Στην Ομορφάσχημη (1960) η ηρωίδα, μια νεαρή Εβραία αυστριακής καταγωγής ονόματι Γερτρούδη Στερν, μοιράζεται ως έναν βαθμό την τύχη των ομοφύλων της στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έχοντας επιβιώσει από μια σειρά γεγονότων φυλετικής δίωξης από τους ναζί, μιλά για το παρελθόν της σε τυχαίους αλλά κάθε φορά νέους ακροατές, με τους οποίους στη συνέχεια συνάπτει ερωτική σχέση λίγων ημερών. Ένας από τους ακροατές της, ο αφηγητής του κειμένου, θα αναπαραγάγει πιστά την πρωτοπρόσωπη εξομολόγησή της επιχειρώντας με τη σειρά του να μοιραστεί με κάποιον φίλο του την ιστορία που άκουσε από την ίδια.

Βυθισμένη σ’ έναν κόσμο καχυποψίας και παραμορφωτικών διαθλάσεων της πραγματικότητας, η Γερτρούδη προσπαθεί να ανακαλέσει το τραυματικό παρελθόν της και να μιλήσει για το βίωμα του διωγμού των Εβραίων. Ωστόσο, η αφήγησή της αποκλίνει εμφανώς από κάθε προσπάθεια ρεαλιστικής αναπαράστασης. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται τόσο για την αληθοφάνεια των γεγονότων όσο για την τραυματική επίπτωσή τους στη ζωή της ηρωίδας του.

Κινούμενος στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικού και επινοημένου, χρησιμοποιώντας συγχρόνως ένα ολόκληρο σύστημα ρητορικών και λογοτεχνικών τεχνασμάτων, ο Καχτίτσης αναδεικνύει τη μαρτυρία ως κειμενική κατασκευή, ως πρακτική λόγου που ανακινεί μια σειρά από υπαρξιακά και ηθικά ζητήματα που σχετίζονται με το τραύμα, τη γλώσσα, την επιβίωση.

«Καιρό είχα να διαβάσω ελληνικό διήγημα, τόσο συναρπαστικό και υποβλητικό. Οι σκηνές ιδίως της συλλήψεως της ηρωίδας και η φυλάκισή της, οι σκηνές της εξοχής με τους θείους, η ατμόσφαιρα του σπιτιού του ογδοντάρη γέρου κι αυτός ο ίδιος ο γέρος, ο δειλός Ρώσος στρατιωτικός είχαν τόση ένταση, μαρτυρούσαν ένα δυνατό δημιουργικό αλλά ταυτόχρονα ισορροπημένο, νηφάλιο κέφι που μεταδινόταν ατόφιο, κυλώντας αβίαστα από την πηγή του στην ψυχή του αναγνώστη».

Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ, ανέκδοτη επιστολή στον Ν. Καχτίτση, 7.1.1961

Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ γεννήθηκε το 1926 στη Γαστούνη, κωμόπολη του κάμπου της Ηλείας. Από πολύ νέος βρήκε καταφυγή στη λογοτεχνία και έφηβος ακόμα, το 1941, δημοσίευσε κείμενό του σε περιοδικό. Η Κατοχή και ο Εμφύλιος στην Πάτρα και η θητεία του στον στρατό (1949-1952) σφράγισαν ανεξίτηλα τον ψυχισμό του και επέτειναν την τάση φυγής που διαρκώς τον διακατείχε. Την περίοδο 1953-1955 μετανάστευσε στην Αφρική, όπου εργάστηκε σε εμπορική εταιρεία. Το 1956 εγκαθίσταται μόνιμα στο Μόντρεαλ του Καναδά, όπου θα αποκτήσει οικογένεια και θα βιοποριστεί ασκώντας διάφορα επαγγέλματα. Στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του επιδίδεται με πάθος στα δύο εκείνα πράγματα που κατεξοχήν τον τρέφουν: τη λογοτεχνία και την αλληλογραφία με τους φίλους του. Χτυπημένος από οξεία λευχαιμία, αναχωρεί για το στερνό ταξίδι, το πρώτο στην Ελλάδα μετά από δεκατέσσερα χρόνια, στις 16 Μαΐου 1970. Θα εκπνεύσει, στην Πάτρα, εννέα ημέρες αργότερα. Ο ενταφιασμός του στον οικογενειακό τάφο θα γίνει στις 26 Μαΐου με την παρουσία λίγων φίλων.