Με τη βοήθεια των αυστηρότερων ελέγχων που έχουν υιοθετηθεί, γίνεται προσπάθεια να οχυρωθεί η Δύση απέναντι στις εξαγορές που δρομολογεί η Κίνα – κυρίως από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, τις Η.Π.Α. και τη Μ. Βρετανία.
.
Παραδόξως όλες οι κινεζικές άμεσες επενδύσεις (FDI) τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις Η.Π.Α. υποχωρούν συνεχώς, στο -73% το 2018. Πάνω από είκοσι επενδυτικές συμφωνίες έχουν σταματήσει, λόγω του αυστηρότερου ελέγχου τους από την ΕΕ και τις Ηνωμένες Πολιτείες (πηγή) – ενώ στην Ευρώπη η πτώση είναι δραματική, στα 23 δις $ από 80 δις $ προηγουμένως, αν και από τα 80 δις $ τα 43 δις $ αφορούσαν την εξαγορά του ελβετικού ομίλου αγροτοχημικών SYRGENTA από την κινεζική CHEM CHINA. Η εξέλιξη βέβαια στην Ελβετία ήταν αντίθετη, αφού στο πρώτο εξάμηνο του 2018 εξαγοράσθηκαν επτά επιχειρήσεις, ενώ στο αντίστοιχο του 2017 μόλις πέντε – με τα ποσά όμως που διατέθηκαν σχετικά χαμηλά.
Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως με τη βοήθεια των αυστηρότερων ελέγχων που έχουν υιοθετηθεί, γίνεται προσπάθεια να οχυρωθεί η Δύση απέναντι στις εξαγορές που δρομολογεί η Κίνα – κυρίως από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, τις Η.Π.Α. και τη Μ. Βρετανία. Εξαίρεση αποτελεί η Ελβετία, ενώ χώρες όπως η Ελλάδα που θεωρούνται προτεκτοράτα εξαρτώνται από τις εκάστοτε αποφάσεις της μητρόπολης τους – δηλαδή της Γερμανίας.
Εν τούτοις, οι αυστηρότεροι έλεγχοι δεν είναι ο μοναδικός λόγος της ραγδαίας υποχώρησης των άμεσων κινεζικών επενδύσεων (γράφημα) – αλλά, επί πλέον, το πάγωμα αυτών των ενεργειών εκ μέρους της ίδιας της Κίνας.
Ειδικότερα, οι περισσότερες εξαγορές διεξάγονταν από τους τέσσερις μεγάλους κινεζικούς ομίλους HNA, WANDA, FOSUN και ANBANG, οι οποίοι έως και το 2017 αγόραζαν μαζικά επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, των υποδομών, ξενοδοχεία κοκ. – κάτι που όμως είχε ως αποτέλεσμα να αντιδράσει η κυβέρνηση της Κίνας, λόγω της κατακόρυφης αύξησης των επιχειρηματικών χρεών και της αύξησης των κινδύνων αθέτησης πληρωμών (πηγή). Έτσι, το 2018 οι κινεζικές εταιρείες πούλησαν επενδύσεις τους στην Ευρώπη αξίας 5 δις $ και στις Η.Π.Α. 13 δις $ – κυρίως στους κλάδους των ακινήτων, των ξενοδοχείων και της διασκέδασης, στους οποίους δραστηριοποιούταν η ΗΝΑ.
Υπενθυμίζουμε εδώ την επένδυση της FOSUN στη FOLLI-FOLLIE, την οποία εμπνεύστηκε ο ιδρυτής της – μετά από ένα ταξίδι που έκανε ο ίδιος με τη γυναίκα του στο Χονγκ Κονγκ το 2010. Εκείνη εντυπωσιάστηκε από την ποιότητα και την τιμή των τσαντών της ελληνικής επιχείρησης που κατηγορείται για τη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή απάτη στην ελληνική ιστορία, με αποτέλεσμα να παρακινήσει τον σύζυγό της να εξετάσει την εταιρεία – όπου ο τελευταίος τη θεώρησε ευκαιρία, αγοράζοντας τη μετοχή της στα 13 €.
Αργότερα, μετά την έκθεση του αμερικανικού επενδυτικού κεφαλαίου που πυροδότησε ένα μαζικό ξεπούλημα στις μετοχές της FOLLI-FOLLIE, η FOSUN εν μέσω του κυκλώνα αποφάσισε να ενισχύσει το μερίδιό της στο 16,4% – ως ένδειξη εμπιστοσύνης προς την επιχείρηση. Παρά το ότι όμως η ελληνική εταιρεία αρνήθηκε τις αιτιάσεις, δεν μπόρεσε να αντικρούσει τις κατηγορίες και να παράσχει τις απαραίτητες αποδείξεις – με αποτέλεσμα η μετοχή της να πέσει 70% μέσα σε δύο εβδομάδες, στα 4,8 € και να τεθεί εκτός διαπραγμάτευσης.
Η FOSUN, η οποία διαχειρίζεται περί τα 64 δις €, ήταν επί πλέον η εταιρεία που ενδιαφέρθηκε για την Εθνική Ασφαλιστική, από τη διεκδίκηση της οποίας τελικά αποσύρθηκε – ενώ θεωρείται πως ο τελικός αγοραστής θα είναι μία μεγάλη γερμανική ασφαλιστική εταιρεία. Στην Ελλάδα έχει επενδύσει συνολικά γύρω στα 200 εκ. €, ενώ συμμετέχει στο εγχείρημα μετατροπής της περιοχής του πρώην αεροδρομίου στο Ελληνικό – σε ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα αξιοποίησης ακινήτων στην Ευρώπη.
Μία επόμενη τώρα αιτία της μείωσης των εξαγορών της Κίνας είναι η εξασθένιση της δυναμικής της οικονομίας της, στην οποία ο ρυθμός ανάπτυξης υπολογίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα να μειωθεί στο 6% έως το 2021 – ένα ποσοστό που φαίνεται μεν υψηλό για τις βιομηχανικές χώρες, αλλά για την Κίνα θα είναι το χαμηλότερο όλων των τελευταίων δεκαετιών. Εκτός αυτού, θα της δημιουργήσει προβλήματα στο θέμα των χρεών των διαφόρων τομέων της, τα οποία είναι ήδη πολύ υψηλά (γράφημα) – ενώ την ίδια στιγμή το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της τείνει να είναι ελλειμματικό, μετά από πλεονάσματα πολλών δεκαετιών (πηγή).
Ένας επί πλέον λόγος είναι ο εμπορικός πόλεμος που της έχουν κηρύξει οι Η.Π.Α., μεταξύ άλλων απαγορεύοντας της τις εξαγορές, με την επιβολή αυστηρότερων ελέγχων, όπως αναφέραμε προηγουμένως – σημειώνοντας πως απέτυχε η εξαγορά 14 επιχειρήσεων στις Η.Π.Α. και 7 στην ΕΕ, ακριβώς με το συγκεκριμένο τρόπο, καθώς επίσης με την επίκληση της εθνικής ασφαλείας (κάτι που κανένας δεν σκέφθηκε στην Ελλάδα, όταν ξεπουλήθηκαν τα αεροδρόμια και ο ΟΤΕ στους Γερμανούς).
Εν προκειμένω, ο πρόεδρος Trump είναι σε θέση να επικαλείται προκαταβολικά λόγους εθνικής ασφαλείας για να εμποδίζει τις εξαγορές, χωρίς να περιμένει την απόφαση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου – κάτι που φυσικά καθιστά συχνά αδύνατες τις πωλήσεις αμερικανικών επιχειρήσεων σε ξένους.
Από την άλλη πλευρά τώρα η Κίνα αποφάσισε να ανοίξει σταδιακά την αγορά της, επιτρέποντας στους ξένους επενδυτικούς ομίλους αγορές μετοχών των εταιρειών της έως 300 δις $ – έναντι 150 δις $ έως πρόσφατα. Εν τούτοις δεν είναι ένα μεγάλο ποσόν, συγκριτικά με τον όγκο του χρηματοπιστωτικού της τομέα, συνολικής αξίας 40 τρις $ – αν και έκανε ένα ακόμη μεγάλο βήμα, παύοντας να απαγορεύει την πλειοψηφική συμμετοχή ξένων στις τράπεζες της και στις εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της.
Όλα αυτά βέβαια για να έχει μία καλύτερη αντιμετώπιση από τη Δύση – κάτι που δεν φαίνεται να γίνεται αποδεκτό ούτε από τη Γερμανία, η οποία την κατηγορεί για μυστική επιδότηση των επιχειρήσεων της από το κράτος, για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς επίσης για βιομηχανική κατασκοπία. Σε κάθε περίπτωση, το Δεκέμβριο οι εξαγωγές της Κίνας μειώθηκαν κατά 4,4%, ενώ οι εισαγωγές της κατά 7,6% – ενώ οι δασμοί που της έχουν επιβληθεί από τις Η.Π.Α. θα εντείνουν τα αρνητικά της αποτελέσματα.
Ως εκ τούτου το πιθανότερο είναι να επιβραδυνθεί ακόμη περισσότερο η οικονομία της – αποτελώντας ίσως τη μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια οικονομία το 2019. Δεν είναι λίγοι πάντως αυτοί που πιστεύουν πως μπορεί να βρεθεί σε μια παρόμοια κατάσταση με εκείνη που βρέθηκε η Ιαπωνία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 – μετά το χαστούκι που δέχθηκε από τις Η.Π.Α.
Τότε η οικονομία της Ιαπωνίας εισήλθε σε μία περίοδο στασιμότητας που διήρκεσε περίπου μια δεκαετία, με έναν μέσο όρο ανάπτυξης χαμηλότερο του 1% – παρά ότι οι ιαπωνικές κυβερνήσεις έκαναν ότι μπορούσαν προκειμένου να αναπτυχθεί. Εάν συμβεί κάτι ανάλογο με την Κίνα, τότε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει γενικότερα ο πλανήτης θα ενταθούν – με καταστροφικές συνέπειες για τα υπερχρεωμένα κράτη.