Μέρος Γ΄
Οι θέσεις της προϊστορικής περιόδου στην Αχαΐα από την απώτερη εποχή του λίθου έως το τέλος των μυκηναϊκών χρόνων πλησιάζουν τις διακόσιες, με τις περισσότερες από αυτές, εκατόν πενήντα περίπου, να βρίσκονται στη δυτική Αχαΐα. Τόσες είναι και οι θέσεις που αφορούν στη μυκηναϊκή περίοδο σε όλη την έκταση του νομού, αλλά οι οικιστικές εγκαταστάσεις μόλις που ξεπερνούν τις πενήντα.
Οι πιο πολλές είναι γνωστές από επιφανειακά και μόνο στοιχεία, ενώ σε εκείνες που έχουν διενεργηθεί ανασκαφές, τα περισσότερα δημοσιευμένα στοιχεία προέρχονται από τον οικισμό της Αιγείρας. Η απουσία ανασκαφών στους εντοπισμένους οικισμούς και κυρίως η καθυστέρηση στη δημοσίευση των ανασκαφών έχει ως αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η αντικειμενική προσέγγιση των χαρακτηριστικών των αχαϊκών μυκηναϊκών εγκαταστάσεων. Απουσιάζουν, λοιπόν, καθοριστικά στοιχεία για την ανασύσταση της εικόνας ενός μυκηναϊκού οικισμού και βασικά ερωτήματα σε αυτόν τον τομέα παραμένουν αναπάντητα.
Το κενό καλύπτουν οι δημοσιεύσεις των οργανωμένων μυκηναϊκών νεκροταφείων θαλαμοειδών τάφων. Η μελέτη των ευρημάτωνδίνει έμμεσες απαντήσεις για τον πολιτισμό, την πολιτική, διοικητική, στρατιωτική και κοινωνική συγκρότηση στην περιοχή. Φανερώνουν, επίσης, με χειροπιαστά παραδείγματα το εύρος της εμπορικής και πολιτιστικής επικοινωνίας με άλλους λαούς και κυρίως προσφέρουν αρκετά στοιχεία για την καθημερινή ζωή των κατοίκων και τις δραστηριότητές τους
Οι μυκηναϊκοί οικισμοί της Αχαΐας φαίνεται πως είχαν προσαρμοστεί άριστα στα γεωμορφολογικά δεδομένα του χώρου. Ένα βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τη μελέτη των μυκηναϊκών εγκαταστάσεων και τη διασπορά τους στο πεδίο είναι αναμφίβολα ότι αυτές εντάσσονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν διαφορετικές χρήσεις του χώρου.
Από τη μία υπάρχουν οικισμοί που προορίζονταν για την κύρια εγκατάσταση του πληθυσμού, η έκταση των οποίων είναι αδύνατο να υπολογιστεί ελλείψει επαρκών ανασκαφικών στοιχείων. Κάποιοι από αυτούς φαίνεται πως ήταν αρκετά μεγάλοι, όπως ο οικισμός της Αγίας Κυριακής στα Συχαινά (στον οποίο ανήκε το νεκροταφείο της Βούντενης), ο οικισμός στον Σταυρό της Χαλανδρίτσας και εκείνος στο Κεφαλόβρυσο των Πορτών. Οι οικισμοί αυτοί έλεγχαν μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή με βάση τα φυσικά όρια, που στην περιοχή βορείως και νοτίως της Πάτρας είναι ξεκάθαρο ότι το ρόλο αυτό επιτελούσαν οι χειμαρροπόταμοι και τα ρέματα. Στις οριοθετημένες περιοχές, ανάλογα με την έκτασή τους και τη θέση των ζωτικών συμφερόντων (γεωργικές καλλιέργειες, κτηνοτροφία, θαλάσσια επικοινωνία, χερσαίοι δρόμοι κ.ά.), ήταν δυνατόν να υπάρχουν και άλλοι μικρότεροι οικισμοί, οι οποίοι εξαρτιόνταν από τον κύριο οικισμό και όλοι μαζί συνιστούσαν ένα διάσπαρτο μεν, αλλά ενιαίο οικιστικό σύνολο.
Μέσα στην οριοθετημένη γεωγραφική ζώνη επικαρπίας και ελέγχου, κάθε οικισμός αναζητούσε και οργάνωνε μία ακόμα εγκατάσταση, η οποία ανήκε σε διαφορετική κατηγορία χρήσης. Η εγκατάσταση αυτή καταλάμβανε την κορυφή φύσει οχυρού λόφου, ο οποίος είχε εύκολη πρόσβαση μόνο από τη μία πλευρά. Σε δύο περιπτώσεις που υπάρχουν στοιχεία, η πλευρά αυτή ήταν τειχισμένη. Η έκταση του διαθέσιμου πλατώματος δεν φαίνεται πως είχε ιδιαίτερη σημασία, διότι η ιδιαίτερα εκτεταμένη κορυφή στο Μπόρτζι της Βούντενης, που υπαγόταν στον μυκηναϊκό οικισμό της Αγίας Κυριακής, δεν είχε αξιοποιηθεί εξ ολοκλήρου. Οι εγκαταστάσεις αυτού του είδους χρησιμοποιούνταν περιστασιακά και χρησίμευαν ως τόποι ελέγχου της ευρύτερης περιοχής, πιθανώς μέσω της παρουσίας εκείμιας μόνιμης φρουράς / σκοπιάς. Παράλληλα, συνέτειναν στο αίσθημα ασφάλειας των μητρικών οικισμών στην περιφέρειά τους και κυρίως φαίνεται πως ήταν οι εν δυνάμει τόποι καταφυγής των κατοίκων σε περιπτώσεις εξαιρετικού κινδύνου.
Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η άμεση οπτική επαφή των γειτονικών οχυρών χώρων, ώστε να είναι δυνατή η επικοινωνία και η τηλε-ανταλλαγή πληροφοριών με κάποιο κωδικοποιημένο σύστημα (φρυκτωρίες;). Η πιθανή μετάδοση προσυμφωνημένων μηνυμάτων ακόμα και σε περίοδο ειρήνης, αποτελεί μια καλή ένδειξη της ευρύτερης πολιτικής και στρατιωτικής συγκρότησης.
Η προμελετημένη και οργανωμένη καταφυγή του πληθυσμού σε οχυρούς χώρους στις περιπτώσεις κινδύνου και εχθρικής επιβουλής, αποκωδικοποιεί ένα προσχεδιασμένο αμυντικό σύστημα που εφαρμοζόταν σε μία εκτενή περιοχή.Το σύστημα αυτό φαίνεται πως είχε κλιμακούμενη μορφή και προέβλεπε κατά σειρά την ασφάλεια του πληθυσμού, την ανασύνταξη των δυνάμεων στους διάσπαρτους οχυρούς χώρους, την απόκρουση του κινδύνου και τέλος την αντεπίθεση, με ορμητήρια τους ασφαλισμένους χώρους.
Οι φύσει οχυρές θέσεις, ενίοτε και τεχνικά τειχισμένες, πρέπει να βρίσκονταν κοντά η μία στην άλλη, γεγονός που εξασφάλιζε την επιτυχή άμυνα έναντι των κινούμενων στο μεταξύ τους πεδινό διάστημα. Φυσικά δεν γνωρίζουμε όλους αυτούς τους οχυρούς χώρους καταφυγής και άμυνας, αλλά η μικρή απόσταση ορισμένων που έχουν εντοπιστεί (Κάτω Ισώματα Καστριτσίου, Ορτός Ρίου, Μπόρτζι Βούντενης) είναι μάλλον διδακτική για την οργάνωση του τοπικού αμυντικού συστήματος στη δυτική Αχαΐα.
του Ιωάννη Μόσχου
*Η συνέχεια την επόμενη εβδομάδα