Η πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τερέζα Μέι, θα εγκαινιάσει τη διαδικασία αποχώρησης της χώρας της από την ΕΕ (Brexit) την ερχόμενη Τετάρτη. Ερωτηθείσα εάν φοβάται μήπως και άλλες χώρες αποχωρίσουν από την ΕΕ, η Μέρκελ απάντησε: «Όχι. Ασφαλώς κάθε χώρα-μέλος έχει διαφορετικές ιδέες για το πώς διαμορφώνουμε το μέλλον, αλλά η συνολική πορεία προς τα εμπρός είναι εμφανής – περισσότερη συνεργασία».
Η Μέρκελ έφερε για παράδειγμα, ως πεδία συνεργασίας, την άμυνα και τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, την οικονομική πολιτική και τη μάχη εναντίον των ισλαμιστών μαχητών.
Είπε επίσης ότι η αναμενόμενη επιστολή της Μέι που θα εγκαινιάσει την διαδικασία Brexit δεν θα επισκιάσει την 60η επετειακή σύνοδο κορυφής της ΕΕ. «Η εργασία για τα επόμενα χρόνια θα γίνει και προς τις δύο κατευθύνσεις – από τη μια πλευρά οι διαπραγματεύσεις εξόδου με τη Βρετανία, και από την άλλη προϋποθέσεις για να καταστεί η Ε.Ε. των 27 μελών έτοιμη για το μέλλον», σημείωσε.
Ερωτηθείσα για το αν οι διαπραγματεύσεις ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ θα πρέπει να διακοπούν, η Μέρκελ απάντησε πως «θα πρέπει να περιμένουμε τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος στην Τουρκία και όλα τα άλλα». Η Τουρκία προγραμματίζει δημοψήφισμα στις 16 Απριλίου για συνταγματικές αλλαγές που θα διευρύνουν τις αρμοδιότητες του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Η Μέρκελ δήλωσε ότι παίρνει πολύ σοβαρά μια ευρωπαϊκή νομική έκθεση, την οποία έχει απορρίψει η Τουρκία, που χαρακτηρίζει τις προτεινόμενες συνταγματικές αλλαγές στην Τουρκία μεγάλη οπισθοδρόμηση για τη δημοκρατία.
Για τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Μέρκελ σημείωσε ότι στις συνομιλίες της με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ την περασμένη εβδομάδα αναδείχθηκε η έκταση των γερμανικών επενδύσεων στις ΗΠΑ. «Οι εμπορικές συμφωνίες θα πρέπει να φέρουν οφέλη και στις δύο πλευρές, και χρειάζεται να διαπραγματευτούμε για αυτό» είπε, προσθέτοντας: «Τώρα θα δούμε αν μπορούμε να επαναφέρουμε τις διαπραγματεύσεις για την Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP)»
Αξιωματούχοι της γερμανικής κυβέρνησης έχουν πει ότι η συμφωνία που έχει αναβληθεί έχει «μπει στον πάγο», αλλά και ότι οι συνομιλίες μπορούν να επανέλθουν εάν υπάρχει ενδιαφέρον από τις ΗΠΑ.