Οι κανόνες άλλαξαν, με την έννοια πως δεν κερδίζει πλέον αυτός που παράγει πιο αποδοτικά, αλλά εκείνος που ληστεύει τους εργαζομένους και τις χώρες τους όσο το δυνατόν πιο αδίστακτα – ένα παιχνίδι που γνωρίζουν καλύτερα από όλους οι Γερμανοί.

.

Άρθρο

Από την πλευρά των εργαζομένων, η ευρωπαϊκή αγορά εργασίας είναι καταστροφική – ενώ η ελληνική κατά πολύ χειρότερη από το μέσον όρο των υπολοίπων κρατών. Το γεγονός αυτό συμπεραίνεται από την ηγετική χώρα της ΕΕ, από τη Γερμανία, εάν αντιπαραβάλλει κανείς τους μισθούς της σε σχέση με την Ελβετία – η οποία προβληματίζεται, επειδή έχει σοβαρές συνέπειες στη συγκριτική ανταγωνιστικότητα της.

Ειδικότερα, ο μισθός ενός πλήρως απασχολουμένου στην Ελβετία είναι κατά μέσον όρο υψηλότερος κατά 30% από ότι στη Γερμανία, μετρούμενος σε σχέση με την παραγωγικότητα των εργαζομένων – ενώ, επειδή οι μισθοί είναι λιγότερο άνισα κατανεμημένοι, στην Ελβετία δεν συναντάται το φαινόμενο των «εργαζομένων φτωχών». Κάτι ανάλογο ισχύει επίσης σε κρίσιμους κλάδους της οικονομίας, όπως είναι η βιομηχανία καθαρισμού, όπου στην Ελβετία ο κατώτατος μισθός με βάση τις συλλογικές συμβάσεις είναι στα 18,10 € – όταν στη Γερμανία που είναι περίπου ο μισός, σχεδόν το 20% των εργαζομένων δεν κερδίζει αρκετά, ώστε να μπορεί φροντίζει την οικογένεια του και να μην παραμελεί τη συνταξιοδότηση του.

Στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης η κατάσταση είναι κατά πολύ χειρότερη – όπως στην Ιταλία, στην οποία οι άνεργοι κυριολεκτικά υποχρεώνονται να εργαστούν με μισθούς πείνας. Στη χώρα η ανεργία των νέων παραμένει στο 33%, ενώ οι μισθοί τους είναι κατά 30% χαμηλότεροι σε σχέση με το 1997 – γεγονός που επεξηγεί τη στάση των νέων Ιταλών εναντίον της Ευρώπης.

Επειδή τώρα στην Ιταλία δεν υπάρχει κατώτατος μισθός, ούτε επίδομα ανεργίας για όλους, η αμοιβές δεν έχουν σχεδόν κανένα όριο προς τα κάτω – ενώ όποιος θέλει να κάνει αίτηση για να λάβει το βασικό εισόδημα που θεσμοθετήθηκε πρόσφατα (άρθρο), θα πρέπει προηγουμένως να πουλήσει ότι έχει και δεν έχει, όπως για παράδειγμα το αυτοκίνητο του, έτσι ώστε τα συνολικά περιουσιακά του στοιχεία να μην υπερβαίνουν τα 6.000 €! Μετά από ένα έτος δε, είναι αναγκασμένος να εργασθεί οπουδήποτε του βρεθεί δουλειά από το κράτος, ακόμη και αν είναι στην άλλη άκρη της χώρας – γεγονός που σημαίνει πως η νέα κυβέρνηση κορόιδεψε ξανά τους Ιταλούς, με τον τρόπο εφαρμογής των προεκλογικών της υποσχέσεων.

Όσον αφορά τη Γαλλία, η οποία ήταν ανέκαθεν γνωστή για την υψηλή προστασία των εργαζομένων, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί δραματικά – κυρίως για τους νέους, για τους οποίους υπάρχουν πλέον πρακτικά μόνο προσωρινές εργασιακές συμβάσεις. Ειδικότερα, από τα 6,5 εκ. συμβάσεις εργασίας που συνάφθηκαν το πρώτο τρίμηνο του 2018, τα 4,5 εκ. ήταν διάρκειας λιγότερης από ένα μήνα – κάτι που δημιουργεί τεράστια ανασφάλεια στους εργαζομένους Γάλλους, με όλα τα ψυχολογικά προβλήματα που τη συνοδεύουν.

Από την πλευρά των γάλλων εργοδοτών, προτιμούν κυρίως τα συμβόλαια εργασίας τεσσάρων ημερών που ανανεώνονται κάθε εβδομάδα – μέσω των οποίων εξοικονομούν μεταξύ άλλων ασφαλιστικές εισφορές, δώρα και επιδόματα διακοπών. Για τους εργαζομένους το γεγονός αυτό σημαίνει πως αναζητούν πάντοτε δουλειά, παράλληλα με την κανονική εργασία τους – ενώ επί πλέον επισκέπτονται συνεχώς τις κοινωνικές υπηρεσίες, για να εξασφαλίζουν κρατικά επιδόματα που έχουν σχέση με την επιβίωση τους. Προφανώς οι διευκολύνσεις αυτές που προσφέρονται στους εργοδότες κοστίζουν ακριβά στο κράτος, οπότε επιβάλλει φόρους για να ανταπεξέλθει – με αποτέλεσμα οι Γάλλοι να είναι στην κορυφή των χωρών του ΟΟΣΑ, όσον αφορά τη φορολογία.

Στα πλαίσια αυτά, το να δημιουργήσει ένας νέος οικογένεια στην Ιταλία, στη Γαλλία και αλλού (για την Ελλάδα ούτε συζήτηση), καταφέρνοντας να επιβιώσει μόνος του, είναι πολύ δύσκολο – οπότε εύλογα μειώνονται οι γεννήσεις στην Ευρώπη και εντείνεται το δημογραφικό πρόβλημα. Εν προκειμένω η λύση που προτείνει η Γερμανία είναι η είσοδος νέων μεταναστών, μέσω των οποίων θα βελτιωθεί το δημογραφικό και θα υπάρχει φθηνό εργατικό δυναμικό που θα είναι σε θέση να ανταγωνιστεί με τις ασιατικές χώρες – κάτι με το οποίο όμως ασφαλώς δεν συμφωνεί η πλειοψηφία των Ευρωπαίων, αλλά είναι σε πλήρη αρμονία με τις επιθυμίες των ελίτ και ιδίως του συστήματος Soros.

Η πολιτική της ευελιξίας των αγορών εργασίας

Συνεχίζοντας, όλα τα παραπάνω είναι συνειδητά, στα πλαίσια της πολιτικής της «ευελιξίας των αγορών εργασίας» – η οποία στηρίζεται κυρίως στα εξής δύο θεμελιώδη λάθη.

(α) Όσον αφορά το πρώτο, οι υποστηρικτές της συγκεκριμένης πολιτικής ξεχνούν πως οι οικονομικές δραστηριότητες δεν είναι αυτοσκοπός – αφού ο λόγος που εργάζονται οι άνθρωποι είναι η κάλυψη των αναγκών τους. Ανάγκες που είναι πεπερασμένες, όχι μόνο λόγω των περιορισμένων πόρων του πλανήτη αλλά, επί πλέον, επειδή η ημέρα έχει μόνο 24 ώρες – επίσης επειδή η κατανάλωση απαιτεί χρόνο.

Εν προκειμένω όμως ζούμε σε ένα ανταγωνιστικό σύστημα – στο οποίο κερδίζει αυτός που καλύπτει τις ανάγκες των ανθρώπων με το χαμηλότερο συγκριτικά κόστος.Επομένως ο ανταγωνισμός φροντίζει για τη μείωση του χρόνου εργασίας – όπως στο παράδειγμα της Γερμανίας που ενώ το 1964 για την επίτευξη του τότε ΑΕΠ απαιτούνταν κατά μέσον όρο 42,8 ώρες εργασίας την εβδομάδα (με τέσσερις εβδομάδες διακοπών), για το ΑΕΠ του 2016 απαιτούνται 28 ώρες εργασίας την εβδομάδα, με έξι εβδομάδες διακοπών. Με αυτό το σημαντικά μειωμένο χρόνο εργασίας δεν καλύπτονται μόνο οι εσωτερικές ανάγκες της χώρας αλλά, επί πλέον, παράγεται εξαγωγικό πλεόνασμα – το οποίο ισοδυναμεί περίπου με το 8% του ΑΕΠ της ή με 250 δις € ετήσια.

Εν τούτοις, ο μέσος χρόνος εργασίας ανά πλήρως απασχολούμενο παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτος στις 41,6 ώρες την εβδομάδα – οπότε η διαφορά από τις 28 ώρες που απαιτούνται για το σημερινό της ΑΕΠ έως τις 41,6 που εργάζονται οι Γερμανοί στην πραγματικότητα, είναι σχεδόν 14 ώρες επί πλέον. Κάτι ανάλογο ισχύει επίσης στην Ελβετία, αν και η διαφορά είναι μικρότερη – περίπου στις 10 ώρες την εβδομάδα.

Η αποτυχία τώρα της προσαρμογής του εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας στην αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων, το ότι δηλαδή οι εργαζόμενοι δεν απασχολούνται στη Γερμανία 28 ώρες όπως θα έπρεπε, αλλά 41,6 ώρες όπως στο παρελθόν, οδήγησε σε ένα παγκόσμιο πρόβλημα – το οποίο παραμένει άλυτο.

(β)  Όσον αφορά το δεύτερο θεμελιώδες λάθος, πρακτικά ο όγκος της εργασίας εξαρτάται από τη συνολική ζήτηση των εργαζομένων. Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις μειώνουν τον όγκο εργασίας, παράγοντας όσο το δυνατόν πιο αποδοτικά, πιο αποτελεσματικά – με την έννοια πως για την παραγωγή των ίδιων προϊόντων προσπαθούν να απασχολούν λιγότερα άτομα, για να έχουν χαμηλότερο κόστος. Αποφασίζουν επίσης για το πού θα εργαστούν οι άνθρωποι – επιλέγοντας περιοχές ή χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού.

Από την οπτική γωνία τώρα του ανταγωνισμού μεταξύ διαφόρων περιοχών, φαίνεται πως είναι λογική η συμπεριφορά των επιχειρήσεων, αφού αυτές δημιουργούν θέσεις εργασίας – ενώ, σύμφωνα με την κλασσική επιχειρηματολογία, οι χαμηλοί μισθοί οδηγούν σε υψηλότερα κέρδη, οπότε στην αύξηση των επενδύσεων και σε περισσότερες θέσεις εργασίας.

Εν προκειμένω η ΕΕ, εντός των τεσσάρων θεμελιωδών κανόνων της (ελευθερία κίνησης εργαζομένων, προϊόντων, υπηρεσιών και κεφαλαίων), έχει διευρύνει σημαντικά την «παλέτα», από την οποία μπορούν να επιλέξουν οι επενδυτές – αφού κάποιος μπορεί να παράγει αντί στη Γερμανία με κόστος 4.000 € ανά θέση εργασίας, στην Πολωνία με περίπου 1.000 € ή στη Ρουμανία με 700 €.

Εκτός αυτού μπορεί να προσλάβει Πολωνούς (αυτό συνέβαινε έως ένα περίπου έτος πριν) στη Γερμανία, με μισθούς Πολωνίας – οπότε οι κανόνες άλλαξαν, με την έννοια πως δεν κερδίζει πλέον αυτός που παράγει πιο αποδοτικά, αλλά εκείνος που ληστεύει τους εργαζομένους και τις χώρες τους όσο το δυνατόν πιο αδίστακτα. Με δεδομένο δε το ότι, οι πιο αδίστακτοι είναι οι Γερμανοί, είναι φυσιολογικό να κερδίζουν στις νέες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί – ενώ το πόσο αδίστακτοι είναι, είμαστε εμείς οι Έλληνες οι πρώτοι που το ένιωσαν.

Πρόσφατα βέβαια η ΕΕ κατανόησε αυτούς τους προβληματισμούς και διόρθωσε ορισμένα λάθη – όπως την απασχόληση των εργαζομένων σε άλλη χώρα, με τους μισθούς της δικής τους. Ως εκ τούτου, για τους εργαζομένους ισχύει ήδη από ένα έτος πριν ο κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο ο μισθός είναι ανάλογος του τόπου απασχόλησης και όχι της πατρίδας των εργαζομένων – οπότε, για παράδειγμα, ένας Πολωνός που προσλαμβάνεται στη Γερμανία, από μία γερμανική εταιρεία, πληρώνεται με μισθό Γερμανίας.

Εν τούτοις φαίνεται πως η αλλαγή αυτή καθυστέρησε πάρα πολύ – αφού οι Ευρωπαίοι εργοδότες έχουν συνηθίσει όχι μόνο να «αγοράζουν» φθηνά την εργασία αλλά, επί πλέον, να επιδοτούνται από τα κράτη για τις θέσεις εργασίας που δημιουργούν. Το γεγονός αυτό φαίνεται από διάφορες δημοσιεύσεις, όπως στο παράδειγμα μίας γαλλικής εταιρείας που προσέλαβε Ούγγρους μεταλλουργούς και τους έστειλε να εργαστούν στην Ελβετία με μισθό 5 φράγκα την ώρα – χωρίς να τους δώσει ούτε έξοδα ταξιδίου, ούτε τα επί πλέον έξοδα διαμονής λόγω των ακριβότερων τιμών. Έτσι η πραγματική τους αμοιβή ήταν ακόμη χαμηλότερη – ενώ στα συνοριακά καντόνια της Ελβετίας συμβαίνει κάτι ανάλογο πολύ συχνά.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, οι χαμηλοί μισθοί έχουν αυξήσει τα κέρδη των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε μεγάλο βαθμό – όπου όμως, επειδή έχουν μειώσει την εκάστοτε εγχώρια ζήτηση, αφού οι εργαζόμενοι καταναλώνουν λιγότερο, δεν διενεργούνται αξιόλογες επενδύσεις.

Ως εκ τούτου μόνο οι επιχειρήσεις της Ευρωζώνης έχουν συσσωρεύσει στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους τα τελευταία δέκα χρόνια 2,5 τρις € επί πλέον – ή, με άλλα λόγια, έχουν αφαιρέσει από τους εργαζομένους και τα κράτη αγοραστική δύναμη ύψους 2,5 τρις €, μειώνοντας φυσικά ανάλογα το ρυθμό ανάπτυξης. Όπως υπολογίζεται δε, το ποσόν αυτό κοστίζει το 5% των θέσεων εργασίας της Ευρωζώνης – οπότε επεξηγεί την αιτία που η ανεργία παραμένει υψηλή.

Συμπερασματικά λοιπόν η ΕΕ, υπό την ηγεσία της Γερμανίας, έχει υιοθετήσει μία εντελώς καταστροφική πολιτική – η οποία έχει οδυνηρές συνέπειες για τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα και για τις αδύναμες χώρες, οδηγώντας τη μία μετά την άλλη στη χρεοκοπία, οπότε στη μετατροπή τους σε γερμανικές αποικίες. Λογικά επομένως αναμένεται πως θα υπάρξουν μεγάλες αντιδράσεις, όπως εκ μέρους της Ιταλίας, των κίτρινων γιλέκων της Γαλλίας κλπ. – οι οποίες θα απειλήσουν σε μεγάλο βαθμό το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

ΠΗΓΗ