Η ΔΕΗ είναι πολλά πράγματα στην Ελλάδα, αλλά δεν είναι εκείνο το επίδικο που θα μπορούσε να κλονίσει την κυβέρνηση.
Η αναστάτωση που επικρατεί στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είναι απόλυτα επιφανειακή και είναι θέμα χρόνου να κοπάσει, παρότι η ΔΕΗ αποτελεί μια πανίσχυρη εκλογική δεξαμενή.
Σε αυτό βοηθά ότι οι βουλευτές δεν χρειάζεται να ψηφίσουν οποιαδήποτε απόφαση πριν έρθει το τελικό σχέδιο στα χέρια τους στο τέλος του 2017-αρχές του 2018, συνεπώς υπάρχει αρκετός χρόνος για να γίνουν οι αναγκαίες ζυμώσεις.
Κυβερνητικά στελέχη, βουλευτές και πολιτευτές του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αποδεχτεί πλήρως πως η πώληση μονάδων σε ιδιώτες είναι μια αναπόφευκτη εξέλιξη που δρομολογείται ως βίαιο μέτρο για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας.
Μπορεί να μη συμφωνούν όλοι με αυτή, αλλά γνωρίζουν πως έρχεται βίαια εξαιτίας της μέχρι σήμερα αποτυχίας της ΔΕΗ και των πολιτικών που εφαρμόστηκαν τα τελευταία 15 χρόνια, ώστε να περιοριστεί η υπερδεσπόζουσα θέση της στην παραγωγή και πώληση ηλεκτρικής ενέργειας.
Και είναι σε θέση να αντιληφθούν πως η συγκατάθεσή τους σε ό,τι μέχρι πρότινος «πολεμούσαν» έχει απείρως μικρότερο πολιτικό κόστος από τη μείωση των συντάξεων και τη νέα αύξηση των φόρων που θα κληθούν να ψηφίσουν σε λίγες εβδομάδες.
Ο υπουργός Εσωτερικών και τέως υπουργός Ενέργειας Πάνος Σκουρλέτης, που υπήρξε πολέμιος της ιδιωτικοποίησης μονάδων και της περαιτέρω μείωσης της συμμετοχής του κράτους στη ΔΕΗ, παραδέχτηκε χθες (ΣΚΑΪ) πως παρά τις διαφορετικές απόψεις του και ενώ ως υπουργός ακύρωσε τον νόμο για τη Μικρή ΔΕΗ (πώληση του 30% των εργοστασίων και πελατών) και διασφάλισε τη διατήρηση του 51% του ΑΔΜΗΕ υπό δημόσιο έλεγχο, θα σεβαστεί πλήρως τις συλλογικές αποφάσεις του κόμματός του.
Παρ’ όλα αυτά άφησε σοβαρές πολιτικές αιχμές ότι με την αποδοχή της συμφωνίας το κόμμα του (και ο ίδιος) θα εξυπηρετήσουν συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφέροντα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τα οποία έχουν προσβάσεις στην τρόικα και κρύβονται πίσω από τις πιέσεις για πώληση μονάδων «κοψοχρονιά».
Αυτή είναι μια αλήθεια, αλλά είναι μισή. Ιδιωτικά συμφέροντα εγχώριων και ξένων επενδυτών συνδιαλέγονται διαχρονικά με τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα και το κάνουν και αυτή την περίοδο, για να πάρουν καλύτερη θέση στην επόμενη μέρα.
Ανταγωνιστές
Τους προηγούμενους μήνες επικυρώθηκαν αρκετές συμφωνίες και νομοθετικές ρυθμίσεις που, σύμφωνα με στελέχη της ΔΕΗ και συνδικαλιστές, επιβάρυναν την εταιρεία προς όφελος ιδιωτών ανταγωνιστών της.
Ως τέτοια θεωρούν τον τρόπο που γίνεται ο διαχωρισμός του ΑΔΜΗΕ από τη ΔΕΗ, η συμφωνία για προνομιακή τιμολόγηση του ρεύματος προς την εταιρεία «Αλουμίνιο της Ελλάδος» (31,6 ευρώ η μεγαβατώρα μετά τις μεγάλες εκπτώσεις), τον καθορισμό της τιμής των δημοπρασιών ενέργειας στα 36,36 ευρώ/ MWh για τους ιδιώτες ανταγωνιστές της και την επιβολή χρέωσης σε όλους τους προμηθευτές για την κάλυψη του ειδικού λογαριασμού ΑΠΕ που εκτιμάται ότι θα κοστίσει περισσότερα από 500 εκατ. ευρώ στη ΔΕΗ μέχρι το 2018, ώστε να μην κουρευτούν περαιτέρω οι εγγυημένες τιμές ΑΠΕ.
Φυσικά η ΔΕΗ δεν έχει εξελιχθεί σήμερα σε μονοπώλιο επί ζημία επειδή έγιναν τα παραπάνω. Κυβερνήσεις επί κυβερνήσεων βυσσοδόμησαν πάνω της για να ασκήσουν φορολογική, επιχειρηματική και κοινωνική πολιτική και να εξυπηρετήσουν την εκλογική τους πελατεία.
Η απόφαση που αποδείχτηκε καταστροφικότερη όλων ήταν του τότε υπουργού Οικονομικών Ευάγγ. Βενιζέλου που υποχρέωσε τη ΔΕΗ να εισπράττει το «χαράτσι» των ακινήτων μέσω των λογαριασμών ρεύματος και είχε αποτέλεσμα την εκτόξευση των ανεξόφλητων οφειλών.
Η ΔΕΗ βρίσκεται σήμερα σε ένα σημείο που κινδυνεύει να «σκάσει».
Το γνωρίζουν καλύτερα από όλους οι βουλευτές της Δυτικής Μακεδονίας που ο ένας μετά τον άλλον παρέχουν επίσης διαβεβαιώσεις ότι δεν θα δημιουργήσουν πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση.
Παρότι διαφωνούν είτε για ιδεολογικούς λόγους, είτε κυρίως γιατί εκλέγονται με τις ψήφους εργαζομένων στις λιγνιτικές μονάδες και τα ορυχεία της Κοζάνης και της Φλώρινας, συνδέουν την ψήφο τους με το γενικότερο «εθνικό συμφέρον» και εμμέσως διαβεβαιώνουν ότι θα σεβαστούν την κομματική πειθαρχία.
Συνεπώς θέμα μη αποδοχής των συλλογικών αποφάσεων για ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, είτε αυτή αφορά την πώληση του 17% που έχει το ΤΑΙΠΕΔ, είτε επιμέρους μονάδων παραγωγής και πελατολογίου δεν τίθεται από καμία πλευρά.
Συναίνεση
Αντιθέτως είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία που υπάρχει διακομματική συναίνεση για να βγει η ΔΕΗ στο σφυρί, καθώς τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης τάσσονται αναφανδόν υπέρ της ιδιωτικοποίησης.
Από την άλλη η υπόθεση της πώλησης μονάδων της ΔΕΗ δεν είναι πλέον ένα θέμα γύρω από το οποίο μπορούν πλέον να στηθούν ιδεολογικές μάχες.
Μπορούν όμως και πρέπει να στηθούν οικονομικές μάχες, ώστε ο τρόπος που θα ιδιωτικοποιηθεί η ΔΕΗ να μην την οδηγήσει σε τέλμα ή την αφήσει ένα ζημιογόνο κουφάρι στα χέρια των φορολογούμενων.
Ούτως ή άλλως ο δημόσιος χαρακτήρας του τελευταίου μεγάλου κρατικού ολιγοπωλίου της Ελλάδας είναι καταδικασμένος να τελειώσει υπό την έννοια της προσαρμογής της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές οδηγίες, οι οποίες δεν έχουν σχέση με τα μνημόνια και την κρίση αλλά με την υποχρέωση που έχει αναλάβει η Ελλάδα εδώ και περίπου 16 χρόνια να απελευθερώσει την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και να περιορίσει τη δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ.
Εκκρεμότητα… 25 ετών
Στο πλαίσιο της απελευθέρωσης η κυβέρνηση ψήφισε με το τρίτο μνημόνιο την -με κάθε τρόπο- μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στην αγορά κάτω από το 50% μέχρι το 2020, γνωρίζοντας ότι αν αποτύχει το ένα εργαλείο θα ενεργοποιηθεί ένα άλλο ακόμη πιο βίαιο μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος.
Η πώληση μονάδων ή και η δημιουργία «Μικρών ΔΕΗ» που θα μεταβιβαστούν σε ιδιώτες υπάρχει ως σχέδιο στα χαρτιά από τη δεκαετία του 1990 αλλά μπήκε επιτακτικά στο τραπέζι από το 2010-2011.
Η τότε κυβέρνηση το έβαλε στο ψυγείο προκρίνοντας, αντί της πώλησης μονάδων, τις συμβάσεις πώλησης φτηνής ενέργειας από τη ΔΕΗ απευθείας σε ιδιώτες και το σχέδιο αυτό εφαρμόζεται πλέον σήμερα μέσω των δημοπρασιών τύπου NOME, το οποίο ενεργοποιήθηκε μετά την ακύρωση του νόμου για τη Μικρή ΔΕΗ.
Η αργή μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ με τη μέθοδο των δημοπρασιών (παραμένει στο 89%) αλλά και η καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του 2009, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα οφείλει να παράσχει πρόσβαση σε ιδιώτες για την εκμετάλλευση λιγνιτικών κοιτασμάτων (εξόρυξη και παραγωγή ενέργειας), λειτουργούν πλέον καταλυτικά ώστε να ανοίξει εκ νέου η συζήτηση για τις μονάδες της ΔΕΗ.
Το σχέδιο που βρίσκεται σήμερα στο τραπέζι προβλέπει αρχικά την πώληση παλαιών και νέων λιγνιτικών εργοστασίων το 2018, αλλά δεν αποκλείει στη συνέχεια να προστεθούν στο καλάθι και υδροηλεκτρικές μονάδες που βρίσκονται κατά μήκος του Αλιάκμονα και του Αχελώου για τις οποίες «καίγονται» περισσότερο οι ανταγωνιστές της ΔΕΗ.
Συνολικά εφόσον πρόκειται να πουληθεί το 40% του παραγωγικού δυναμικού της ΔΕΗ, η εκτίμηση είναι πως θα βγουν στο σφυρί λιγνιτικές μονάδες ισχύος 1.500 MW από το σύνολο των 3,1 GW που έχει στην κατοχή της και επιπλέον 1,25GW υδροηλεκτρικών μονάδων χωρίς να μπορεί να εκτιμήσεις κανείς τι τίμημα θα εισπράξει η εταιρεία για αυτές.
Πρόκειται σε κάθε περίπτωση για ένα εγχείρημα εξαιρετικά πολύπλοκο που δεν είναι εύκολο να ολοκληρωθεί χωρίς επιπτώσεις.
Η ΔΕΗ θα ευνοηθεί μεν από πλευράς ρευστότητας γιατί μπορεί να βάλει στα ταμεία της μερικά δισεκατομμύρια ευρώ και να αντιμετωπίσει τα μεγάλα χρέη της, ωστόσο η μετατροπή της σε μια πολύ μικρότερη εταιρεία από τη σημερινή είναι μονόδρομος και δεν εξασφαλίζει μικρότερα προβλήματα.
Η δυσκολία του όλου εγχειρήματος δεν έγκειται μόνο στην επιλογή των μονάδων (παλαιών και νέων) που θα αφαιρεθούν από το κυρίως σώμα της ΔΕΗ, αλλά και στις συνέπειες που θα έχει η περαιτέρω μείωση της περιουσιακής βάσης της ΔΕΗ στις δανειακές συμβάσεις δισεκατομμυρίων που έχει με τις τράπεζες.