Η Μεσσαλίνα της Γαλλίας (1790), κείμενο ανωνύμου, εντάσσεται στην ελευθεριάζουσα ερωτική λογοτεχνία που γραφόταν κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα για να σατιρίσει τον έκλυτο βίο της Αυλής και έφτασε στην κορύφωσή της πριν από τη Γαλλική Επανάσταση. Το κείμενο εκκινεί ως αφήγημα καταγγελίας εναντίον της Μαρίας Αντουανέττας και της συντρόφου και αντιζήλου της δούκισσας ντε Πολινιάκ και, έπειτα από δεξιοτεχνικές διολισθήσεις του συγγραφέα, καταλήγει στην υμνολογία του αχαλίνωτου πάθους. Στην πορεία της αφήγησης, κι ενώ το γαϊτανάκι των ερωτικών σχέσεων έχει ξετυλιχθεί πλήρως, οι ηρωίδες δεν απαλλάσσονται απλώς από τα ηθικά και πολιτικά εγκλήματά τους, αλλά επιπλέον μεταβάλλονται στα πιο επιθυμητά μα και απρόσιτα αντικείμενα του πόθου, πρότυπα ερωτισμού που τρέφουν τις φαντασιώσεις ανδρών και γυναικών και διαιωνίζουν το παιχνίδι του έρωτα.
Η Μεσσαλίνα της Γαλλίας συνδυάζει με πολύ γοητευτικό τρόπο δύο αντιφατικά συστατικά: την προκλητική, γεμάτη αισθησιασμό ερωτική περιγραφή και μία γλώσσα εκλεπτυσμένη και ρητορική, που αξιοποιεί πλήθος θεματικά και υφολογικά στοιχεία από την ιστορία της ερωτικής λογοτεχνίας.
❧
«Η υποκρισία των ηρωίδων δεν σχετίζεται με την υποκρισία ως κοινωνική ή ηθική έννοια αλλά με την υποκρισία ως υψηλή τέχνη, την υποκριτική τέχνη του θεάτρου, προσδίδοντας στο κυνήγι της ηδονής το πρόσθετο και σαγηνευτικό στοιχείο του παιχνιδιού, της μεταμφίεσης, της εναλλαγής των ρόλων, της μετάβασης ή της διολίσθησης από προσωπείο σε προσωπείο.
Η Μεσσαλίνα της Γαλλίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “μυθιστόρημα των διολισθήσεων”. […] η τέχνη και η τεχνική της γραφής ταυτίζονται όσο ποτέ άλλοτε και αλλού με την τέχνη και την τεχνική της δαντέλας και του κεντήματος».
(από το επίμετρο του Ανδρέα Στάικου)