Του Διονύση Ζακυνθινού
Έχει φτάσει 6 το απόγευμα και ξέρει ότι τα λεφτά έχουν μπει στον τραπεζικό λογαριασμό του.
Χωρίς δεύτερη σκέψη φεύγει από το σπίτι του και κατευθύνεται στο ΑΤΜ της πλησιέστερης τράπεζας από την οποία λαμβάνει τη σύνταξη του. Καιρό τώρα περιμένει αυτή την ημέρα, εφόσον έχει ξεμείνει. Το πενιχρό μηνιαίο εισόδημα του εξανεμίζεται, γίνεται καπνός με αστραπιαίους ρυθμούς, που θα ζήλευε κι ο καλύτερος ταχυδακτυλουργός.
Φτάνοντας στην τράπεζα διαπιστώνει ότι τον έχουν προλάβει άλλοι που έσπευσαν νωρίτερα εκεί απ’ αυτόν. Πρέπει να περιμένει υπομονετικά στην ουρά.
Οταν επιτέλους έρχεται η σειρά του, στέκεται μπροστά στο μηχάνημα και σχηματίζει με τρεμάμενο χέρι τον αριθμό του pin του. Αγωνιά για το νούμερο που θα προβάλει η οθόνη.
Θα πάρει τα λεφτά που πήρε και τον προηγούμενο μήνα ή θα τα δει μειωμένα; Θα του έχουν κόψει (και πάλι) από τη σύνταξη, κι αν ναι πόσο;
Χωρίς καμία υπερβολή, σ’ αυτήν την ψυχοφθόρα δοκιμασία υποβάλλονται πλέον κάθε μήνα χιλιάδες συνταξιούχοι.
Η αγωνία τους μήπως δουν τη σύνταξή τους μειωμένη, μοιάζει με τον φόβο του τερματοφύλακα πριν από την εκτέλεση ενός πέναλτι.
Στο ποδόσφαιρο, στην εσχάτη των ποινών, από καθαρά στατιστική άποψη, είναι πιο πιθανό ο τερματοφύλακας να φάει το γκολ από το να αποκρούσει τη μπάλα ή να καταλήξει αυτή άουτ, πολύ περισσότερο στο δοκάρι.
Αναλόγως περιορισμένες είναι και οι πιθανότητες ενός απόμαχου της ζωής να συνεχίζει να βλέπει επί μήνες τη σύνταξη του ακέραιη, τουλάχιστον στο ύψος που την έπαιρνε στο εγγύς παρελθόν.
Για να είμαστε δίκαιοι, από τότε που εισήλθαμε στη μνημονιακή εποχή, η σημερινή κυβέρνηση δεν είναι η πρώτη που περικόπτει συντάξεις και μερίσματα.
Η ένσταση εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμευόταν, όταν ήταν στην αντιπολίτευση, για τη μη μείωση των συντάξεων, πέραν του ότι υποσχόταν στους μικροσυνταξιούχους και την καταβολή μιας επιπλέον, της περιβόητης 13ης σύνταξης, που έμεινε στα χαρτιά.
Ηταν τα χρόνια που άλλοι κυβερνώντες έπιναν το πικρό ποτήρι. Ηταν τότε που ο Ευάγγελος Βενιζέλος είχε αναφωνήσει μέσα στη Βουλή: «Ξέρετε καμία κυβέρνηση που να της αρέσει να κόβει μισθούς και συντάξεις;».
Εννοείται ότι δεν αρέσει σε καμία κυβέρνηση, σε κανέναν υπουργό, να ψαλιδίζει συντάξεις. Και εξαίρεση στον κανόνα δεν αποτελεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, η οποία βρίσκεται τώρα εκ νέου στη δυσάρεστη θέση να τις περικόψει, κατ’ εντολή των δανειστών κι εξαιτίας και των δικών της παλινωδιών.
«Ευτυχώς, αυτόν τον μήνα δεν μου έκοψαν τη σύνταξη» λέει μια ηλικιωμένη κυρία με εμφανή ανακούφιση, αλλά και δείχνοντας το άγχος που έχει καταβάλει πλέον τους συνταξιούχους.
«Ξέρετε, εγώ και ο άνδρας μου με τις συντάξεις μας βοηθάμε και τα παιδιά μας», συμπληρώνει σαν να προσπαθεί να δικαιολογηθεί.
Το γνωρίζουμε κυρία, το ζούμε.
Πηγή: http://www.pelop.gr