Με βάση τις 20ετείς μελέτες του για ενσωμάτωση και αφομοίωσή, ο Ρούντ Κόοπμανς, καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάμπολτ στο Βερολίνο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μουσουλμάνοι είναι πιο δύσκολο να ενσωματωθούν από άλλες ομάδες μεταναστών.
Ο καθηγητής Ρούντ Κόοπμανς, επισήμανε ότι καμία δυτική χώρα δεν κατάφερε να ενσωματώσει με επιτυχία μουσουλμάνους. Σε συνέντευξή του στη δανική εφημερίδα Berlingske, τόνισε ότι, παρά τις ξεχωριστές περιπτώσεις, η συνολική εικόνα και η γενική τάση είναι αποθαρρυντικές.
«Για όποιον παίρνει τα γεγονότα και τα δεδομένα σοβαρά, είναι αναμφισβήτητο ότι οι μουσουλμάνοι είναι πολύ χειρότεροι στην ενσωμάτωση από άλλες ομάδες μεταναστών, χωρίς αμφιβολία γι ‘αυτό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στις περισσότερες ομάδες μεταναστών παρατηρούμε μεγάλη πρόοδο, η οποία αν και δεν είναι εντελώς απούσα στους μουσουλμάνους, η αλλαγή είναι πολύ πιο αργή», δήλωσε ο καθηγητής, στη Berlingske.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ρούντ Κόοπμανς, περίπου το 65% των μουσουλμάνων της Τουρκίας και του Μαρόκου σε έξι ευρωπαϊκές χώρες θεωρούν ότι οι θρησκευτικοί κανόνες είναι πιο σημαντικοί από τον κοσμικό νόμο της χώρας στην οποία ζουν.
Όπως αναφέρει, οι μουσουλμάνοι θεωρούν ότι είναι ξεχωριστοί από άλλες μη μουσουλμανικές ομάδες και αποφεύγουν την ευρύτερη αλληλεπίδραση με εκείνους εκτός της θρησκείας τους.
Για παράδειγμα, σχεδόν το 60% των μουσουλμάνων που ερωτήθηκαν απέρριψαν την ιδέα της διατήρησης φιλίας με τους ομοφυλόφιλους, ενώ το 45% δήλωσε το ίδιο για τους Εβραίους.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, η φονταμενταλιστική ερμηνεία του Κορανίου, που επικρατεί στους μουσουλμάνους, τους εμποδίζει να ενσωματωθούν στις δυτικές χώρες.
Οι μελέτες του Ρούντ Κόοπμανς δείχνουν, ότι το 50% των Μουσουλμάνων στην Ευρώπη διακατέχεται από φονταμενταλιστικές πεποιθήσεις.
Αντιθέτως, το ποσοστό των φονταμενταλιστών μεταξύ των χριστιανών είναι πολύ χαμηλότερο, σε λιγότερο από 4%.
Στο νέο του βιβλίο, «Το σπίτι του Ισλάμ», ο Κόοπμανς παρουσιάζει μια κάπως ζοφερή εικόνα του μουσουλμανικού κόσμου.
Μία εικόνα που χαρακτηρίζεται από τον αυξανόμενο φονταμενταλισμό και τις συγκρούσεις.
Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, όσον αφορά τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την πολιτική και οικονομική ανάπτυξη, οι 47 χώρες με πλειοψηφία των Μουσουλμανικών χωρών είναι οι χειρότερες.
«Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο ισλαμικός κόσμος σε όλες αυτές τις περιοχές καθυστερεί από τον υπόλοιπο κόσμο, όλο και περισσότερο τα τελευταία 50 χρόνια», δήλωσε ο Ρούντ Κόοπμανς, στην Berlingske, αποδίδοντάς της συντηρητικές απόψεις για το ρόλο των γυναικών, χαμηλές επενδύσεις στην παιδική εκπαίδευση και προπαγάνδα.
«Το μήνυμα στο βιβλίο μου δεν είναι ότι υπάρχει κάτι εγγενώς λανθασμένο με το ίδιο το Ισλάμ, αλλά ότι υπάρχει πρόβλημα με τον τρόπο που πολλοί μουσουλμάνοι και, σε παγκόσμιο επίπεδο, πολλές μουσουλμανικές χώρες ερμηνεύουν το Ισλάμ, δηλαδή με έναν τρόπο που βασικά ισχυρίζεται ότι το Κοράνι πρέπει να ληφθεί κυριολεκτικά υπ’όψιν και ότι ο τρόπος που ο Προφήτης Μωάμεθ έζησε τον 7ο αιώνα πρέπει να είναι το κριτήριο για το πώς θα πρέπει να ζουν οι μουσουλμάνοι τον 21ο αιώνα», κατέληξε ο Ρούντ Κόοπμανς. «Ένα τέτοιο σημείο του Ισλάμ είναι, πρώτον, η απειλή για την παγκόσμια ειρήνη. Δεύτερον, εμποδίζει την ολοκλήρωση».
Στη Γερμανία, όπου ο Ρούντ Κόοπμανς, ζει για σχεδόν 30 χρόνια, είναι γνωστός ως μια αντιπολιτευόμενη φωνή στη συζήτηση για τη μετανάστευση και την ένταξη.
Τα τελευταία χρόνια, ο ίδιος χαρακτηρίστηκε ως επιφανής κριτικός των κοινωνικών συνεπειών της απόφασης της καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ να δεχτεί πρόσφυγες το 2015.
Παρά το γεγονός ότι η έρευνά του στηρίζεται σε δεδομένα και στατιστικές, θεωρείται αμφιλεγόμενη φιγούρα.
«Μερικοί άνθρωποι αντιτίθενται έντονα στα συμπεράσματά μου, μερικές φορές με επιχειρήματα, αλλά κυρίως με προσωπικές επιθέσεις, απορρίπτουν τα αποτελέσματά και αρνούνται να τα συζητήσουν», επισήμανε μεταξύ άλλων ο καθηγητής.
Ο Ολλανδός γεννημένος Ρούντ Κόοπμανς, διευθύνει το τμήμα έρευνας «Μετανάστευσης, Ένταξης και Διακρατικοποίησης στο Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών του Βερολίνου».
Είναι επίσης καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου και μέλος του ακαδημαϊκού συμβουλίου που συμβουλεύει τις μεταναστευτικές αρχές της Γερμανίας, ενώ είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων για τη μετανάστευση και την ένταξη.