Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας: Σαράντα χρόνια φαγούρα

Οι Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας (ΣΕΤ) είναι ένας διεπιστημονικός ακαδημαϊκός κλάδος στο πλαίσιο του οποίου διασταυρώνονται η Ιστορία της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, η Φιλοσοφία, η Κοινωνιολογία, η Ανθρωπολογία, οι Σπουδές Φύλου και οι Mετααποικιακές Σπουδές. Ο κλάδος αυτός συγκροτήθηκε σταδιακά από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, αρχικά στον απόηχο της θεωρητικής συμβολής του Thomas Kuhn και στη συνέχεια χάρη στις συμβολές φιλοσόφων, ανθρωπολόγων και κοινωνικών επιστημόνων που επιχείρησαν να αναδείξουν τον σύνθετο και ετερογενή χαρακτήρα των επιστημών και της τεχνολογίας. Κατά μία έννοια, η ανάδυση των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας σηματοδοτεί το τέλος της αθωότητας: oι επιστήμες παύουν να αποτελούν τον προνομιακό τρόπο προσπέλασης της αλήθειας για τη φύση και αναγκάζονται να κατέβουν από το βάθρο τους για να συναντήσουν τις υπόλοιπες κοινωνικές δραστηριότητες, οι οποίες οδηγούνται στον σκοπό τους μέσω της διαπραγμάτευσης, της διαμόρφωσης συσχετισμών δύναμης και της ανάπτυξης επικοινωνιακών τεχνικών. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι επιστήμες και η τεχνολογία χάνουν την κεντρική τους θέση στην κοινωνία και στον πολιτισμό. Ίσα-ίσα, η ανάδυση του συγκεκριμένου κλάδου υποδηλώνει την αναγνώριση του γεγονότος ότι ο πολιτισμός του όψιμου 20ού αιώνα είναι κατεξοχήν τεχνοεπιστημονικός, καθώς και την ανάγκη να μελετηθούν εις βάθος τα ζητήματα που συνδέονται με αυτή την αναγνώριση.

Οι θεωρητικές προσεγγίσεις που άνθισαν στο πλαίσιο των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας υπήρξαν ποικίλες και ετερογενείς. Από την Κοινωνιολογία της Επιστημονικής Γνώσης και το Ισχυρό Πρόγραμμα μέχρι την Κοινωνική Κατασκευασιοκρατία, τις Φεμινιστικές Επιστημολογίες και τη Θεωρία Δρώντος-Δικτύου. Το κοινό χαρακτηριστικό τους (αν και ο εντοπισμός κοινού χαρακτηριστικού αποτελεί ριψοκίνδυνη απλούστευση) είναι ότι αρνούνται πως η αλήθεια για τη φύση είναι «εκεί έξω» και μας περιμένει να πάμε να τη συναντήσουμε· σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, αρνούνται και τη φυσικότητα της ίδιας της διάκρισης φύσης-κοινωνίας. Όπως είναι αναμενόμενο, οι ΣΕΤ ποτέ δεν κέρδισαν τη συμπάθεια των επιστημόνων και των μηχανικών, αν και σε αρκετές περιπτώσεις οι πρακτικές τους αξιοποιήθηκαν από σώματα λήψης τεχνοεπιστημονικών αποφάσεων. Δυστυχώς, αυτό που κατάλαβαν πολλοί ενεργοί επιστήμονες, αλλά περιέργως και αρκετοί ιστορικοί και φιλόσοφοι των επιστημών, είναι ότι οι ΣΕΤ υποδαυλίζουν τον σχετικισμό.

Δεν έχει τόση σημασία ότι αυτό αποτελεί τη μυωπική θεώρηση ανθρώπων που ισχυρίζονται ότι δουλειά τους είναι να κατανοούν την πολυπλοκότητα της φύσης, αλλά αδυνατούν να κατανοήσουν την πολυπλοκότητα της δικής τους πρακτικής. Σημασία έχει ότι σε εποχές όπως η σημερινή, που η δημόσια σφαίρα μετασχηματίζεται άρδην και αυτός ο μετασχηματισμός συνοδεύεται από την αναζήτηση νέων βεβαιοτήτων, οι ΣΕΤ ενοχοποιούνται για την υπόθαλψη των fake news και των ψευδοεπιστημών. Τον τελευταίο καιρό πληθαίνουν οι φωνές που ισχυρίζονται ότι η ερευνητική εργασία των ανθρώπων που συνέβαλαν στο συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο αποτέλεσε τη βάση των νεοσυντηρητικών πρακτικών αμφισβήτησης σημαντικών για την κοινωνία επιστημονικών βεβαιοτήτων, όπως είναι η κλιματική αλλαγή και η ανάγκη του εμβολιασμού. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ότι πρόσφερε έδαφος σε ψευδοεπιστημονικές θεωρίες οι οποίες, αμφισβητώντας θρασύτατα την εγκυρότητα της επιστημονικής μεθόδου, διατυπώνουν εξωφρενικούς ισχυρισμούς για τη σύσταση του σύμπαντος και τη μορφή των φυσικών νόμων. Υποτίθεται, μάλιστα, ότι διάφοροι πρωταγωνιστές των ΣΕΤ, κατανοώντας κατόπιν εορτής τις φαύλες συνέπειες του ερευνητικού τους προγράμματος, παραχωρούν απολογητικές συνεντεύξεις όπου αναγνωρίζουν τις ευθύνες τους.

Ψευδοεπιστήμες: Τις πταίει;

Τι ακριβώς εννοούμε όταν μιλάμε για ψευδοεπιστήμες; Οι ψευδοεπιστήμες είναι θεωρητικές συνθέσεις που προσφέρουν εύκολες και διασκεδαστικές απαντήσεις σε ερωτήματα για τη φυσική πραγματικότητα, απαλλάσσοντάς μας από τον κόπο της συστηματικής μελέτης. Συχνά επιβεβαιώνουν απόψεις που έχουμε ήδη σχηματίσει για τον κόσμο μέσω της κοινής λογικής ή του διαμοιρασμού αθεμελίωτων ισχυρισμών. Λόγω της ευκολίας τους, είναι ελκυστικές, με αποτέλεσμα να βρίσκουν ευκολότερα τρόπους ευρείας προβολής και να εξάπτουν το ενδιαφέρον του κοινού. Όπως είναι φυσικό, στην εποχή του Διαδικτύου, η απήχηση των ψευδοεπιστημονικών απόψεων αποκτά πολύ μεγάλη εμβέλεια.

Είναι γνωστό ότι για κάθε ερώτηση υπάρχει μια απάντηση που είναι απλή, κομψή και… λανθασμένη. Εν προκειμένω, η ερώτηση είναι: ποιες ήταν εκείνες οι διανοητικές εξελίξεις που έδωσαν ώθηση στις ψευδοεπιστήμες; Η απλή, κομψή, αλλά λανθασμένη απάντηση ενός μέρους της «επιστημονικής» πλευράς είναι: ο σχετικισμός που απορρέει από τις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας. Ευθύνονται, με άλλα λόγια, οι «μπαμπούλες» της σύγχρονης επιστημολογίας, που κατέστησαν την επιστήμη έρμαιο παρανοϊκών δοξασιών και αθεμελίωτων ισχυρισμών. Όπως συμβαίνει πολλές φορές, έτσι κι εδώ η κριτική δεν ασκείται επί της ουσίας, αλλά με δογματικό και ιδεοληπτικό τρόπο. Οι επικριτές των ΣΕΤ δεν έχουν μελετήσει ή εσκεμμένα αποσιωπούν την ουσιαστική συμβολή τους στην κατανόηση των επιστημών. Ας κάνουμε μια προσπάθεια να τοποθετήσουμε το ζήτημα στην ιστορική και αντικειμενική του διάσταση.

Ένα πρώτο ιστορικό δεδομένο είναι ότι οι ψευδοεπιστήμες υπήρχαν πολύ πριν την ανάδυση των ΣΕΤ, για την ακρίβεια πολλούς αιώνες νωρίτερα. Αν κάποιος ανατρέξει σε προηγούμενες εποχές, θα απαριθμήσει εκατοντάδες περιπτώσεις ψευδοεπιστήμης. Από τα ιατρικά μαντζούνια και ελιξίρια του 17ου και 18ου αιώνα, έως τη Θεοσοφία και τον αποκρυφισμό του 19ου και 20ού αιώνα, οι ψευδοεπιστήμες ήταν πάντα μέρος της δημόσιας ζωής. Αντιθέτως, οι κοινωνιολογικές ερμηνείες των επιστημών και της τεχνολογίας αναδύθηκαν από τη δεκαετία του 1970 κι έπειτα. Αν κάποιος δεν μπορεί να αντιληφθεί τον αναχρονισμό και την αντίφαση, σίγουρα δεν ευθύνονται οι ΣΕΤ γι’ αυτό.

Το δεύτερο ιστορικό δεδομένο είναι ότι τόσο οι μελετητές των ΣΕΤ όσο και οι φυσικοί επιστήμονες μπορούν με μεγάλη ευκολία να συνεννοηθούν και να συμφωνήσουν για το τι είναι οι ψευδοεπιστήμες. Για παράδειγμα, δεν έχουν ποτέ θεωρηθεί ισοδύναμες η θεωρία της επίπεδης Γης με την πραγματικότητα της σφαιρικής Γης, ούτε το αντιεμβολιαστικό κίνημα με το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο εμβολιασμός αποτελεί καθολική κοινωνική ανάγκη. Δεν πρόκειται ποτέ κανείς ιστορικός και φιλόσοφος, που γνωρίζει το αντικείμενό του, να θεωρήσει πιθανή τη θέση ότι η Γη μπορεί να μην είναι σφαιρική. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κανείς, κυριολεκτικά μιλώντας, καταρτισμένος θεωρητικός των ΣΕΤ που να μην αναγνωρίζει τις ψευδοεπιστήμες ως τέτοιες. Αντιθέτως, όπως θα δούμε τώρα, αυτό δεν ισχύει για όλους τους επιστήμονες!

Το τρίτο ιστορικό δεδομένο, λοιπόν, είναι η ίδια η ρητορική των ψευδοεπιστημών. Ας κάνουμε ένα πείραμα. Ας διαβάσουμε ένα οποιοδήποτε κείμενο ψευδοεπιστήμης -ένα κείμενο που να μιλάει για «κβαντικά τσάκρα», για θαυματουργές πανάκειες, για τις εξωγήινες απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού κ.λπ.- κι ας παρατηρήσουμε τη ρητορική του. Δεν θα βρούμε πουθενά προτάσεις του τύπου «η θέση μας ενισχύεται από τις σύγχρονες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών» ή «κι εμείς ως γνήσιοι κατασκευασιοκράτες θεωρούμε ότι η αλήθεια μας είναι ισοδύναμη με εκείνη των επιστημών». Αντιθέτως, η ρητορική των ψευδοεπιστημόνων αξιώνει επιστημονικότητα και χαρακτηρίζεται από απόλυτο και αξιωματικό λόγο. Θα συναντήσουμε εκφράσεις όπως «σύμφωνα με κοινά αποδεκτές επιστημονικές θεωρίες…» ή «σύμφωνα με επιστημονικά στοιχεία, τα οποία έχουν σκοπίμως αποσιωπηθεί…». Η συγκεκριμένη ρητορική αρθρώθηκε, πρωτίστως, από τον ηγεμονικό λόγο των επιστημών στη δημόσια σφαίρα ήδη από τον 19ο και όλο τον 20ό αιώνα. Είναι ενδιαφέρον, άλλωστε, ότι ένα μέρος των ψευδοεπιστημόνων είναι επιστήμονες. Σε πρόσφατο συμβάν γνωστής επιστημονικής εταιρείας, οι άνθρωποι που υποστήριξαν και συνεχίζουν να υποστηρίζουν ψευδοεπιστημονικές θέσεις δεν είναι ιστορικοί και φιλόσοφοι με κοινωνιολογικές ευαισθησίες. Είναι «σκληροί» επιστήμονες που δίδασκαν σε τμήματα Φυσικών Επιστημών και επικαλούνται την αλήθεια της επιστήμης για να υποστηρίξουν την αλήθεια της ψευδοεπιστήμης.

Το μονοπώλιο της αλήθειας

Οι ψευδοεπιστήμες συνδέονται με την έμφυτη τάση να θεωρούμε έγκυρες τις θεωρίες που συμφωνούν με τις ήδη διαμορφωμένες απόψεις μας. Η τάση αυτή ονομάζεται προδιάθεση επιβεβαίωσης και είναι μια γνωστική προδιάθεση που χαρακτηρίζει όλους μας και όχι μόνο μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων. Μια σειρά από έρευνες έχουν δείξει ότι το μορφωτικό επίπεδο και η πρόσβαση σε απεριόριστο όγκο πληροφορίας δεν είναι ικανά να εξαλείψουν το φαινόμενο των ψευδοεπιστημών (επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας στα άρθρα των McLaughlin & McGill, “Science & Education”, 2017, 26:93, και Wilson, “Science & Education”, 2018, 27:183). Ένας άνθρωπος με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο είναι ικανός να στηρίξει τις ήδη διαμορφωμένες αλλά πιθανώς εσφαλμένες απόψεις του καλύτερα, ακριβώς λόγω της υψηλότερης μόρφωσής του. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται και πολλοί επιστήμονες που προβάλλουν συστηματικά ψευδοεπιστημονικές απόψεις είτε επικαλούμενοι το κύρος τους ή/και χρησιμοποιώντας επιστημονικοφανή επιχειρήματα και αμφίβολης εγκυρότητας αναφορές.

Μολονότι η αμφισβήτηση και η κριτική εξέταση της ορθότητας μιας εκφερόμενης άποψης αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της επιστημονικής μεθόδου, το κριτικό πνεύμα που απαιτείται για την «άμυνα» απέναντι στις ψευδοεπιστήμες δεν ταυτίζεται με την επιστημονική εκπαίδευση. Άλλωστε, μια μεγάλη κατηγορία ψευδοεπιστημονικών απόψεων ενθαρρύνεται από το γεγονός ότι πολλοί επιστήμονες χρησιμοποιούν τον όρο «Φιλοσοφία» για να περιγράψουν μια υποδεέστερη διανοητική διαδικασία που δεν διέπεται από την αυστηρότητα της επιστήμης, ενώ η εκπαίδευση παρουσιάζει τις επιστημονικές έννοιες ως στατικές, αιώνιες και σχεδόν θεόσταλτες. Ένα σημαντικό ερώτημα, λοιπόν, είναι κατά πόσο οι μαθητές και οι εκπαιδευόμενοι σε ένα τέτοιο περιβάλλον επιστήμονες αντιλαμβάνονται τις δυνατότητες και τα όρια των επιστημονικών μεθόδων ώστε να μπορούν να εντοπίζουν τα λογικά και εμπειρικά σφάλματα που περιέχουν οι ψευδοεπιστήμες; Οι έρευνες έχουν δείξει ότι, παρά την εντατικοποίηση της επιστημονικής εκπαίδευσης στα σχολεία, το φαινόμενο των ψευδοεπιστημών δεν φαίνεται να μειώνεται.

Δεν είναι, επομένως, οι Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας που δίνουν χώρο στις ψευδοεπιστήμες. Αντιθέτως, οι ΣΕΤ αποτυπώνουν τις επιστήμες και την τεχνολογία ως ανθρώπινες δραστηριότητες, χωρίς κανένα υπερφυσικό ή εξωανθρώπινο χαρακτηριστικό. Αναδεικνύουν το σύνθετο πλαίσιο από το οποίο αυτές αναδύονται, όπως και οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη γνωστική δραστηριότητα. Αν το πρόβλημα είναι ότι οι ΣΕΤ δεν υπηρετούν τον ελιτισμό της επιστήμης ή «αποδομούν τον κοινωνικό μύθο της επιστήμης» (όπως γράφτηκε σε πρόσφατο άρθρο), τότε δεν θα πρέπει να βρεθούν απολογούμενες γι’ αυτό. Αντιθέτως, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θα έπρεπε να ενθαρρύνονται. Η μελέτη των διαδικασιών συγκρότησης του καθιερωμένου προτύπου κατανόησης της φυσικής πραγματικότητας είναι συνυφασμένη με το αίτημα κριτικού αναστοχασμού των επιλογών και αποφάσεωνπου οδήγησαν σε αυτό. Δυστυχώς, πρέπει να αποδεχτούμε το γεγονός ότι η πραγματικότητα είναι πολύπλοκη, κι αν η λογική και η εμπειρική βεβαιότηταμπορούν να μας δείξουν τον δρόμο μέχρι ένα ορισμένο σημείο, η υπόλοιπη διαδρομή είναι γεμάτη κρίσιμες επιλογές και αποφάσεις. Μέσω ποιων διαδικασιών νομιμοποιούνται οι επιλογές που υπερβαίνουν το αυστηρό ντετερμινιστικό πλαίσιο της εκάστοτε εδραιωμένης επιστήμης; Ποιος και με ποια δικαιοδοσία λαμβάνει τις αποφάσεις που κατευθύνουν την πορεία της επιστήμης και της τεχνολογίας στις δύσκολες καμπές του τεχνοεπιστημονικού εγχειρήματος; Το κρίσιμο ερώτημα που θέτουν, σε τελευταία ανάλυση, οι Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας είναι το ερώτημα της δημοκρατίας. Κι αυτό δεν μπορεί να αποτελεί απειλή παρά μόνο για όσους επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν την προνομιακή πρόσβαση που διαθέτουν στις φυσικές διεργασίες για να διασφαλίσουν το μονοπώλιό τους στην αλήθεια και στην κοινωνική εξουσία που απορρέει από αυτή.

Η συντακτική ομάδα

ΠΗΓΗ