Συνηθίζουμε να λέμε ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Γιατί και όταν υπάρχουν ή δημιουργούνται, επιλύονται με την προσφυγή στις κάλπες, δηλαδή την ανάθεση της ευθύνης απευθείας στον κυρίαρχο λαό. Ομολογώ ότι υπήρξαν αρκετές φορές όλα αυτά τα χρόνια που αναρωτήθηκα εάν όλοι όσοι εκλεγόμαστε με τη ψήφο των πολιτών και υπηρετούμε τον κοινοβουλευτισμό, αναγνωρίζουμε ουσιαστικά τη λαϊκή κυριαρχία.

Επίσης, πολλές φορές αναρωτήθηκα εάν οι πολιτικοί και ιδιαίτερα όσοι διαχειρίζονται εξουσία, μπορούν να διακρίνουν τη σοβαρότητα των καταστάσεων και ξέρουν μέχρι ποίου σημείου μπορούν οι ίδιοι, μόνοι τους, να κουβαλήσουν την ευθύνη και από ποιο σημείο και πέρα οφείλουν να την αναθέσουν στον Ελληνικό λαό. Δεν σας κρύβω ότι μετά τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών, η σημερινή είναι μία ακόμα τέτοια φορά ερωτημάτων για μένα. Τα ερωτήματα είναι σαφή:

Πιστεύει, πραγματικά, η Κυβέρνηση ότι μπορεί να κουβαλήσει μέχρι τέλους την ευθύνη ψήφισης της Συμφωνίας των Πρεσπών και ανεξάρτητα με όσα λέει για την χρησιμότητά της – με τα οποία διαφωνώ πλήρως – δεν πρόκειται για ένα μείζον εθνικό θέμα, για το οποίο πρέπει να αποφασίσει ο ίδιος ο ελληνικός λαός; Επίσης, πιστεύει πραγματικά ότι μετά τις πρόσφατες εξελίξεις και την παραίτηση του Πάνου Καμμένου από το υπουργείο Άμυνας, δεν αντιμετωπίζει σοβαρό πολιτικό πρόβλημα, έστω και αν έχει ή πρόκειται να βρει τις 151 ψήφους που απαιτούνται, τόσο για την παροχή εμπιστοσύνης, όσο και για τη Συμφωνία των Πρεσπών;

Η απάντηση που προσωπικά δίνω και στα δύο παραπάνω ερωτήματα είναι ότι προφανώς και έχει έρθει η ώρα του λαού.

Γιατί το ένα και μόνο επιχείρημα που θα συνηγορούσε υπέρ της άποψης περί μη πρόωρων εκλογών, δηλαδή η πολιτική σταθερότητα στην χώρα, αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται κατά την άποψή μου. Η κυβέρνηση, ακόμα και αν πάρει σήμερα 151 ψήφους, θα παραμείνει ασταθής, μετέωρη και με πολύ κοντό ορίζοντα μπροστά της. Αλλωστε, πόσος καιρός έμεινε πια μέχρι τη λήξη της συνταγματικής θητείας της; Εφτά- οκτώ μήνες. Και μάλλον δεν θα είναι μήνες… απροβλημάτιστοι. Ολοι το γνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε στο λυκαυγές μιας χρονιάς, της οποίας τα επερχόμενα πολιτικά γεγονότα θα επιδράσουν καταλυτικά στην κοινωνία και τον τόπο μας.

Η διάτρητη συμφωνία των Πρεσπών, τα μέτρα της τελευταίας στιγμής που επαγγέλλεται η Κυβέρνηση, οι αφόρητες πιέσεις του διεθνούς παράγοντα για διευθετήσεις εκκρεμών ζητημάτων της χώρας μας -πιέσεις που βλάπτουν τα οικονομικά και εθνικά μας συμφέροντα- η συνταγματική αναθεώρηση, ο επιδιωκόμενος διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους και οι πολλαπλές κάλπες, συνθέτουν το πολιτικό τοπίο των επόμενων μηνών. Είναι πολλές οι εκκρεμότητες και ο αυστηρά περιορισμένος πολιτικός χρόνος δεν προσφέρεται για διευθετήσεις του ποδαριού.

Ποιος ο λόγος λοιπόν να μην στραφεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός προς τον λαό και να ζητήσει, το συντομότερο δυνατό την κρίση του, την επιβράβευση ή την καταδίκη της πολιτικής του;

Για την επαίσχυντη Συμφωνία των Πρεσπών, το θέμα είναι εάν συμφωνούμε ότι πρόκειται για μείζον εθνικό θέμα, για το οποίο υπάρχει κάθε λόγος να συνδεθεί απευθείας με προσφυγή στις κάλπες, ώστε μέσω αυτών να γίνει ένα -έμμεσο έστω- δημοψήφισμα. Προσωπικά, πιστεύω ότι αυτή η σύνδεση επιβάλλεται! Και εν πάση περιπτώσει, δεν είναι δυνατόν μία κυβέρνηση να απευθύνεται με δημοψήφισμα στον λαό για το… δεύτερο ή το τρίτο μνημόνιο, αλλά να μην απευθύνεται στον λαό για μία τέτοιας σημασίας εθνική υπόθεση. Σε αυτή την περίπτωση, η ανάληψη κυβερνητικής ευθύνης από μια πρόσκαιρη πλειοψηφία- συνοθύλευμα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή!

Κατά συνέπεια, υπάρχουν αρκετοί και πολύ σημαντικοί λόγοι, ώστε με παρρησία όλος ο πολιτικός κόσμος να κοιτάξει στα μάτια τις Ελληνίδες και τους Ελληνες και να δρομολογήσει με ηρεμία και ομαλότητα την επόμενη μέρα, όποια και να είναι αυτή. Γι’ αυτό και προσωπικά, επαναλαμβάνω: Δεν θα στηρίξω με τη ψήφο μου την κυβέρνηση και δεν θα παραδώσω τη Μακεδονία βάζοντας την υπογραφή μου στη «Συμφωνία των Πρεσπών».

*Ο Νίκος Νικολόπουλος είναι πρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδος και ανεξάρτητου βουλευτή.

Πηγή