Ένα παιδί για να μεγαλώσει με ασφάλεια και ισορροπία, χρειάζεται όρια. Για να μπουν τα όρια, πρέπει οι γονείς να λέμε μερικά «όχι». Όταν, όμως, λέμε «όχι», συνήθως ακολουθεί ένας μικρός εμφύλιος μέσα στο σπίτι. Έτσι, συχνά υποκύπτουμε στο συναισθηματικό εκβιασμό των παιδιών και η αποφασιστική μας άρνηση μετατρέπεται γρήγορα σε προδομένη κατάφαση.

Ένα πράγμα που πρέπει να θυμάστε κάθε φορά που βρίσκεστε σε αυτήν την δύσκολη κατάσταση, είναι πως το «όχι» που τελικά γίνεται «ναι», είναι χειρότερο από το να κάνατε εξ αρχής το χατίρι του παιδιού. Όταν τα κροκοδείλια δάκρυα ή η επιθετική συμπεριφορά του μας αναγκάζει να κάνουμε πίσω στην απόφασή μας, χαλαρώνουμε τα όρια, χαλάμε τη διάθεσή μας και βλάπτουμε το παιδί μας. Όταν, λοιπόν, λέμε όχι σε μία παιδική απαίτηση, πρέπει να μείνουμε σταθεροί στην απόφασή μας, ανεξάρτητα από τις αντιδράσεις που θα ακολουθήσουν.

Όταν το «όχι» γίνεται «ναι», το παιδί νιώθει ανασφάλεια

Μπορεί φαινομενικά να ηρεμεί αφού πέρασε το δικό του, όμως στην πραγματικότητα θα προτιμούσε να μην είχατε υποκύψει. Μία τέτοια εξέλιξη του γεννά το συναίσθημα πως μπορεί να παίρνει αποφάσεις και να ηγείται της οικογένειας. Κι αυτό είναι κάτι που του δημιουργεί άγχος, αφού είναι παιδί και προτιμά να έχετε εσείς τα ηνία και να το προστατεύετε. Εάν μία τέτοια συμπεριφορά επαναλαμβάνεται, τότε θα παρατηρήσετε πως το παιδί είναι μονίμως ανήσυχο, κλαίει με το παραμικρό και απαιτεί με φωνές να του κάνετε τα χατίρια. Πολύ πρόχειρα, θα μπορούσε κάποιος να το αποκαλέσει κακομαθημένο. Στην ουσία, όμως, είναι ο τρόπος του να διεκδικήσει ουσιαστική προσοχή, όρια και ασφάλεια.

Σταδιακά μαθαίνει να διεκδικεί με λάθος τρόπους

Ένα επαναλαμβανόμενο τέτοιο μοτίβο, κατά το οποίο οι γονείς δεν μπορούν να διαχειριστούν τον εκβιασμό του παιδιού και τελικά ενδίδουν στις απαιτήσεις του, το βλάπτει μακροπρόθεσμα. Είναι σαν να του διδάσκετε πως, κάθε φορά που θα κλαίει, θα χτυπιέται στο πάτωμα ή θα φωνάζει, θα κερδίζει αυτό που θέλει. Εκείνη τη στιγμή, άθελά σας, του στερείτε αυτόματα το δικαίωμα να υπακούσει σε έναν κανόνα κι έπειτα να διεκδικήσει αυτά που θέλει με ευγένεια, διάλογο και λογικά επιχειρήματα. Όταν, λοιπόν, θα βγει από το προστατευμένο οικογενειακό περιβάλλον και θα αντιμετωπίσει άλλα, μεγαλύτερα κοινωνικά σύνολα όπως το σχολείο, θα δυσκολευτεί πολύ.

Μεγαλώνει χωρίς αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση

Όσο κι αν η αυτοπεποίθηση και η υπακοή μοιάζουν να είναι αντιστρόφως ανάλογα, στην πραγματικότητα είναι αλληλένδετα. Όσο περισσότερο μάθει το παιδί να υπακούει σε κανόνες και να τηρεί τα όρια που του θέτετε, τόση περισσότερη ασφάλεια, αυτοεκτίμηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό του αποκτά. Το οριοθετημένο παιδί έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τον εαυτό του και τα όριά του, να λειτουργήσει σωστά μέσα σε αυτά και με τον καιρό, χωρίς να κινδυνεύει, να τα προσαρμόζει στα μέτρα του. Όλα συμβαίνουν ομαλά και στον καιρό τους, οπότε αποφεύγονται στραβοπατήματα, πληγές και απορρίψεις που ενδέχεται να πλήξουν την αυτοπεποίθησή του.

Νιώθει απροστάτευτο και χωρίς συμμάχους

Ο προστάτης – φροντιστής γονιός, ξέρει καλύτερα από το παιδί πως θα του παρέχει σωματική και συναισθηματική ασφάλεια. Θέτει τους κανόνες και φροντίζει να τηρούνται. Εάν ο γονιός αδυνατεί να μείνει σταθερός σε αυτό που θεωρεί σωστό, τότε το παιδί χάνει την εμπιστοσύνη του σε αυτόν. Νιώθει πως δεν υπάρχει κάποιος ισχυρός να τον προστατεύσει και μεγαλώνοντας νιώθει μόνος και χωρίς συμμάχους. Μερικές φορές, οι πολύ καλοί γονείς, που δεν χαλάνε χατίρι στα παιδιά, ενδέχεται να τα πληγώνουν περισσότερο από τους πιο αυστηρούς και οριοθετημένους.

 

ΠΗΓΗ