Του  Leonid Bershidsky

Με τις ΗΠΑ και την Κίνα να ανταγωνίζονται η μία την άλλη περισσότερο από όσο συνεργάζονται, η Ευρώπη δεν μπορεί να μείνει προσκολλημένη στην παλαιά έννοια της παγκοσμιοποίησης. Το προσχέδιο της νέας βιομηχανικής στρατηγικής της Γερμανίας, το οποίο παρουσιάστηκε την Τρίτη από τον υπουργό Οικονομίας, Πίτερ Αλτμάιερ, αφορά την επιβίωση σ’ έναν ανταγωνιστικό κόσμο –μία προσέγγιση που απευθύνεται πρώτα στη γερμανική κοινή γνώμη και μετέπειτα στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο ανταγωνισμός, υποστήριξε ο Αλτμάιερ σε συνέντευξη Τύπου στο Βερολίνο, λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε τρία μεγάλα οικονομικά μπλοκ: Τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ασία. Σ’ αυτή τη μάχη για κυριαρχία, η Ευρώπη –και η Γερμανία ειδικότερα– έχει υποβιβαστεί σε ρόλο παθητικού παρατηρητή. Αυτό, είπε ο Αλτμάιερ, οφείλεται εν μέρει στην υποστήριξη των εθνικών οικονομικών “πρωταθλητών” σε ΗΠΑ και Κίνα. “Δεν υπάρχει μία επιτυχημένη χώρα, η οποία να βασίζεται αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς για την εκπλήρωση των καθηκόντων της” έγραψε ο Αλτμάιερ στο σχέδιο στρατηγικής. Γερμανία και Ευρώπη, επεσήμανε, θα πρέπει να κινηθούν προς την ίδια κατεύθυνση, διαφορετικά κινδυνεύουν να χάσουν περισσότερα από τον οικονομικό ανταγωνισμό:

Εάν χαθούν οι βασικές τεχνολογικές ικανότητες και ως εκ τούτου, η θέση μας στην παγκόσμια οικονομία, τότε θα υποστούμε δραματικές συνέπειες στον τρόπο ζωής μας, στην ικανότητα του κράτους να δρα και στη δυνατότητα του κράτους να διαμορφώνει σχεδόν όλους τους τομείς πολιτικής. Και κάποια στιγμή, επίσης, στη δημοκρατική νομιμοποίηση των θεσμών του.

Αυτό το είδος ρητορικής προκαλεί έκπληξη όταν ακούγεται από έναν συνεργάτη της Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, υποστηρίκτριας της παγκοσμιοποίησης, η οποία -παρά τους δεσμούς του συντηρητικού κόμματος με τις μεγάλες επιχειρήσεις- πάντα επέμενε στο να επιτρέπει στις γερμανικές εταιρείες να ανταγωνίζονται στη βάση των δικών τους δυνατοτήτων. Αλλά τώρα, η Μέρκελ είναι μία “κουτσή” Καγκελάριος και η Άνεγκρετ Κραμπ – Καρενμπάουερ, διάδοχος στην ηγεσία του κόμματος, τάσσεται υπέρ της ενεργής βιομηχανικής πολιτικής. Οι προτάσεις του Αλτμάιερ εντάσσονται στο πλαίσιο μιας νέας εκλογικής πλατφόρμας, η οποία θέτει στην κεφαλή τη στήριξη της “βιομηχανικής και τεχνολογικής κυριαρχίας και ικανότητας” της χώρας.

Με βάση αυτή την πολιτική, για παράδειγμα, η κυβέρνηση ενδεχομένως θα είχε εμποδίσει την κινεζική Midea να αγοράσει την εταιρεία ρομποτικής (και “κόσμημα” της γερμανικής βιομηχανίας) Κuka AG το 2017. O Αλτμάιερ υποστήριξε ότι σε παρόμοια περίπτωση στο μέλλον, η κυβέρνηση θα πρέπει να καβαλήσει το άλογο σαν λευκός ιππότης, και να υποβάλει μία καλύτερη προσφορά, ώστε να γίνει ο προσωρινός ιδιοκτήτης –στην τελική, δεν κατέχει ήδη μερίδιο μετοχών στην ταχυδρομική υπηρεσία, στον μεγαλύτερο πάροχο τηλεπικοινωνίας και στο μονοπώλιο του σιδηροδρόμου; Κατά τον Αλτμάιερ, “βιομηχανική κυριαρχία” σημαίνει διασφάλιση της επιβίωσης των υπαρχουσών εθνικών “πρωταθλητών”, όπως η Siemens AG, η Thyssenkrupp Ag, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία και η Deutsche Bank AG.

Οι αντιμονοπωλιακές αρχές της Ευρώπης πρέπει να κοιτάξουν και πέραν της Ευρώπης, όταν ορίζουν την αρένα του ανταγωνισμού, ανέφερε ο Αλτμάιερ σε μία σαφή αναφορά εναντίον της θέσης της Ε.Ε. για τα σχέδια συγχώνευσης των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων της Siemens και της Alstom SA. Μάλιστα, έχει τη στήριξη του ισχυρότερου βιομηχανικού λόμπι της χώρας, της Ομοσπονδίας των Γερμανικών Βιομηχανιών, η οποία προσφάτως δημοσίευσε τις προτεινόμενες πολιτικές για την αντιμετώπιση της ανερχόμενης Κίνας.

Η κυβέρνηση, σύμφωνα με τον Αλτμάιερ, θα πρέπει να στηρίξει τα μεγάλα έργα, τα οποία συνδράμουν στη διατήρηση της προστιθέμενης αξίας, και κατά συνέπεια στη διατήρηση των θέσεων εργασίας, στην Ευρώπη –όπως για παράδειγμα την παραγωγή μπαταριών και software για τα ηλεκτρονικά και αυτόνομα οχήματα. Και δεν θα πρέπει να μένει αδρανής, όταν τοπικές τεχνολογικές εταιρείες λαμβάνουν χρηματοδότηση από επιχειρηματικά κεφάλαια των ΗΠΑ. “Ως αποτέλεσμα, αυτές θα γίνονται βήμα-βήμα αμερικανικές εταιρείες”, έγραψε ο Αλτμάιερ. Το παράδειγμα που επικαλέστηκε συμπεριλαμβάνει την εταιρεία ανάλυσης δεδομένων του Μονάχου Celonis GmbH, τη μηχανή μετάφρασης Deepl, ακόμη και τον τεχνολογικό ηγέτη της Γερμανίας, SAP SE. Οι περισσότερες μετοχές της τελευταίας, άλλωστε, δεν βρίσκονται πλέον υπό τον έλεγχο εγχώριων “χεριών”.

Ο Αλτμάιερ δεν πρότεινε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να αγοράζει άμεσα πολλά υποσχόμενες start-ups επιχειρήσεις, αλλά ισχυρίστηκε ότι θα πρέπει να βρεθούν τρόποι για να καταστούν διαθέσιμα τα τοπικά ιδιωτικά κεφάλαια. Πρότεινε ότι “η Γερμανία θα πρέπει να συγκεντρώσει τις επιχειρηματικές, επιστημονικές και πολιτικές της δυνάμεις στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης”. Πρόκειται για μία ξεκάθαρη αντανάκλαση της ιδέας “Airbus for AI” του Αλτμάιερ, η οποία δημοσίως υποστηρίχτηκε πέρυσι -αναπαράγοντας την επιτυχία του ευρωπαϊκού κατασκευαστή αεροπλάνων μέσω της δημιουργίας ενός εθνικού τεχνολογικού “πρωταθλητή” και της διασφάλισης της “κυριαρχίας των δεδομένων”.

Εάν τα παραπάνω, μ’ όλες τις αναφορές στην οικονομική κυριαρχία, ακούγονται σαν… γαλλικά, αυτό δεν αποτελεί μία λαθεμένη εντύπωση. Ο Αλτμάιερ έχει βρει έναν ομοϊδεάτη στο πρόσωπο του ομολόγου του, Μπρούνο Λε Μερ. Ενώ η Γερμανία προηγουμένως ήταν κάπως ψυχρή απέναντι στα πιο προστατευτικά ένστικτα της Γαλλίας, τώρα οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ε.Ε. εμφανίζονται σε μία αρμονία σχετικά με την ανάγκη αντιμετώπισης των αμερικανικών και κινεζικών προωθήσεων. Τον Δεκέμβριο, οι δύο τους συναντήθηκαν στην υπουργική διάσκεψη “Φίλοι της Βιομηχανίας”, στο Παρίσι, και συμφώνησαν να συνεργαστούν σε κοινά έργα τεχνητής νοημοσύνης και μπαταριών.

Κατά τη συνάντηση αυτή, εκπρόσωποι από 18 κράτη της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένων των Ιταλίας, Ισπανίας και Πολωνίας, συμφώνησαν πάνω σε ορισμένες βασικές ιδέες πολιτικής, στοχεύοντας στη διατήρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας του μπλοκ. Αυτές οι ιδέες αφορούσαν αλλαγές στους αντιμονοπωλιακούς κανόνες προκειμένου να καταστεί ευκολότερη η δημιουργία οικονομικών “πρωταθλητών”. Έτσι, αν η στρατηγική του Αλτμάιερ λάβει πολιτική στήριξη στη Γερμανία -κάτι το οποίο είναι πιθανό, αλλά δεν είναι βέβαιο, δεδομένης της εναπομένουσας παραδοσιακής δυσπιστίας προς τις μεγάλης επιχειρήσεις- θα πρέπει να αποκτήσει έδαφος σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Οι πολιτικοί τροχοί γυρνούν αργά, και μία μετατόπιση προς μία περισσότερη ανταγωνιστική στάση, βασιζόμενη στην οικονομική κυριαρχία, δεν θα έχει άμεσες συνέπειες. Αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ, με τις προστατευτικές πολιτικές και τους εμπορικούς πολέμους, οι διαδικτυακοί γίγαντες των ΗΠΑ, με την περιφρόνησή τους στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, και η Κίνα, με την επιθετική επέκταση προς την Ευρώπη, κάνουν πολλά για να καταστήσουν αυτή την αλλαγή αναπόφευκτη. Μία Ευρώπη ολοένα και περισσότερο επικεντρωμένη στην υποστήριξη της ανταγωνιστικότητας των τοπικών εταιρειών, θα αποτελεί ένα ολοένα και πιο δύσκολο επιχειρηματικό περιβάλλον για τους έξωθεν επενδυτές –και ίσως, ένας σκληρός αντίπαλος, αν η επιτυχία της Airbus μπορέσει να αναπαραχθεί και σε άλλες βιομηχανίες.

Τουλάχιστον, αυτή τη φορά οι εχθροπραξίες δεν ξεκίνησαν στην Ευρώπη.

Πηγή