους διαλέγονται μὲ τοὺς ὀπαδοὺς τῶν αἱρέσεων, «μηδὲν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχησθε34», ἀλλὰ «εἰ που τὴν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις, μὴ προτίμα τὴν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας, ἀλλ’ ἵστασο γενναίως ἕως θανάτου (…) τὴν ἀλήθειαν μηδαμοῦ προδιδούς».35
Ἡ παραδοχὴ νόθων δογμάτων καὶ ἡ πλάνη στὴν πίστη, τονίζει ὁ ἱερὸς Πατήρ, οὔτε τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη καλλιεργεῖ, οὔτε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα καὶ ὁμόνοια μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει, ἐφόσον, ὅταν τίθενται σὲ ἕναν τέτοιο διάλογο ὑπὸ διαπραγμάτευση σημεῖα τῆς πίστεως μὲ σκοπὸ τὴν προσθήκη, ἢ τὴν ἀφαίρεση ἐπιμέρους στοιχείων γιὰ τὴν ἐπίτευξη συμφωνίας χάριν τῆς ἀγάπης, τότε ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος ἐκτροπῆς τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἄλλες καὶ μάλιστα ὀδυνηρότερες αἱρέσεις «ἵνα μὴ ἀναγκαζώμεθα μυρίαις ἐπιέναι αἱρέσεσι καὶ πράγματα ἔχειν, ἀλλ’ ὅπερ ἂν ἢ προσθεῖναι, ἢ ἀφελεῖν τις ἐπιχειρήσειεν ἐκείνης, τοῦτο νόθον εἶναι νομίσωμεν».36
Καὶ τοῦτο, διότι, ὅπως ὑπογραμμίζει χαρακτηριστικὰ ἑρμηνεύοντας τὸν ἀπ. Παῦλο, «ὅτι μικρὸν παραποιηθέν, τὸ ὅλον λυμαίνεται, εἶπε τὸ Εὐαγγέλιον ἀνατρέπεσθαι» Γιὰ νὰ τὸ ἐξηγήσει καλύτερα συγκρίνει τὴν προσπάθεια νοθεύσεως τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως μὲ τὴν παραχάραξη ἑνὸς νομίσματος, τονίζοντας ὅτι «καθάπερ γὰρ ἐν τοῖς βασιλικοῖς νομίσμασιν ὁ μικρὸν τοῦ χαρακτῆρος περικόψας, ὅλον τὸ νόμισμα κίβδηλον εἰργάσατο, οὕτω καὶ ὁ τῆς ὑγειοῦς πίστεως καὶ τὸ βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντὶ λυμαίνεται».37
Ὁ σκοπὸς τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς αἱρετικούς, συνεπῶς, δὲν εἶναι ἡ διαπραγμάτευση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως μαζὶ τους, ἀλλὰ ἡ ἐπίτευξη τῆς ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφῆς τους στὴν Ἐκκλησία ὡς σὲ πνευματικὸ ἰατρεῖο «ἰατρεῖον ὁ οἶκος οὗτος ἔστηκε πνευματικόν».38
Καὶ ἐρχόμαστε εἰς τὸ ἐπίμαχον σημεῖον, τὸ ἔκτο ἄρθρο τοῦ κειμένου ὅπου ἀποκαλύπτεται πλέον ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου διεξήχθη μόνον καὶ μόνον γιὰ νὰ κατοχυρώσουν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὰ κείμενα τοῦ Π.Σ.Ε.
6. Παρὰ ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν, ἀλλὰ πιστεύει ὅτι αἱ πρὸς ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νὰ στηρίζωνται ἐπὶ τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καὶ ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καὶ ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περὶ μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καὶ ἀποστολικῆς διαδοχῆς.
Στὴν σοφιστικὴ καὶ δαιμονικὴ φράση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν» ἔχουμε τὴν πλήρη καὶ ἐπίσημη ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων ὡς Ἐκκλησιῶν, καθὼς ἡ συγκεκριμένη δογματικὴ ἀπόφαση ἀναγνωρίζει ὡς «ὀρθοτομοῦσες Ἐκκλησίες» καὶ ὄχι ὡς αἱρέσεις, ὅπως πράγματι εἶναι, τοὺς Μονοφυσίτες (ἢ Προχαλκηδόνιους), τοὺς Παπικούς, τοὺς Παλαιοκαθολικούς, τοὺς Ἀγγλικανοὺς καὶ λοιποὺς Προτεστάντες.
Στὴν συγκεκριμένη δογματικὴ ἀπόφαση δὲν ἀναφέρεται καθόλου ἡ λέξη «αἵρεση», σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ δογματικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τοὺς ἱερούς της Κανόνες, ποὺ κάνουν ἐκτεταμένη χρήση τοῦ ὅρου «αἵρεση».
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἴδια δογματικὴ ἀπόφαση θεωρεῖ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς μία ἄλλη χριστιανικὴ ἐκκλησία ἢ ὁμολογία. Τόσο, δηλαδή, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅσο καὶ οἱ ἄλλες ἑτερόδοξες ὀνομαζόμενες «ἐκκλησίες» καὶ ὁμολογίες ἔχουν τὴν ἴδια πίστη, ἀλλὰ διαφέρουν μόνο στὴ θεολογικὴ διατύπωσή της. Καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο, προκειμένου νὰ ὑπάρξει συγκρητιστικὴ – δηλαδὴ ὄχι ἐπὶ τῆς πραγματικῆς ταυτότητας πίστης – ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὶς αἱρετικὲς ὁμάδες, τὸ μόνο ποὺ ἀπομένει εἶναι νὰ ὑπάρξει πρόοδος στὴ σύγκλιση τῶν θεολογικῶν τους διατυπώσεων ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς δῆθεν κοινῆς πίστης. Ἡ ἐν λόγῳ δογματικὴ ἀπόφαση διατυπώνεται ὡς ἑξῆς:«ταχυτέρα καὶ ἀντικειμενικωτέρα ἀποσαφήνιση τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καὶ ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐτοῖς διδασκαλίας περὶ μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καὶ ἀποστολικῆς διαδοχῆς».
Ἀποδέχεται ἔτσι ἡ Σύνοδος ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι Ἐκκλησία, συναποδέχεται καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν θεολογικῶν διαλόγων μετὰ τῶν παπικῶν, οἱ ὁποῖοι τώρα λαμβάνουν καὶ συνοδικὴν ἰσχύν. Σὲ αὐτούς, ὅμως, ὅπως γνωρίζετε, γίνεται ἀναγνώρισις ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτήρα, ἀποστολικῆς πίστεως, αὐθεντικῶν μυστηρίων καὶ ἀποστολικῆς διαδοχῆς στὴν Παπικὴ Αἵρεση.39 Ἐξ αὐτῆς, λοιπὸν καὶ μόνον, τῆς ἀποφάσεως ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔχει ἐκπέσει τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὁμολογίας.
Καὶ συνεχίζει τὸ 6ο ἄρθρο:
Οὕτω, ἦτο εὔνους καὶ θετικῶς διατεθειμένη τόσον διὰ θεολογικούς, ὅσον καὶ διὰ ποιμαντικοὺς λόγους, πρὸς θεολογικὸν διάλογον μετὰ τῶν λοιπῶν χριστιανῶν εἰς διμερὲς καὶ πολυμερὲς ἐπίπεδον καὶ πρὸς τὴν συμμετοχὴν γενικώτερον εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διὰ τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικὴν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καὶ τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρὸς τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς, μὲ ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα.
Πάλι γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀπωλεσθεῖσαν ἑνότητα καὶ φυσικὰ γιὰ τὸν διάλογο ποὺ ὅπως εἴπαμε ἀνωτέρω ἀπαγορεύεται ρητῶς ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες. Ἐδῶ βλέπουμε καὶ τὴν διαστρέβλωση τὴς ἀλήθειας, παρουσιάζοντας τὸν διάλογο ὡς «δυναμικὴ μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς», πράγμα ποὺ γίνεταῖ μόνον μὲ τὴν ἱεραποστολικὴ δράση τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς φυσικὰ ἐκπτώσεις εἰς τὴν πίστη καὶ στὰ δόγματα.
Μετὰ τιμῆς,
Γέρων Σάββας Λαυριώτης
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)