Άρθρο του Giovanni Brizzi
Μετάφραση: Θεόδωρος Λάσκαρης
Δομημένο σύμφωνα με ένα χρονολογικό-αφηγηματικό σχήμα, το βιβλίο του Gastone Breccia ‘Η ασπίδα του Χριστού, οι πόλεμοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας’, καλύπτει την περίοδο μεταξύ της ήττας που υπέστη ο Ουάλης στην Αδριανούπολη (378 μ.Χ.) και την αποτυχημένη επίθεση του Βούλγαρου ηγεμόνα Κρούμ εναντίον της Κωνσταντινούπολης (813 μ.Χ.). Δηλαδή, τους αιώνες που είδαν την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία να αντιτάσσεται σε διαδοχικά κύματα, πάντα διαφορετικών εισβολέων, να εμποδίζει επιδρομές, να προστατεύει τα σύνορα και ακόμη να ανακτά από καιρό χαμένα εδάφη.
Τα βασικά σημεία στα οποία εστιάζει ο συγγραφέας είναι η πολιτική και στρατιωτική κατάσταση της αυτοκρατορίας, καθώς και η δομή, η οργάνωση και η χρήση των στρατευμάτων της. Με δύο κύρια σημεία καμπής: τη δημιουργία ενός νέου αμυντικού συστήματος από μέρους του Θεοδόσιου του Α΄μετά την Αδριανούπολη καθώς και τη μεγάλη ΄
θεματική μεταρρύθμιση‘) του δεύτερου μισού του 7ου αιώνα. Το πρώτο σημείο καμπής αφορούσε μόνο τις ένοπλες δυνάμεις, το δεύτερο μεταμόρφωσε πλήρως το κράτος.
Από στρατηγικής άποψης, η Νέα Ρώμη μπόρεσε να επωφεληθεί από την κεντρική θέση της ως απόρθητη πρωτεύουσα. Όπως θα φανεί αργότερα, όσο επιβίωνε η πρωτεύουσα, επιβίωνε και η αυτοκρατορία. Από την Κωνσταντινούπολη, μέσω εσωτερικών γραμμών, οι επίλεκτες εφεδρικές δυνάμεις μπορούσαν να φθάσουν σύντομα στα εδάφη που δέχονταν επίθεση. Παραδόξως όμως, αυτή η εστίαση στην πρωτεύουσα ήταν και ένα στοιχείο αδυναμίας, διότι η πιο λαμπρή των πόλεων ασκούσε στους επιδρομείς μία ακαταμάχητη έλξη. Ως αποτέλεσμα, οι αυτοκρατορικές δυνάμεις έπρεπε να αντιμετωπίζουν ταυτόχρονες επιθέσεις από αντίθετα σύνορα, π.χ. στην περιοχή των Βαλκανίων και στην περιοχή της Μεσοποταμίας.
Μεταξύ των ενδιαφερόντων στοιχείων που προκύπτουν από την μελέτη των πηγών είναι και ο θεωρητικός στοχασμός πάνω στις διάφορες όψεις της πολεμικής τέχνης. Αν και δεν μπορούμε να μιλήσουμε για εγχειρίδια στρατηγικής με την σύγχρονη έννοια του όρου, ωστόσο υπάρχει ένα πλήθος αναφορών που αφορούν την επεξεργασία ευέλικτων κανόνων τακτικής. Πιο συγκεκριμένα, κωδικοποιούνται τα διάφορα είδη παράταξης και ελιγμών, εισάγεται μία αρχή που αντιπροσωπεύει μία μερική ρήξη με το παρελθόν και μαζί μία ικανή εναλλακτική λύση: εκείνη της ‘προσαρμογής στον εχθρό’. Το τελευταίο επιτυγχάνεται αναλύοντας τα δυνατά και αδύνατα σημεία του κάθε βάρβαρου αντιπάλου έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν και να γίνουν εκμεταλλεύσιμα.
Οι λεγεώνες της πρώτης Ρώμης έτειναν να επιβάλλουν το δικό τους τρόπο μάχης, έχοντας εμπιστοσύνη στην ανωτερότητα τους την οποία και θεωρούσαν απόλυτη. Αντιθέτως, τα στρατεύματα της Ανατολής, συχνά κατώτερα σε αριθμό, όφειλαν κάθε φορά να προσαρμόζονται στην εκάστοτε κατάσταση, χρησιμοποιώντας διαφορετικούς σχηματισμούς.
Από τακτικής άποψης, η χρονική περίοδος μεταξύ του 4ου και του 9ου αιώνα καταδεικνύει μία πλήρη μεταμόρφωση της πολεμικής τέχνης. Από τις μεγάλες στρατιές της αρχαίας Ρώμης γίνεται το πέρασμα σε πιο μικρά σώματα, τα οποία αριθμούν 15-20 χιλιάδες οπλίτες. Όμως ο στρατός της Κωνσταντινούπολης παραμένει, στην καλύτερη στιγμή του, μία δύναμη βασισμένη στη συντονισμένη χρήση διαφορετικών ειδικοτήτων, συνδυάζοντας πεζικό και ιππικό, βαριά οπλισμένων ‘ασπιδοφόρων’ (κατάλληλων για τη μετωπική σύγκρουση και την υπεράσπιση των σταθερών θέσεων), Ούννους ιππείς (εξαίρετοι στην αναγνώριση και στις ενέδρες) και έφιππους τοξότες που κατά κύριο λόγο προέρχονταν από την Ανατολία και τη Θράκη. Διέθετε ακόμη και πυροβολικό καθώς και ακουστικά και οπτικά συστήματα σηματοδότησης.
Διάσημες είναι οι επιχειρήσεις ανακατάληψης που πραγματοποίησε ο Ιουστινιανός, όπως για παράδειγμα η Αφρικανική εναντίον των Βανδάλων το 533 μ.Χ.. Η επιχείρηση αυτή, ενάντια σε κάθε προσδοκία, κατέληξε σε ένα είδος ‘πολέμου αστραπής’. Εξίσου θαυμαστή είναι και εκείνη η εκστρατεία (535-553 μ.Χ.) εναντίον των Γότθων στην Ιταλία η οποία ήταν δυσκολότερη και χρονικά μεγαλύτερη.
Δικαιολογημένοι με την πρόθεση να αποκατασταθεί ο ‘Ρωμαϊκός και Χριστιανικός Κόσμος’, οι πόλεμοι για την ‘αναστήλωση της αυτοκρατορίας’ απέδειξαν την ισχύ των βυζαντινών στρατευμάτων. Ο Ιουστινιανός νίκησε τους μοναδικούς λαούς που, μέχρι τότε, είχαν καταφέρει να εγκατασταθούν σε ρωμαϊκά εδάφη, καθώς οι, συντονισμένοι από την Κωνσταντινούπολη, στρατοί και στόλοι έδωσαν μία εντυπωσιακή επίδειξη στρατιωτικής ισχύος. Ωστόσο ο Ιουστινιανός απέτυχε να διασφαλίσει στους υπηκόους του το πιο πολύτιμο αγαθό, αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί «
η γλυκύτητα της ειρήνης».
Παρά το γεγονός ότι το ρωμαϊκό και χριστιανικό κράτος αναγκάστηκε να πολεμήσει ατελείωτους πολέμους (χρησιμοποιώντας έως και το 95 τοις εκατό των πόρων του στην πολεμική προσπάθεια) δεν επεξεργάστηκε ποτέ, για την υποστήριξη αυτής της τεράστιας προσπάθειας, μία θετική ιδεολογία του πολέμου. Ο πόλεμος παρέμεινε το ‘χειρότερο των δεινών’, το οποίο και έπρεπε να αποφεύγεται, καταφεύγοντας στη δωροδοκία ή στις στοχευμένες ‘εκκαθαρίσεις’ εχθρικών προσώπων ή ακόμη και στην πληρωμή φόρων…
Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο πόλεμος θεωρήθηκε ως μία ‘αποστολή’ με θρησκευτικούς συνειρμούς. Μια τέτοια περίπτωση ήταν όταν ο Ηράκλειος, με την αυτοκρατορία στο χείλος της καταστροφής, απεύθυνε έκκληση στην πίστη των υπηκόων του για να αποκρούσουν έναν εχθρό ‘ξένο’ προς τον χριστιανισμό. Ωστόσο, αυτό δείχνει να έγινε μόνο επειδή ήταν σε κίνδυνο η ίδια η επιβίωση της αυτοκρατορίας. Διαφορετικά, ο πόλεμος για τους Βυζαντινούς είχε πάντα μια αρνητική αξία, που μόνο οι ‘βάρβαροι’ λαοί αντιμετώπιζαν με χαρά.
Στην προστασία της βυζαντινής ασπίδας μπόρεσε να ευημερήσει και να αναπτυχθεί η Λατινική Ευρώπη, που όμως ποτέ δεν απέδωσε στους αδελφούς της Ανατολής την τιμή ότι υπερασπίστηκαν με το αίμα τους την ειρήνη όλου του Χριστιανικού Κόσμου.