Οι πρόγονοι μας δεν φυλάκιζαν τους εγκληματίες. Είτε τους έβαζαν πρόστιμο, είτε τους εξόριζαν, είτε τους θανάτωναν. Γι αυτό δεν υπήρχαν φυλακές, παρά μόνο προσωρινά κρατητήρια. Θεωρούσαν τρελή ιδέα να ταΐζουν έναν εγκληματία για χρόνια, ελπίζοντας να γίνει καλός άνθρωπος.
Παρά τα όσα βλέπουμε στις κινηματογραφικές ταινίες ή διαβάζουμε σε αμφίβολης αξιοπιστίας ιστορικά μυθιστορήματα, στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχαν φυλακές ή μάλλον για να πούμε καλύτερα, δεν υπήρχε η ποινή της φυλάκισης. Σε μια τόσο πρώιμη ιστορικά εποχή, η έννοια του σωφρονισμού όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα δεν ήταν νοητή.
Στον Αθηναίο της εποχής του Δράκοντα και του Σόλωνα ή στον Σπαρτιάτη του πελοποννησιακού πολέμου, θα φαινόταν τελείως παλαβή η ιδέα να κλείνεται ένας εγκληματίας σ’ ένα δωμάτιο και να τρέφεται απ’ όλους τους υπόλοιπους μέχρι να ξαναγίνει καλός άνθρωπος. Στην αρχαία Ελλάδα οι βασικές ποινές ανάλογα με το αδίκημα ήταν το χρηματικό πρόστιμο, η δήμευση της περιουσίας, η εξορία και ο θάνατος. Φυλακές σαν τις σημερινές δεν υπήρχαν, παρά μόνο κάποια οικήματα που προσομοιάζουν με τα σημερινά κρατητήρια, όπου κρατούνταν για λίγο όσοι περίμεναν δίκη ή όσοι είχαν καταδικαστεί και περίμεναν εκτέλεση. Σ’ ένα τέτοιο κρατητήριο ήπιε το κώνειο ο Σωκράτης.
Ο πρώτος που πρότεινε εγκλεισμό σε φυλακή ήταν ο Πλάτωνας στην ιδανική «Πολιτεία» του, όπου μιλούσε για τρία είδη φυλακών. Το πρώτο είδος έπρεπε να είναι κοντά στην αγορά όπου οι έγκλειστοι θα παραδειγμάτιζαν τους άλλους και θα παραδειγματίζονταν παράλληλα οι ίδιοι, έχοντας καθημερινή επαφή με τους πολίτες. Το δεύτερο είδος φυλακής έπρεπε να βρίσκεται στην πιο άγρια περιοχή της πόλης όπου βασικός στόχος θα ήταν η τιμωρία και ο εκφοβισμός. Για το τρίτο είδος φυλακής δεν προσδιόριζε τόπο στέγασης, αλλά περίγραφε την αποστολή της. Σ’ αυτήν θα υπήρχε πενταετής πλήρης απομόνωση των φυλακισμένων και η μόνη τους επαφή θα ήταν μ’ ένα συμβούλιο της πόλης που θα φρόντιζε για την επανένταξη τους.
Ο Πλάτωνας ήταν πολύ κοντύτερα από κάθε άλλον στις σημερινές σωφρονιστικές απόψεις, αφού στους «Νόμους του» διατύπωνε την πεποίθηση ότι «κανένας δεν είναι κακός με τη θέληση του». Διατυπώνοντας λοιπόν έστω και έμμεσα τη θεωρία ότι έχει και η κοινωνία μέρος της ευθύνης για τη μετατροπή ενός πολίτη σε εγκληματία, ήταν πλέον λογικό να προτείνει μέσα κοινωνικού σωφρονισμού και επιστροφής του ανθρώπου αυτού στην κανονικότητα. Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι ιδέες του Πλάτωνα ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακές για την εποχή, ακόμα και για τα πιο ανοιχτά μυαλά. Ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» αμφισβητεί τις Πλατωνικές απόψεις, λέει ότι οι εγκληματίες είναι κοινωνικά επικίνδυνοι και καταλήγει ότι πρέπει να τιμωρούνται σκληρά όπως τα ζώα, ανάλογα με το έγκλημα.
Πάντως, η ανυπαρξία της ποινής της φυλάκισης, αλλά και το γεγονός ότι η τιμωρία του προστίμου και της δήμευσης δεν είχε νόημα για τους φτωχούς, οδηγούσε υποχρεωτικά στην υπερβολική χρήση της έσχατης των ποινών. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχαία Ελλάδα καταδίκαζαν ανθρώπους σε θάνατο για ψύλλου πήδημα. Όταν στον Πελοποννησιακό πόλεμο η Εκκλησία του Δήμου των Αθηναίων ανασκεύασε μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες την απόφαση της για εκτέλεση όλων των πολιτών της Μυτιλήνης επειδή είχαν στασιάσει, ο Διόδοτος στη αγόρευση του αναφέρεται διεξοδικά σ’ αυτό το θέμα. Εξηγεί ότι οι ποινές γίνονται ολοένα και αυστηρότερες, με αποτέλεσμα όλα σχεδόν τα αδικήματα να τιμωρούνται τελικά με θάνατο.
Καταλήγει όμως ότι παρά ταύτα, η τέλεση των εγκλημάτων συνεχίζεται, άρα η θανατική ποινή δεν αποτελεί αποτελεσματικό μέτρο πρόληψης των αδικημάτων. Ο Διόδοτος έπεισε τότε τους Αθηναίους να διορθώσουν μια τρομακτική αδικία. Ενώ την προηγούμενη μέρα, εν’ βρασμώ ψυχής είχαν αποφασίσει τον σφαγιασμό όλου του πληθυσμού της Μυτιλήνης και είχαν στείλει τη διαταγή, την επόμενη μέρα το ξανασκέφτηκαν κι έστειλαν δεύτερο πλοίο με επιεικέστερη διαταγή που πρόλαβε το πρώτο πριν μπει στο λιμάνι της πόλης. Έτσι η αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία γλύτωσε από το χειρότερο όνειδος της ιστορίας της.