Συνέντευξη στην ΚΡΙΣΤΥ ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗ
Καθότι υπήρξε πρωταθλητής Ελλάδας στο αγωνιστικό windsurfing, ξέρει από δύσκολα. Σ’ αυτά δοκιμάζεται και ξεχωρίζει και στα συγγραφικά ύδατα. Απόδειξη, το νέο νουάρ -και όχι μόνο- μυθιστόρημά του «Ο Δύτης» (εκδ. Ικαρος), το οποίο παρουσιάζεται τη Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου, ώρα 7.30 μ.μ, στο «Bright Side» της Φιλοποίμενος. Με αφορμή την εκδήλωση, ο Μίνως Ευσταθιάδης μιλάει στην «ΠτΚ» για τα σκοτάδια και το φως, τις αρχαίες τραγωδίες και τη μάσκα, την Ελλάδα και τη Γερμανία, τη σχέση συγγραφής και θάλασσας, ενώ αποκαλύπτει πόσο καλή παρέα κάνει με τον ντετέκτιβ ήρωά του.
Ποιο ήταν το πρώτο λιθαράκι, στον νου σας, πάνω στο οποίο άρχισε να χτίζεται ο πολυδαίδαλος λαβύρινθος του «Δύτη»;
Πήγαινα σχολείο όταν άκουσα μια απίστευτη ιστορία. Θυμάμαι ακόμα την τελευταία της πρόταση: «Τις νύχτες δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε από τις κραυγές τους».
Για πολλά χρόνια νόμιζα πως την είχα ξεχάσει. Τελικά έκανα λάθος. Κατάλαβα πως όχι μόνο ήθελα να τη γράψω, μα επί της ουσίας δεν μπορούσα να την αποφύγω. Συχνά έχω την αίσθηση ότι δεν επιλέγουμε εμείς τις ιστορίες που θα αφηγηθούμε. Συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο.

 

Για να γράψετε για τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής χρειάστηκε να βουτήξετε σε αυτά της δικής σας, και τι εξοπλισμός χρειάστηκε;
Μου φαίνεται πως δεν χρειάζεται καμιά βουτιά σε ιδιαίτερο βάθος. Αντιθέτως, είναι πολύ δυσκολότερο να βρεθεί το φως μέσα στην ανθρώπινη ψυχή.
Δεν διαθέτω κανέναν ιδιαίτερο «εξοπλισμό». Αν μπορούσα να πάρω κάτι μαζί μου, μάλλον θα προτιμούσα έναν (αδιάβροχο) φακό. Πολλές φορές για να αντιληφθούμε την έκταση του σκότους, έχουμε ανάγκη από μια λάμψη.

 

Ξανασυναντάμε τον Ελληνογερμανό «φτηνότερο ντετέκτιβ του Αμβούργου», Κρις Πάπας, που γνωρίσαμε στο «Δεύτερο μέρος της νύχτας». Τον έχετε φανταστεί απέναντί σας με σάρκα και οστά; Τι θα λέγατε, τι θα κάνατε;
Οχι μόνο τον έχω φανταστεί αλλά τον συναντάω σχεδόν κάθε μέρα. Πίνουμε τσάι και πιο σπάνια ρακί ή ουίσκι μαζί. Μιλάμε για τον αέρα, για την αναγκαιότητα της περιπλάνησης, για τις καλύτερες ατάκες από τις ταινίες των Μόντι Πάιθον, για το παγωτό σοκολάτα μέσα στη νύχτα, για τους αγαπημένους μας συγγραφείς, για τις συναυλίες που δεν προλάβαμε να δούμε. Καμιά φορά σκεφτόμαστε την παρανοϊκή δίψα για αίμα ή ίσως για ζωή.
Προδοσία, εκδίκηση, διλήμματα, χάσκουσες εσωτερικές πληγές αντανακλώνται απόλυτα στον «Αγαμέμνονα». Τι σας έκανε να προσεγγίσετε την αρχαία ελληνική τραγωδία και δη τη συγκεκριμένη αισχύλεια;
Ο «Αγαμέμνονας» τριγυρίζει συχνά μέσα στο μυαλό μου. Πρόκειται για έναν τέλειο κύκλο εκδίκησης. Νομίζω ότι η εκδίκηση είναι το δυνατότερο κίνητρο για έγκλημα. Και ο έρωτας βέβαια. Μα ίσως τελικά να πρόκειται για το ίδιο πράγμα.
Οι αρχαίες τραγωδίες, ακριβώς επειδή συστήνουν τόσο αρχετυπικά σύμπαντα, λειτουργούν και ως καθρέφτες. Φανταστείτε ένα παιχνίδι: «Πες μου την αγαπημένη τραγωδία σου… να σου πω ποιος είσαι». Θα λειτουργούσε πολύ καλύτερα από τα ζώδια.

 

Πείτε μας και για τη μάσκα -στοιχείο με πολλαπλές «χρήσεις».
Η μάσκα είναι ένα απολύτως απαραίτητο εξάρτημα στη ζωή του ανθρώπου. Αποδεικνύεται αδύνατο να ζήσουμε χωρίς αυτή, ειδικά στις σύγχρονες κοινωνίες. Τι είναι, για παράδειγμα, το facebook, αν όχι μια πολυφορεμένη και πρόχειρη μάσκα;
Προσωπικά, δεν μου προκαλεί τόσο ενδιαφέρον η ώρα που τη βγάζεις. Μου φαίνεται σημαντικότερη η ώρα που τη διαλέγεις. Γιατί, σχεδόν πάντα, η μάσκα καταπίνει στο τέλος το πραγματικό σου πρόσωπο.

 

Στην ιστορία σας, το μελανό παρελθόν Ελλάδας-Γερμανίας, συναντά το τεταμένο τους σήμερα. Εχοντας σπουδάσει στη Γερμανία, δοκιμάζετε κι εσείς τη διπλή της γεύση, όπως ο δικηγόρος ήρωάς σας;
Υπάρχει ένας πολύ ισχυρός δεσμός μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Οι ιστορικές καταγραφές αποτυπώνουν αιώνες άμεσης αλληλεπίδρασης σε διάφορα επίπεδα: Τέχνη, φιλοσοφία, πολιτική κ.λπ. Από αυτή την ένωση έχουν ξεπηδήσει θαύματα αλλά και τέρατα. Μάλλον σε ισόποσες δόσεις.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι συνδέει τελικά δύο τόσο διαφορετικούς τόπους και λαούς. Φυσικά δεν ξέρω την απάντηση. Είναι ένας από τους λόγους που το βρίσκω τόσο συναρπαστικό.

 

Παράλληλα με το πυκνό μυστήριο, εκφράζονται φιλοσοφικές, οικολογικές, κοινωνικο-πολιτικές ανησυχίες σας, -η καγκελόφρακτη ζωή των μεταναστών, η πρωτοπορία των Ελλήνων στην απειθαρχία κ.ά. Εχετε σκεφτεί ότι ο «Δύτης» σας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αταξινόμητο ως βιβλίο, όπως το ομότιτλο της ιστορίας σας;
Πριν από λίγες μέρες ένας φίλος (αστειευόμενος, ελπίζω) με ρώτησε αν θα γράψω και τον «άλλο Δύτη», το βιβλίο δηλαδή στο οποίο αναφέρεται ο δικός μου «Δύτης». Θα ήταν ένα εξαιρετικό βιβλιοφιλικό πείραμα, τουλάχιστον για μένα. Ενα πραγματικό βιβλίο παίρνει το όνομά του από ένα ανύπαρκτο βιβλίο και τελικά οδηγεί στην πραγματική συγγραφή του ανύπαρκτου βιβλίου. Είμαι σίγουρος ότι ο Μπόρχες θα χαμογελούσε.

 

Γράφοντας σε… αυτοσχέδιο σινεμά

 

Ενόσω γράφατε, μπήκατε στον πειρασμό να σκεφτείτε την ιστορία σας ως κινηματογραφικό σενάριο -δεδομένης της αγάπης σας για το σινεμά;
Γράφω με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Κάθομαι μόνος μου στα πίσω καθίσματα ενός αυτοσχέδιου σινεμά και περιμένω να αρχίσει η ταινία. Τις περισσότερες φορές δεν έχω ιδέα τι θα παιχτεί. Μπορεί, για μέρες ή για μήνες, να μην υπάρξει προβολή και να περιμένω χωρίς λόγο (ευτυχώς που δεν πληρώνω εισιτήριο). Αν όμως δεν παρακολουθήσω τις εικόνες, είμαι ανίκανος να γράψω. Φαντάζομαι ότι όλη αυτή η κινηματογράφηση… κάπως περνάει και στις σελίδες μου.

 

Στο τέλος, αφήνετε τον αναγνώστη και ασθμαίνοντα και άναυδο. Εσείς, αλήθεια, πώς αναδυθήκατε στο «φως» μετά την τελεία;
Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσουν οι ασθμαίνοντες και οι άναυδοι αναγνώστες. Ισως επειδή δεν αντέχω (καθόλου) τα «τακτοποιημένα» βιβλία. Καταλαβαίνω βέβαια, ότι μαζί τους πέφτει κάποιος ευκολότερα για ύπνο. Εδώ θα πρέπει να παραδεχτώ ότι έχω πάρει μερικά ξεκάθαρα μηνύματα: «Το βιβλίο σου δεν με άφησε να κλείσω μάτι». Τιμή μου.
Δυστυχώς, δεν έχω ανακαλύψει κανένα προσωπικό κόλπο για να βρίσκω το φως. Μερικές φορές νομίζω μάλιστα πως μου το έχουν κόψει.

 

Η αλήθεια είναι ότι ο «Δύτης» έχει συγκεντρώσει διθυραμβικές κριτικές. Πώς επιδρούν εντός σας για το παρόν αλλά και το μέλλον;
Οι κριτικές σε βοηθάνε να δεις το ίδιο σου το βιβλίο μέσα από τα μάτια των άλλων. Τι περισσότερες φορές όμως τις ξεχνάς σχετικά γρήγορα.
Χαίρομαι πολύ όταν μαθαίνω ότι κάποιος συγκινήθηκε από τον «Δύτη». Το καταλαβαίνεις αμέσως από τον τρόπο που σου μιλάει ή που σου γράφει γι’ αυτό. Για μένα, εκεί κρύβεται το μεγάλο κόλπο: Στη δημιουργία συναισθημάτων. Είναι η ώρα που η φαντασία αποδεικνύεται σημαντικότερη από την πραγματικότητα.

 

Εντονη η παρουσία της αγαπημένης σας θάλασσας στο βιβλίο σας. Σε τι μοιάζει με τη συγγραφή;
Οταν μπαίνεις στη θάλασσα δεν ξέρεις πού και πότε θα βγεις. Δεν αναφέρομαι μόνο στο windsurfing, στα «λημέρια» μου δηλαδή. Το νερό είναι, από τη φύση του, το πιο απρόβλεπτο στοιχείο.
Υπάρχουν πολλά κοινά σημεία και στη συγγραφή. Ούτε εκεί ξέρεις πότε και πού θα καταλήξεις. Και φυσικά μπορείς πάντα να τα θαλασσώσεις. Πολύ εύκολα μάλιστα.