Κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τό Ἀ­γρί­νιο ἀλ­λά γεν­νή­θη­κε στό χω­ριό Σκου­τε­ρά Τρι­χω­νί­δος Ἀ­γρι­νί­ου τό 1910, ὅ­που ἦ­ταν ὁ πα­τέ­ρας του τό­τε ἐ­φη­μέ­ριος.

Οἱ γο­νεῖς του, ὁ ἱ­ε­ρεύς Χρῆ­στος Πα­πα­χρῆ­στος καί ἡ Θε­ο­φά­νη, ἦ­ταν πο­λύ πι­στοί καί εὐ­λα­βεῖς καί ζοῦ­σαν μέ ἀ­κρί­βεια τήν ὀρ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.

Ὁ Κύ­ριος τούς ἐ­κά­λε­σε ἐ­νω­ρίς κοντά Του καί ἄ­φη­σαν ἡ μέν μη­τέ­ρα σέ ἡ­λι­κί­α 5 ἐ­τῶν καί ὁ πα­τέ­ρας σέ ἡ­λι­κί­α 14 πεντάρ­φα­νο τόν μι­κρό Εὐ­στρά­τιο. Πα­ρά ταῦ­τα ἡ βα­θειά πί­στη, ἡ εὐ­λά­βεια καί ἡ ἀ­γά­πη στήν Ἐκ­κλη­σί­α πού τοῦ φύ­τε­ψαν οἱ γο­νεῖς του τόν δι­α­τή­ρη­σαν πι­στό καί κα­θα­ρό μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ὄ­χι μό­νο δέν πα­ρα­σύρ­θη­κε ἀ­πό τόν κό­σμο ἀλ­λά καλ­λι­έρ­γη­σε καί αὔ­ξη­σε τόν πό­θο του νά δι­α­κο­νή­ση τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὡς ἱ­ε­ρεύς.

Πο­λύ βο­ή­θη­σε τήν κα­τά Θε­όν προ­κο­πή του καί τό ὅ­τι τό γε­νε­α­λο­γι­κό του δέν­δρο εἶ­χε εὐ­λα­βεῖς καί ἀ­ξι­ό­λο­γους ἱ­ε­ρεῖς, κοντά στούς ὁ­ποί­ους ζοῦ­σε πνευ­μα­τι­κή ζω­ή καί καλ­λι­έρ­γη­σε τήν ἱ­ε­ρα­τι­κή του κλή­ση. Ὁ ἀ­δερ­φός τοῦ πα­τέ­ρα του, Νι­κό­λα­ος, ἦ­ταν ἱ­ε­ρεύς στήν Με­γά­λη Χώ­ρα καί ὁ ἀ­δελ­φός τῆς μη­τέ­ρας του, Ἀρ­χιμ. Ἀ­πό­στο­λος Φα­φού­της, ὁ γνω­στός «Πα­πα­πο­στό­λης», ἦταν ὁ κλη­ρι­κός ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­σω­σε μέ τήν θυ­σί­α του καί τήν προ­σφο­ρά του τό Ἀ­γρί­νιο.

Ὁ Εὐ­στρά­τιος γνώ­ρι­ζε ἁ­γι­ο­γρα­φί­α καί καλ­λι­γρα­φί­α, ἦ­ταν αὐ­το­δί­δα­κτος καί μέ τήν τέ­χνη αὐ­τή ἐ­ξοι­κο­νο­μοῦ­σε, πρίν γί­νη ἱ­ε­ρεύς, τά πρός τό ζῆν. Εὑ­ρί­σκονται ὡ­ραι­ό­τα­τες εἰ­κό­νες του πού κο­σμοῦν τούς να­ούς τῆς πε­ρι­ο­χῆς.

Μέ τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Κυ­ρί­ου ἔ­κα­νε οἰ­κο­γέ­νεια. Ἐ­νυμ­φεύ­θη τήν εὐ­λα­βῆ Θε­ο­δο­σί­α μέ τήν ὁ­ποί­α ἀ­πέ­κτη­σαν ἕ­ξι τέ­κνα (τά δυ­ό ἐ­κοι­μή­θη­καν σέ βρε­φι­κή ἡ­λι­κί­α).

Ἀ­νέ­θρε­ψαν τά παι­διά τους ἐν παι­δεί­ᾳ καί νου­θε­σί­ᾳ Κυ­ρί­ου μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα καί οἱ τρεῖς γυιοί νά γί­νουν θε­ο­λό­γοι καί μά­λι­στα οἱ δυ­ό κλη­ρι­κοί, ἡ δέ θυ­γα­τέ­ρα τους εἶ­ναι ψυ­χή ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στόν Θε­ό.

Στά παι­διά του ὁ Εὐ­στρά­τιος εἶ­χε πολ­λή ἀ­γά­πη μέ­χρι αὐ­το­θυ­σί­ας. Ἦ­ταν ὅ­μως αὐ­στη­ρός καί ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τος στίς ἀ­τα­ξί­ες τους καί στίς ἀ­νυ­πα­κο­ές τους, τίς ὁ­ποῖ­ες πα­ρου­σί­α­ζαν ὡς παι­διά.

Τό 1937 χει­ρο­το­νή­θη­κε ὁ Εὐ­στρά­τιος ἱ­ε­ρεύς ἀ­πό τόν τό­τε Μη­τρο­πο­λί­τη Αἰ­τω­λί­ας καί Ἀ­καρ­να­νί­ας κύ­ριο Ἱ­ε­ρό­θε­ο. Φλό­γα καί πό­θο εἶ­χε νά δι­α­κο­νή­ση τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φοῦ ἄλ­λω­στε ὅ­λη ἡ παι­δι­κή καί ἡ ἐ­φη­βι­κή ζω­ή του βι­ώ­θη­κε μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Ὑ­πη­ρέ­τη­σε σέ τρεῖς ἐ­νο­ρί­ες, Σκου­τε­σιά­δα, Ἐ­λαι­ό­φυ­το καί Με­γά­λη Χώ­ρα, ὅ­λες τ­ῆς ἐ­παρ­χί­ας Τρι­χω­νί­δος Ἀ­γρι­νί­ου.

Ἡ ἱ­ε­ρα­τι­κή του δι­α­κο­νί­α ἦ­ταν μί­α συ­νε­χής καί ἀ­δι­ά­κο­πη προ­σφο­ρά στό φρι­κτό Θυ­σι­α­στή­ριο καί στίς ψυ­χές τῶν χρι­στια­νῶν. Ἡ θερ­μή πί­στη του, ἡ ἀ­γά­πη του στόν Θε­ό καί στήν Πα­τρί­δα, ἡ ἀ­γά­πη του στούς Ἁ­γί­ους, στίς ἀ­κο­λου­θί­ες, στήν ἀ­κρί­βεια τοῦ τυ­πι­κοῦ τῶν ἱ­ε­ρῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν καί στήν ἐν γέ­νει λα­τρεί­α τόν ἔ­κα­ναν κλη­ρι­κό πού σή­κω­νε ἐ­πά­νω του μέ εὐ­θύ­νη τήν πα­ρά­δο­ση τοῦ γνη­σί­ου ὀρ­θο­δό­ξου κλη­ρι­κοῦ καί τοῦ συ­νει­δη­τοῦ Ρω­μιοῦ.

Πο­τέ δέν ἀ­νέ­χθη­κε τά παι­διά του νά ἀ­τα­κτοῦν μέ­σα στό Ἱ­ε­ρό Βῆ­μα. Πο­τέ δέν ὑ­πε­χώ­ρη­σε καί δέν ἔ­βα­λε τη­λε­ό­ρα­ση στό σπί­τι του, ἀλλά ἔ­λε­γε συ­χνά: «Ἱ­ε­ρεύς καί τη­λε­ό­ρα­ση δέν συμ­βι­βά­ζονται».

Λει­τουρ­γοῦ­σε καί τίς μι­κρές λε­γό­με­νες γι­ορ­τές καί δέν ἐ­πέ­τρε­πε νά πα­ρα­λει­φθῆ τί­πο­τε ἀ­πό τήν σει­ρά τοῦ τυ­πι­κοῦ κα­τά τίς ἀ­κο­λου­θί­ες. Ἔ­κα­νε τίς ἀ­κο­λου­θί­ες του κα­θη­με­ρι­νῶς καί μέ­χρι τίς τε­λευ­ταῖ­ες μέ­ρες τῆς ζω­ῆς του στό δω­μά­τιό του. Ὁ Κύ­ριος τοῦ χά­ρι­σε ἐ­πί πλέ­ον θαυ­μά­σια φω­νή καί μ᾿ αὐ­τήν ἔ­ψαλ­λε μέ­ρα καί νύ­χτα δο­ξά­ζοντας τόν Θε­ό.

Στήν ἱ­ε­ρα­τι­κή του δι­α­κο­νί­α εἶ­δε πολ­λά θαύ­μα­τα. Ἀρ­χι­κά ὁ ἴδιος μέ ἀλλε­πά­λη­λα θαύ­μα­τα σώ­θη­κε ἀ­πό τούς ἀντάρ­τες καί τούς Γερ­μα­νούς ὅταν­ ἐ­κεῖ­νοι πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πό ἕ­ξι φο­ρές τόν ἔ­συ­ραν στό ἐ­κτε­λε­στι­κό ἀ­πό­σπα­σμα.

Τό 1959, στίς 12 Σε­πτεμ­βρί­ου, λει­τουρ­γοῦ­σε στόν κοι­μη­τη­ρια­κό να­ό Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου Με­γά­λης Χώ­ρας τῆς ἐ­νο­ρί­ας του. Ὁ να­ός αὐ­τός εἶ­ναι πρω­το­χρι­στι­α­νι­κός (τοῦ 6ου αἰ­ῶ­νος μ.Χ). Ὅ­ταν ἄρ­χι­σε τόν Ὄρ­θρο καί προ­χώ­ρη­σε ἦρθαν δυ­ό ἀ­δελ­φοί οἰ­κο­γε­νειά­ρχες. Ὁ ἕ­νας εἶ­χε πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο τό σα­γό­νι του καί δέν μπο­ροῦ­σε νά μι­λή­ση. Ὁ ἄλ­λος ζή­τη­σε ἀ­πό τόν π. Εὐ­στρά­τιο νά τοῦ πῆ ἄν γνω­ρί­ζη στό Ἀγρί­νιο κα­νέ­να κα­λό για­τρό. Ὁ π. Εὐ­στρά­τιος τούς εἶ­πε: «Κα­θῆστε ἐ­δῶ καί ἡ Πα­να­γιά μας εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος για­τρός». Πράγ­μα­τι πα­ρέ­μει­ναν καί τό θαῦ­μα ἔ­γι­νε. Ὅ­ταν ψαλ­λό­ταν τό «Καθ᾿ ἑ­κά­στην  ἡμέ­ραν  εὐ­λο­γή­σω ­ Σε…» τῆς  δο­ξο­λο­γί­ας, ὁ Ἰ. Νά­κος, ὁ ἀ­σθε­νής, φώ­να­ξε δυ­να­τά: «Πα­να­γιά μου», ἔτρε­ξε στήν θαυ­μα­τουρ­γό εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γιᾶς μας καί ἔγι­νε τε­λεί­ως κα­λά.

Τό κα­λο­καί­ρι τοῦ 1960 τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε ἡ κ. Π. μέ τόν σύ­ζυ­γό της καί τοῦ ἀ­νέ­φε­ραν τόν πό­νο τους για­τί δέν εἶ­χαν παι­διά. Ὁ π. Εὐ­στρά­τιος τούς εἶ­πε: «Μή φο­βᾶ­σθε. Νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ­τε εἰ­λι­κρι­νά, νά νη­στεύ­σε­τε, θά τε­λέ­σου­με θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἂν μπο­ρῆ­τε νά κοι­νω­νή­σε­τε, καί ὁ Κύ­ριος θά κά­νει τό θαῦ­μα του». Ἔ­τσι ἔ­κα­ναν καί τό θαῦ­μα ἔ­γι­νε. Σέ σα­ράντα ἡ­μέ­ρες ἡ γυ­ναῖ­κα ἔμεινε ἔγκυος.

Τήν ἄνοι­ξη τοῦ 1961 εἶχε φο­βε­ρή ἀ­νομ­βρί­α. Δέν εἶ­χαν γί­νει τά ἀρ­δευ­τι­κά ἔρ­γα τοῦ Ἀ­χε­λώ­ου καί τά κα­πνά, ἡ κυ­ρί­α ἀ­πα­σχό­λη­ση τῶν ἀν­θρώ­πων, κιν­δύ­νευ­αν λό­γῳ ξη­ρα­σί­ας. Οἱ κά­τοι­κοι τῆς ἐ­νο­ρί­ας ἦταν ἀ­νά­στα­τοι. Ὁ π. Εὐ­στρά­τιος κά­λε­σε τούς χρι­στια­νούς καί τούς εἶ­πε: «Νά νη­στέ­ψου­με, νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με καί νά λι­τα­νεύ­σου­με τήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας μας. Ὁ Θε­ός μας θά δώ­σει βρο­χή». Ἔ­τσι καί ἔ­γι­νε. Τήν 29η Μα­ΐ­ου 1961 ἔ­γι­νε λι­τα­νεί­α. Ὅ­ταν ξε­κί­νη­σε ἡ λι­τα­νεί­α οὔ­τε ἕ­να συν­νε­φά­κι δέν ὑ­πῆρ­χε στόν οὐ­ρα­νό, καμμία ἔν­δει­ξη βρο­χῆς. Μέ­χρις ὅ­του ὅ­μως ἐ­πι­στρέ­ψουν στό Να­ό, κα­τέ­κλυ­σε τό χω­ριό ἡ βρο­χή. Δῶ­ρον Θε­οῦ καί θαῦ­μα.

Στίς 7 Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 1963 με­τά ἀ­πό τήν θεία Λει­τουρ­γί­α πού εἶ­χε τε­λέ­σει, ἦρ­θε ὁ Σπυ­ρί­δων Τ. καί τοῦ ἀ­νέ­φε­ρε ὅ­τι κάμ­πια πολ­λή κα­τέ­στρε­ψε τό τρι­φύλ­λι του καί τήν οἰ­κο­νο­μί­α του. Ὁ π. Εὐ­στρά­τιος πῆ­γε μα­ζί του στό χω­ρά­φι καί ἔ­κα­νε ἁ­για­σμό. Οἱ πε­ρί­οι­κοι εἰ­ρω­νεύ­τη­καν τόν Σπῦρο γι᾽ αὐ­τό πού ἔ­κα­νε. Ἀ­φοῦ ἔ­γι­νε ὁ ἁ­γι­ασμός καί ἔ­φυ­γε ὁ Ἱ­ε­ρέ­ας, σέ λί­γο ἦλ­θε χα­ρού­με­νος ὁ ἰ­δι­ο­κτή­της τοῦ χω­ρα­φιοῦ ὁ­μο­λο­γώντας ὅ­τι ὅ­λη ἡ κάμ­πια με­τά τόν ἁ­για­σμό ἔ­πε­σε στό πα­ρα­κεί­με­νο αὐ­λά­κι μέ τό νε­ρό. Πρα­σί­νι­σε τό νε­ρό.

Κά­πο­τε ἔ­κα­νε στό σπί­τι του στήν Με­γά­λη Χώ­ρα εὐ­χέ­λαι­ο. Ξαφ­νι­κά ἦλ­θε τό ζεῦ­γος Α. Λ. μέ τό μι­κρό παι­δά­κι τους στά χέ­ρια. «Πά­τερ, σταύ­ρω­σε τό παι­δί, εἶ­ναι πο­λύ ἄρ­ρω­στο. Σταύ­ρω­σέ το καί θά τό πᾶ­με ἀ­μέ­σως στόν για­τρό στό Ἀ­γρί­νιο». Ὁ π. Εὐ­στρά­τιος τό σταύ­ρω­σε μέ τό ἅ­γιο ἔ­λαι­ο τοῦ εὐ­χε­λαί­ου καί τούς εἶ­πε: «Πη­γαί­νε­τε στό σπί­τι σας. Τό παι­δί θά γί­νει κα­λά». Ἔ­τσι καί ἔ­γι­νε.

Ἔρ­χο­νταν πολ­λοί μέ πνεῦ­μα ἀ­κά­θαρ­το, μέ ἐπή­ρεια πο­νη­ροῦ καί ἀφοῦ τούς δι­ά­βα­ζε, θε­ρα­πεύ­ο­νταν.

Πολ­λά ζῶ­α, ἄ­λο­γα, πρό­βα­τα κ.λ.π., ἕ­τοι­μα νά ψο­φή­σουν, μό­λις ἔ­κα­νε ἁ­για­σμό καί τά ράντι­ζε, γί­νονταν τε­λεί­ως κα­λά.

Δέν εἶ­ναι λί­γες οἱ πε­ρι­πτώ­σεις κα­τά τίς ὁ­ποῖ­ες, ἐ­νῶ οἱ ἀ­γρό­τες ράντι­ζαν τά κα­πνά μέ πολ­λά φάρ­μα­κα γι­ά νά τά σώ­σουν ἀ­πό τό σκου­λή­κι πού τά θέ­ρι­ζε καί δέν ἔ­φερ­ναν ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, μό­λις ἔ­κα­νε ἁ­για­σμό ὁ π. Εὐ­στρά­τιος ἀ­μέ­σως ἐ­ξα­φα­νιζό­ταν τό σκου­λή­κι.

Ἡ Ἑλ. Ἐπ. εἶ­χε μεγάλο ἀλ­λερ­γι­κό πρό­βλη­μα. Ἔ­φθα­σε σέ ἐ­πι­κίν­δυ­νη κα­τά­στα­ση. Οἱ για­τροί ἔ­δει­ξαν ἀ­δυ­να­μί­α θε­ρα­πεί­ας καί οἱ γο­νεῖς κα­τέ­φυ­γαν στόν π. Εὐ­στρά­τιο. Μί­α ἑ­βδο­μά­δα τούς εἶ­πε θά προ­σευ­χη­θοῦ­με θερ­μά καί ὁ Κύ­ριος θά δώ­σει τήν θε­ρα­πεία­. Ἔ­τσι καί ἔ­γι­νε. Ἡ ἀ­σθε­νής ἔ­γι­νε τε­λεί­ως κα­λά.

Τόν και­ρό τῆς κα­το­χῆς δέν εἶ­χε οὔ­τε τά ἀ­πα­ραί­τη­τα γι­ά νά συντη­ρή­ση τήν οἰ­κο­γέ­νειά του. Ξε­κι­νοῦ­σε μέ τά πό­δια ἀ­πό τό χω­ριό Σκου­τε­σιά­δα γι­ά νά πά­η στό Ἀ­γρί­νιο νά πά­ρη τοὐ­λά­χι­στον κά­τι ἁπλό γι­ά τά δυ­ό παι­διά του πού εἶ­χε τό­τε. Στόν δρό­μο προ­σευ­χό­ταν νά τοῦ δώ­ση ὁ Κύ­ριος κά­τι γι­ά νά ἀ­γο­ρά­ση ἔ­στω λί­γα τρό­φι­μα. Ἡ προ­σευ­χή­ του εἰ­σα­κου­ό­ταν. Δέν εἶ­ναι λί­γες οἱ πε­ρι­πτώ­σεις πού με­τά τήν προ­σευ­χή εὕ­ρι­σκε ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό χρή­μα­τα στόν δρό­μο.

Προ­εῖ­δε τήν κοί­μη­σή του καί εἶ­πε ὅ­τι ἐ­γώ θά φύ­γω σέ λί­γο. Τό τε­λευ­ταῖ­ο τρο­πά­ριο πού ἔ­ψα­λε πρό τῆς κοι­μή­σε­ώς του ἦ­ταν τό «Τίς Θε­ός μέ­γας…».

Ἐ­κοι­μή­θη τήν 28η Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2000.

Ση­μει­ω­τέ­ον ὅ­τι τό σῶ­μα του δέν πά­γω­σε, ἂν καί πέ­ρα­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πό 24 ὦ­ρες ἀ­πό τήν στιγ­μή πού ἀ­να­χώ­ρη­σε γι­ά τήν ἄ­νω Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ.

Ἂς ἔ­χου­με τήν εὐ­χή του. Ἀ­μήν.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα

 

ΤΟ ΤΑΜΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ.

Ἡ Δ΄ Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις.

Νομίζει ἑαυτὴν εὐτυχῆ γενομένη ὄργανον, δι᾿ οὗ τὸ Ἔθνος ἐκπληροῖ τὸ πλέον ἐφετὸν τῶν χρεῶν του, δη­λα­δὴ τὸ νὰ ἀναπέμψῃ τὴν εὐγνωμοσύνην του πρὸς τὸν Θε­όν, Ὅστις ἔδειξε τοσαῦτα θαύματα διὰ νὰ τὸ σώσῃ.

 Κατὰ συνέπειαν, ἡ Δ΄  Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσις ψηφίζει:

Α΄. Ὅταν ἡ τοπικὴ περιφέρεια τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ καθέ­δρα τῆς Κυβερνήσεώς της κατασταθῶσιν ὁρι­στι­κῶς, οἱ δὲ οἰκονομικοὶ πόροι τοῦ κράτους τὸ ἐπιτρέ­ψω­σιν, ἡ Κυβέρνησις θέλει διατάξει νὰ ἐγερθῇ εἰς τὴν κα­θέ­δραν εἷς Ναὸς ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος.

 

(ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, τόμος 4ος. Δ΄ ἐν Ἄργει Ἐθνικὴ Συνέλευσις 1828-1829,

-Δεύτερος τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων, σελ. 116)

Ὅταν οἱ ὑπεύ­θυ­νοι ἐνθυ­μη­θοῦν νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν τό λη­σμο­νη­μένο καί ἀνεκ­πλή­­ρω­το τάμα τοῦ Ἔθ­νους καί ἀρχίση ἡ ἀνοικο­δό­μη­ση τοῦ Ναοῦ, τά ἔσοδα ἀπό τήν διάθεση τοῦ παρόντος βι­­βλί­­ου θά διατεθοῦν γιά ἕνα λιθαράκι στό Ναό τοῦ Σω­τῆ­ρος μας Χριστοῦ.

 

ΠΗΓΗ