Δεν αποτελεί υπερβολή η εκτίμηση των επιτελικών στελεχών στα υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών ότι στα ελληνοτουρκικά είναι «κρίσιμες» οι ημέρες έως την 16η Απριλίου, οπότε θα διεξαχθεί στην Τουρκία το δημοψήφισμα για αποδοχή ή άρνηση των συνταγματικών μεταβολών που επιθυμεί ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Δεν υποστηρίζεται, βεβαίως, από αυτούς τους κύκλους ότι τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, όποια κι αν θα είναι αυτά, αναμένονται επειδή θα άλλαζαν τη στρατηγική της Τουρκίας για την Ελλάδα και την Κύπρο.

Απλώς, οι επόμενες ημέρες είναι «πονηρές», επειδή ο Ερντογάν, που αγωνιά για το αποτέλεσμα, δίνει όποιο «σόου» μπορεί να τον εμφανίσει στο τουρκικό κοινό ισχυρό, αποφασιστικό και δυναμικό εκπρόσωπο των Τούρκων ισλαμιστών και των ακραίων εθνικιστών «Γκρίζων Λύκων».

Πέρα από αυτό – που ήδη εκδηλώνεται με καθημερινή προκλητική πίεση στο Αιγαίο και στην κυπριακή ΑΟΖ – η Αθήνα, προετοιμάζεται για «δύσκολες ημέρες» με την Άγκυρα, για ένα χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να προσδιοριστεί ακριβώς σήμερα.

Η ελληνική διπλωματία τονίζει ιδιαιτέρως ορισμένα ζητήματα που αφορούν μείζονα προβλήματα για την Τουρκία και αναπόφευκτα «υπαγορεύουν» κάποιες πολιτικές στην Αθήνα.

Πολλά και σημαντικά αλλάζουν για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, άμεσα ή έμμεσα.

Νέα στοιχεία μεταβάλλουν καταστάσεις κάποτε δεδομένες και προβληματίζουν τώρα την ελληνική πλευρά.

Πρώτον, αναγνωρίζεται από τους Έλληνες επιτελείς ότι το ορατό ενδεχόμενο δημιουργίας ανεξάρτητων κουρδικών κρατικών οντοτήτων στο υπογάστριο της Τουρκίας [βόρεια Συρία] συνιστά εθνικό «υπαρξιακό» πρόβλημα τεράστιου μεγέθους για την Τουρκία.

Και η εξέλιξη του θα ορίσει προσεχώς σημαντικές επιλογές απ’ την πλευρά του Ερντογάν στην Εγγύς Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και «συμπεριφορές» του ακόμα και στα Βαλκάνια.

Το Κουρδικό θα διαμορφώσει μοιραίως και «νέες» σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και με τη Ρωσία (ήδη ο ισλαμιστής Ερντογάν αντιλαμβάνεται ότι Ουάσιγκτον και Μόσχα «συναντώνται» σε κάποιες πτυχές του Κουρδικού στα στρατιωτικά πεδία του πολέμου της Συρίας, κατά τρόπο που «τραυματίζει» την Τουρκία).

Δεύτερο ζήτημα είναι για την Αθήνα το γεγονός ότι ξεκάθαρα αποδίδει ο Τούρκος πρόεδρος την οργάνωση του πραξικοπήματος του Ιουλίου στη Δύση.

Είτε αυτό είναι σωστό είτε όχι, βέβαιο είναι πως η Αθήνα έχει απέναντι της μια «άλλη» τουρκική ηγεσία, που τώρα πια έχει αλλάξει στάση απέναντι σε Αμερικανούς και Ευρωπαίους (ο Ταγίπ Ερντογάν δεν διστάζει, μάλιστα, να καθυβρίζει σήμερα το Βερολίνο, διακινδυνεύοντας τον τερματισμό μιας ιστορικής μακροχρόνιας σχέσης Τουρκίας- Γερμανίας).

Αυτό αλλάζει πολλά για την Αθήνα. Ειδικότερα, η ελληνική πλευρά κρίνει ότι πρέπει να προετοιμαστεί για το – ορατό σήμερα- ενδεχόμενο μιας αποφασιστικής «ρήξης» του Ερντογάν με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα ξεκινούσε προσεχώς με απόρριψη απ’ την Άγκυρα κάθε ενταξιακής προοπτικής της στην Ε.Ε.

Κάτι τέτοιο θα σημάνει τον τερματισμό μιας οργανωμένης στρατηγικής σχέσης μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας, που κτίστηκε και εξελίχθηκε σε ένα διάστημα τεσσάρων δεκαετιών – και με στήριξη των ΗΠΑ.

Παραλλήλως, αυτή η αλλαγή θα μηδένιζε κάθε θετικό «παρεμβατικό» ρόλο της Αθήνας στις ευρω-τουρκικές σχέσεις και μοιραίως θα επηρέαζε και την «ευρωπαϊκή» πτυχή του Κυπριακού.

«Ευθυγράμμιση» με τη στρατηγική των ΗΠΑ

Η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να ενισχύσει το μόνο πεδίο στο οποίο μπορεί να διαμορφώσει μια στρατηγική «σταθερά» και αυτό είναι το πεδίο των συμμαχιών της Ελλάδας στον χώρο της Μεσογείου.

Για τον λόγο αυτό, η Αθήνα κάνα σήμερα, με δραστήριους τους ανήσυχους Ν. Κοτζιά και Π. Καμμένο, ό,τι το δυνατόν για να κρατήσει «κοντά» της και τη νέα ηγεσία (Τραμπ) των ΗΠΑ, αξιοποιώντας στρατηγικά τις ελληνικές θάλασσες.

Το θετικό στην υπόθεση αυτή, που αφορά ευθέως σοβαρά ζητήματα εθνικής ασφάλειας, είναι ότι οι συμμαχίες της Ελλάδας, πολιτικές και στρατιωτικές, στη Μεσόγειο (με Αίγυπτο, Ισραήλ, Κύπρο και Ιορδανία) στηρίζονται σε μια στρατηγική επιλογή που συνέστησαν μεν οι ΗΠΑ στην Αθήνα, αλλά ενίσχυσαν στην πράξη όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις την τελευταία δεκαετία.

Ειδικότερα επί των ημερών της κυβέρνησης του ΣΎΡΙΖΑ, αυτή η «γραμμή» διαρκώς ενισχύεται.

Είναι πλέον σαφές ότι η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα έχει βρει στην Ουάσιγκτον έναν συνομιλητή που εμπιστεύεται απολύτως ως πολύτιμο σύμμαχο της Αθήνας στη Μεσόγειο, όπου αναπτύσσει τις επιθετικές πολιτικές του ο «ασταθής» σύμμαχος των Δυτικών, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

ΠΗΓΗ