Ολοι έχουν τη δυνατότητα να παράξουν αμύθητες ποσότητες αγάπης, αλλά ο εγωισμός τους δεν αφήνει. Κι όμως, μπορούν και πρέπει να το κάνουν
Καὶ διαγενομένου τοῦ Σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ».
Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, ΙΣΤ΄ 1-8.
Η Μαρία Μαγδαληνή, η Μαρία, μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη οδεύουν προς τον Τάφο του Κυρίου για να αλείψουν το σώμα Του με αρώματα. Στην ανατολή επάνω φτάνουν και αναρωτιούνται τι είναι εκείνο που μπόρεσε να αποκυλίσει τη βαριά πέτρα από το μνημείο. Στα δεξιά του Τάφου βρισκόταν ένας νέος λευκοντυμένος. «Εξεθάμβησαν» αναφέρει το πρωτότυπο κείμενο. Δεν διευκρινίζει με τι ακριβώς. Η μετακίνηση του λίθου γέννησε απορία. Μετά τη θέα του νέου που φορούσε τα λευκά ακολούθησε το θάμβος. Οι απεσταλμένοι από «αλλού», οι αγγελιαφόροι των μεγάλων, των σημαντικών μηνυμάτων από τις απροσπέλαστες για εμάς υπαρκτικές διαστάσεις, πάντα φέρουν μαζί τους αποθέματα δέους. Τα διανέμουν ακριβοδίκαια σε όλους εμάς, τους συντονισμένους με τις πτωτικές σφαίρες της ανάγκης και της ύλης.
«Μη εκθαμβείσθε» τους συνιστά εκείνος. Να μη θαμπώνονται, να μην εκπλήσσονται, να μην απορούν. Η αποδοχή του θαύματος και η ταξινόμησή του στο αναμενόμενο, στο δέον, στο όντως ον, είναι η καθημερινότητα του ένθεου ανθρώπου, που κατορθώνει να πιστεύει. Η ύπαρξη της πίστης, αλήθεια, είναι ένα μέγιστο κατόρθωμα, το άγιο δισκοπότηρο σ’ αυτή την άχαρη διάσταση του οδυρμού και του βρυγμού των οδόντων των θνητών, που έμαθαν ότι είναι αθάνατοι αλλά αδυνατούν να το δεχτούν επειδή δεν τους παρέχεται κάτι το «χειροπιαστό» για όσα είναι λεπτοφυή και άπιαστα.
Ο άγγελος της αναπάντεχης συνάντησης συνεχίζει τη λιτή παρέμβασή του στο Ευαγγέλιο λέγοντάς τους το φοβερό «ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε». “Σηκώθηκε, δεν βρίσκεται εδώ”. Το «εδώ» είναι ο στενός τόπος της αντίληψης που διαμορφώνουμε από τη διαρκή πάλη μας με τη φθορά και την έλλειψη. Με το βάρος και την πτώση. Εχουμε την πληροφορία αλλά δεν τολμούμε να προσεγγίσουμε τη φωτιά της γνώσης. Κι αφηνόμαστε μόνοι με την αίσθηση, δίχως την ύπαρξη. Κι Εκείνος, ο Χριστός μας, η παρηγοριά και η ελπίδα μας, «ουκ έστιν ώδε». Δεν είναι εν σώματι ο Κύριος σ’ αυτό το «εδώ», το κοινό, το πολυφορεμένο, το μουσκεμένο από τα δάκρυα και το αίμα των ανθρώπινων χιλιετιών που σχηματίζουν τους ωκεανούς της δυστυχίας και της έλλειψης. Εν πνεύματι ναι. Το σώμα απέδρασε! Αυτό κι αν είναι η ύπατη πράξη ελευθερίας, η απόλυτη νίκη του τραγικού είδους μας, που έχει επίγνωση θανάτου και ολιγοπιστία απέναντι στην ανάσταση, στη συνέχιση της ζωής.
Η πίστη, όμως, σε μια ζωή ατελεύτητη, απέραντη και αδιατάρακτη δεν κατακτάται έτσι εύκολα. Οι ψηλές οι κορφές θέλουν ατσάλινη θέληση και μία πρωτόφαντη αντοχή που να ‘χει σφυρηλατηθεί πάνω στην ακοίμητη φλόγα της Αγάπης. Κι αυτό το τελευταίο δεν είναι εύκολο να το βρεις. Ολοι έχουν τη δυνατότητα να παράξουν αμύθητες ποσότητες, αλλά ο εγωισμός τους δεν αφήνει. Κι όμως, μπορούν και πρέπει να το κάνουν.
ΥΓ.: Το παρόν το αφιερώνω στον καλύτερο άνθρωπο που γνώρισα ποτέ: Τη μητέρα μου, που έκλεισε τον επίγειο κύκλο των δοκιμασιών της την Τετάρτη 22 Μαρτίου. Δεν αρμόζει στη σεπτή και άγια μορφή της να πω “θα τη θυμάμαι”. Το αίμα της κυκλοφορεί στις φλέβες μου και το παράδειγμα της αρετής, της πίστης και της ανυποχώρητης ελληνικότητάς της καθορίζει και τη δική μου συνείδηση. Ευαγγελία Λιάκου, μαμά, σ’ ευχαριστώ για τα 48 χρόνια που με δίδαξες πώς αξίζει να είναι ο άνθρωπος και τι σημαίνει Ελλην. Καλή μας αντάμωση στα πεδία όπου δοκιμάζονται σκληρά τα άτια τα μαύρα και τα λευκά και οι ηνίοχοί τους.
Παναγιώτης Λιάκος