Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούμε ότι έχουμε μια προνομιακή θέαση του κόσμου σε σχέση με το παρελθόν. Συνήθως ξεχνάμε ότι αυτό πίστευαν οι άνθρωποι σε όλες τις ιστορικές περιόδους και σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Οι άνθρωποι πάντα είχαν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον κόσμο και θεωρούσαν ότι η δική τους θέαση ήταν καλύτερη από την προηγούμενη. Προφανώς, υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν αναπάντητα ερωτήματα ή ερωτήματα των οποίων το περιεχόμενο θα αλλάξει ανάλογα με τις συνθήκες διαφορετικών εποχών. Και, προφανώς, θα δοθούν διαφορετικές απαντήσεις. Η Ιστορία των Επιστημών είναι ο κλάδος που διερευνά τις διεργασίες από τις οποίες προέκυψαν οι διαφορετικές αφηγήσεις της πραγματικότητας που όλοι ζούμε. Και να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Η πραγματικότητα είναι μία και αδιαμφισβήτητη, αλλά η ερμηνεία της διαπραγματεύσιμη. Η κουλτούρα τής διαπραγματεύσιμης ερμηνείας του κόσμου έχει θεμελιωθεί, στη Δύση τουλάχιστον, από την εποχή που συνυπήρχαν στους κλασικούς χρόνους το Λύκειο του Αριστοτέλη, η Ακαδημία του Πλάτωνα, ο Κήπος του Επίκουρου και η Στοά του Ζήνωνα. Αυτή την κληρονομιά τείνουμε να την ξεχνάμε, καθώς και το γεγονός ότι τα πανεπιστήμια, ήδη από τον 12ο αιώνα, αποτελούν μια διευρυμένη και καθολική επέκτασή της.
Η Ιστορία των Επιστημών έχει θέσει ένα κρίσιμο ερώτημα μέσα στον έναν αιώνα, περίπου, ύπαρξής της: οι διεργασίες μέσα από τις οποίες προκύπτει η γνώση για τον κόσμο είναι αποκλειστικά επιστημονικές; Η περιγραφή και ερμηνεία της πραγματικότητας είναι αποτέλεσμα απλώς της διάνοιας κάποιων ευφυών ανθρώπων ή εξαρτώνται και από άλλους παράγοντες, όπως οι θεσμοί, τα δίκτυα επικοινωνίας, το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, οι ιδεολογίες κ.ο.κ.; Το ερώτημα αυτό δεν τέθηκε για να αποκαθηλώσει τον Νεύτωνα, τον Δαρβίνο ή τον Αϊνστάιν, ούτε για να τους μετατρέψει σε μια ιστορική αναγκαιότητα που θα προέκυπτε ούτως ή άλλως. Τέθηκε για να περιγράψουμε με ιστορική ακρίβεια τους λόγους για τους οποίους σπουδαίοι διανοητές ήταν σε θέση να παράγουν έργα που άλλαξαν, κυριολεκτικά, την αντίληψή μας για τον κόσμο. Ταυτόχρονα, αποτυπώνουμε τις αστοχίες τους, με βάση την εποχή τους, και κατανοούμε ότι τα όρια της σκέψης τους ήταν άμεσα εξαρτημένα από την εποχή τους.
Κάποιος ίσως αναρωτηθεί: γιατί είναι σημαντικό αυτό; Το σημαντικό δεν είναι απλώς το επιστημονικό τους έργο; Και, για να το τραβήξουμε λίγο παραπάνω, όχι απλώς το έργο τους, αλλά το μέρος εκείνο που ταιριάζει περισσότερο με την αλήθεια της εποχής μας. Αυτά δεν μας έφεραν πιο κοντά στην αλήθεια; Και εδώ ο ιστορικός θα ρωτήσει υπονομευτικά: ποια αλήθεια; Της επιστήμης του 2019; Άρα, τα κριτήρια για να κάνουμε Ιστορία ανήκουν στο 2019 και μετά από μερικά χρόνια, όταν θα έχει αλλάξει η επιστήμη, θα αλλάξουν κι αυτά εκ νέου; Αυτή η λογική, όπως γίνεται σαφές, καθιστά την Ιστορία υποκείμενη σε κριτήρια που δεν είναι δικά της, αλλά ανήκουν στην επιστήμη του εκάστοτε παρόντος, το οποίο μόλις παρέλθει καθιστά οποιαδήποτε ιστορική αφήγηση παρωχημένη. Την καθιστά, δηλαδή, ένα υποπροϊόν που πρέπει να αλλάζει και να συμμορφώνεται με τους ρυθμούς που αλλάζουν οι επιστήμες. Η Ιστορία, όμως, δεν είναι τεχνοεπιστημονικό υποπροϊόν. Ανήκει στις ανθρωπιστικές επιστήμες και συνδιαλέγεται με δρώντες, με ιστορικά υποκείμενα. Ακόμη κι όταν μελετάει τεχνολογικά επιτεύγματα, επί της ουσίας συνδιαλέγεται με αντικείμενα που «συνδιαλέγονται» με ανθρώπους. Έρχεται αντιμέτωπη με τις προσπάθειες των ανθρώπων να εξάγουν συμπεράσματα για τον κόσμο. Αυτές οι προσπάθειες, όμως, έχουν δυσκολίες. Υπάρχουν αστοχίες, αποτυχίες, φιλοσοφικά αδιέξοδα, νοητικά άλματα και μεθοδολογικές ασυμβατότητες. Η Ιστορία των Επιστημών δεν είναι η ηρωική και αφελής αφήγηση για το πώς φτάσαμε στο παρόν, αλλά η κριτική αποτύπωση των τεχνοεπιστημονικών λόγων και έργων που επινοήσαμε στην προσπάθειά μας να καταλάβουμε τον κόσμο.
Ας κάνουμε ένα πείραμα. Διαβάστε ένα πρωτότυπο κείμενο του Κέπλερ ή του Νεύτωνα. Με όρους του παρόντος θα βρείτε άπειρα λάθη. Ειδικά στον Κέπλερ, σχεδόν όσα είπε δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τη σημερινή επιστήμη. Το μόνο που κρατάμε είναι οι τρεις νόμοι του για τις πλανητικές κινήσεις. Ο Γαλιλαίος θεωρούσε ότι οι κινήσεις των ουράνιων σωμάτων επηρεάζουν τις ζωές μας. Γι’ αυτόν τον λόγο έφτιαχνε και ωροσκόπια. Επίσης, στη διατύπωση της Αρχής της Αδράνειας έκανε κρίσιμες «αστοχίες». Ο Νεύτων ασχολήθηκε τριάντα χρόνια με τη Θεολογία και η Φυσική του έχει αρκετά θεολογικά χαρακτηριστικά. Ακόμη και η Φυσική του, όμως, δεν διδάσκεται σήμερα όπως τη διατύπωσε, αλλά όπως την αναμόρφωσαν οι Γάλλοι Ζοζέφ Λουί Λαγκράνζ και Πιέρ-Σιμόν Nτε Λαπλάς. Ο Δαρβίνος έχει αναθεωρηθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε η Θεωρία της Εξέλιξης έχει εντελώς διαφορετική μορφή. Επίσης, δεκάδες φυσικοί του 19ου αιώνα θεωρούσαν ότι η επιστήμη μπορεί να βρει σημεία σύγκλισης με τον πνευματισμό και τη Θεοσοφία. Τα περισσότερα από όσα είπαν ή έγραψαν οι ήρωες της επιστήμης είναι, με σημερινούς επιστημονικούς όρους, είτε λανθασμένα είτε άσχετα με την επιστήμη.
Ας φέρουμε ως παράδειγμα την περίπτωση του Γαλιλαίου. Αρκετοί διατύπωσαν σημαντικές ενστάσεις στις αρχές 17ου αιώνα στο έργο του. Σε αρκετές από αυτές, ο Γαλιλαίος δεν απάντησε πειστικά. Μία από τις ενστάσεις ήταν ότι η μαθηματική μέθοδος του Γαλιλαίου δεν μπορούσε να αποτελεί ερμηνεία των φυσικών φαινομένων. Αυτή είναι μια σοβαρή κριτική στη μαθηματική μέθοδο έως και σήμερα. Τα Μαθηματικά είναι μια ανθρώπινη επινόηση που δεν μπορεί να εκφράσει τις αιτιακές και ουσιώδεις σχέσεις των πραγμάτων που συγκροτούν την πραγματικότητα. Ο Γαλιλαίος χρησιμοποίησε δύο νέες μεθόδους, το πείραμα και τη μαθηματικοποίηση των φυσικών φαινομένων, για να περιγράψει την ελεύθερη πτώση. Η ελεύθερη πτώση ενός σώματος περιγράφηκε μαθηματικά και ο Γαλιλαίος έδειξε ότι υπάρχει μια αναλογική σχέση τετραγώνων μεταξύ απόστασης και χρόνου. Τα Μαθηματικά, όμως, δεν ερμηνεύουν, μόνο περιγράφουν. Τα τέλεια γεωμετρικά σχήματα και οι αριθμοί δεν έχουν φυσική υπόσταση. Είναι νοητικές επινοήσεις. Επομένως, πώς μπορούν να εκφράζουν την ουσία του κόσμου, άρα τα αίτια πίσω από τα φαινόμενα; Αυτός είναι ο λόγος που ο Γαλιλαίος δεν τόλμησε, με φιλοσοφική συνέπεια, να διατυπώσει κάποια υπόθεση για το αίτιο που κάνει τα σώματα να πέφτουν με την ίδια επιτάχυνση. Αντιθέτως, υποστήριξε ότι η μέθοδός του είναι καλύτερη από όσες υπάρχουν, χωρίς, ωστόσο, να θεωρεί ότι μια ανθρώπινη μέθοδος είναι ο τρόπος με τον οποίο «εκφράζεται» η ίδια η φύση. Όταν ο Νεύτων υποστήριζε ότι το αίτιο είναι μια δύναμη από απόσταση (η βαρύτητα), οι περισσότεροι φιλόσοφοι της εποχής θεώρησαν ότι ήταν ένας αυθαίρετος και αλαζονικός ισχυρισμός. Ο Νεύτων παραβίασε τους φιλοσοφικούς κανόνες επιχειρώντας ένα νοητικό άλμα μεταξύ Μαθηματικών και φύσης.
Να σημειωθεί ότι ο Γαλιλαίος και ο Νεύτων δεν θα είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις θέσεις τους, αν ο πρώτος δεν είχε πάτρωνα τον Δούκα της Τοσκάνης Κόζιμο ΙΙ και ο δεύτερος δεν ήταν μέλος της Βασιλικής Εταιρείας και καθηγητής Μαθηματικών στο Κέιμπριτζ. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι, αν δεν το έκαναν αυτοί, θα το έκαναν κάποιοι άλλοι. Η απάντηση είναι απλή. Δεν το έκαναν άλλοι. Με τα «αν» και «μήπως» δεν κάνουμε Ιστορία, αλλά στείρα εικοτολογία. Πώς μπορεί κανείς να καταλάβει τις θέσεις οποιουδήποτε αν δεν έχει εποπτεία του πλαισίου όπου αυτές συγκροτούνται; Δεν μπορεί. Επομένως, είναι χρέος όλων όσων αρθρώνουν δημόσια επιστημονικό λόγο να είναι ενημερωμένοι για τέτοιου είδους ιστορικά και φιλοσοφικά προβλήματα. Μόνο έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε τα όρια της γνώσης μας και να επιχειρήσουμε να τα ξεπεράσουμε χωρίς να υποπίπτουμε σε ψευδοεπιστημονικές εικασίες, νοητικά άλματα ή μη κριτικές και άκαμπτες θεωρήσεις.
Δημήτρης Πετάκος