ΧΩΡΙΣ ΟΜΩΣ ΝΑ ΣΥΝΥΠΟΛΟΓΙΖΟΥΝ ΣΤΟ ΥΨΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΝ ΤΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ ΑΛΛΑ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟ
Όπως προκύπτει από τις αποκαλύψεις των Γερμανών Ιστορικών Καρλ Χάιντς Ροτ και Χάρτμουτ Ρίμπνερ, από το 1950 οι γερμανικές κυβερνήσεις διαχρονικά και συστηματικά αποκρύπτουν τα έγγραφα που αφορούν τις οφειλές της Γερμανίας στην Ελλάδα απαγορεύοντας οποιαδήποτε πρόσβαση, ενώ επί κυβέρνησης Βίλι Μπράντ οι Γερμανοί αποφάσισαν μονομερώς να μην τις πληρώσουν !!!
Η εντολή για μυστικότητα ανάγεται ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν η Αθήνα ήγειρε για πρώτη φορά προς τη Βόννη (την τότε πρωτεύουσα της Δυτικής Γερμανίας) το αίτημα για επανορθώσεις, και δόθηκε κατευθείαν από τον Χριστιανοδημοκράτη καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ. Η κωδικοποίησή της έγινε όμως 20 χρόνια αργότερα από τον Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Βίλι Μπραντ. Η εκτέλεσή της ανατέθηκε στη λεγόμενη «γραφειοκρατία των επανορθώσεων» (νεολογισμός των δύο συγγραφέων), μια ομάδα ανώτατων υπαλλήλων, η οποία αυτονομήθηκε με τον καιρό και ποδηγετούσε στη συνέχεια τους κατ’ αρχάς «άπειρους» υπουργούς της εκάστοτε νέας κυβέρνησης. Το μότο τους ως το 1990, όταν υπογράφηκε η συμφωνία «2+4» για την επανένωση της Γερμανίας, ήταν: «Είναι πολύ νωρίς για επανορθώσεις, όσο δεν έχει υπογραφεί σύμφωνο ειρήνης». Μετά το 1990: «Είναι πολύ αργά για επανορθώσεις, επειδή το “2+4” δεν προβλέπει σύμφωνο ειρήνης». Κυνισμός, που κατά τον κ. Ροτ ξεπερνάει κάθε άλλον στη διεθνή ιστορία των διπλωματικών διενέξεων.
Ωστόσο όποιος ψάχνει βρίσκει. Φτάνει να ξέρει πού ψάχνει. Οι συγγραφείς εντόπισαν ως την πιο αποδοτική πηγή πληροφοριών το ομοσπονδιακό αρχείο της Γερμανίας. Αντίστοιχα καλές επιλογές έκαναν στην Αθήνα, στη Μόσχα, στην Ουάσιγκτον, στο Λονδίνο και αλλού. Το αποτέλεσμα ήταν να ανασύρουν στην επιφάνεια σημαντικά άγνωστα στοιχεία που στηρίζουν πρόσθετα τις ελληνικές αξιώσεις. Οι τρεις σημαντικότερες συμβολές αυτού του βιβλίου στη συζήτηση για τις επανορθώσεις είναι, σύμφωνα με τους ίδιους, οι εξής:
Πρώτον, η διαπίστωση ότι οι επανορθώσεις παραμένουν από τα (άλυτα) θέματα-κλειδιά του καιρού μας και ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’40 ήταν η κύρια αιτία για το ξέσπασμα του Ψυχρού Πολέμου.
Δεύτερον, ότι θα πρέπει να υπάρξει μια ιστορικά «ισορροπημένη» χρηματική επανόρθωση, που θα ικανοποιεί τις χώρες-θύματα, χωρίς να καταστρέφει όμως τη Γερμανία.
Και, τρίτον, ότι η Ελλάδα δεν έχει μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας αν συνεχίσει να διεκδικεί τις αξιώσεις της κατά μόνας. «Μοναχικές εκστρατείες δεν φτάνουν» τονίζει ο κ. Ροτ. «Το πρόβλημα των επανορθώσεων είναι πανευρωπαϊκό, μπορεί να λυθεί μόνο με την κοινή δράση των χωρών που βρέθηκαν υπό γερμανική κατοχή ή υπέστησαν τις συνέπειες ενός άδικου και επιθετικού πολέμου». Σε αυτό το πνεύμα, οι επανορθώσεις πρέπει να κατευθυνθούν κυρίως στους «μικρούς συμμάχους» των νικητριών δυνάμεων, που υπέστησαν τις μεγαλύτερες καταστροφές και έλαβαν στη συνέχεια μόνο «ψίχουλα» από τις παρασχεθείσες από τη Γερμανία επανορθώσεις.
Προς το παρόν βέβαια η Ελλάδα σωπαίνει – παρ’ όλο που το 2016 το ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε ομόφωνα υπέρ της διεκδίκησης των επανορθώσεων. Κι αυτό, σύμφωνα με τους συγγραφείς, βαθαίνει επιπλέον την «ασύμμετρη σχέση» της με τη Γερμανία.
Καρλ Χάιντς Ροτ: «Στην Ελλάδα αναλογούν 185 δισ. ευρώ»
Ο Καρλ Χάιντς Ροτ είναι ιστορικός, συνεργάτης του Ιδρύματος για την Κοινωνική Ιστορία του 20ού Αιώνα στη Βρέμη.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την καταβολή επανορθώσεων είναι για εσάς η λεγόμενη «γραφειοκρατία των επανορθώσεων». Τι σημαίνει ο όρος;
«Πρόκειται για μια ομάδα 50-60 διευθυντικών στελεχών της Καγκελαρίας και των αρμόδιων υπουργείων που είχαν πάρει στα χέρια τους την υπόθεση των επανορθώσεων. Το πιο “άγριο” από αυτά ήταν το υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο τα ηνία είχαν κατ’ αρχάς παλιοί ναζί, κυρίως ο Ερνστ Ντελακρουά και ο προϊστάμενός του Βολφ, οι οποίοι εκπαίδευσαν σε αυτό το πνεύμα ολόκληρες γενιές ειδικών. Αυτοί εφάρμοζαν κατόπιν την τακτική του “στραγγαλισμού” των επανορθώσεων στους επί μέρους τομείς».
Τι ρόλο παίζει αυτή η γραφειοκρατία σήμερα;
«Δρα στο παρασκήνιο. Τον κύριο λόγο επίσημα έχει η επικεφαλής των νομικών της Καγκελαρίας, που βάζει φρένο σε κάθε δημοσιοποίηση επίμαχων εγγράφων».
Καταφέρατε παρ’ όλα αυτά να βρείτε «καυτά» ντοκουμέντα από παλαιότερες εποχές;
«Αρκετά. Παράδειγμα, για μια συζήτηση από το 1971-1972 σχετικά με τον συνδυασμό της Οστπολιτίκ με το θέμα των αποζημιώσεων. Ηταν μια αυστηρά μυστική συνάντηση, στην οποία συμμετείχαν όλα τα βασικά στελέχη της κυβέρνησης του Βίλι Μπραντ. Η απόφαση ήταν να μη δοθούν αποζημιώσεις. Το σχετικό ντοκουμέντο δεν μας το έδωσαν ποτέ, αλλά χάρη στις σημειώσεις ενός υπαλλήλου του υπουργείου Οικονομικών, που βρήκαμε αργότερα, κατορθώσαμε να αναπαραστήσουμε τη συζήτηση».
Ποιο είναι το συνολικό ύψος των επανορθώσεων που πρέπει να καταβάλει η Γερμανία;
«Αν συνυπολογίσει κανείς τις υλικές καταστροφές και τις ανθρώπινες ζημιές, το ύψος του φτάνει τα 5.866 δισ. ευρώ. Αυτό είναι σχεδόν δύο φορές μεγαλύτερο από την απόδοση της γερμανικής οικονομίας το 2015 – κάτι που δεν ξεπληρώνεται με τίποτε».
Τι ποσό αντιστοιχεί στην Ελλάδα;
«Αντιστοιχούν 185,3 δισ. ευρώ – κάτι λιγότερο δηλαδή από εκείνο που υπολόγισε το ελληνικό Κοινοβούλιο. Εμείς συνυπολογίσαμε μόνο τον πληθωρισμό, όχι και τα επιτόκια, επειδή είμαστε της άποψης ότι οι επανορθώσεις δεν πρέπει να εμπορευματοποιηθούν».
Η Γερμανία, όπως είπατε, δεν μπορεί να ξεπληρώσει τέτοιο χρέος. Εχετε πρακτική εναλλακτική πρόταση;
«Να πληρώσει τουλάχιστον άλλα τόσα από αυτά που πλήρωσε ως σήμερα, ήτοι 1,2 τρισ. ευρώ. Ή, τουλάχιστον, σαν ελάχιστη απαίτηση, 320 δισ. ευρώ, όσα δηλαδή πλήρωσε ως το 2015 για τα στελέχη της ναζιστικής δικτατορίας σε συντάξεις και σε αποζημιώσεις που δήθεν δικαιούνταν, επειδή λόγω της αποναζιστικοποίησης έχασαν την καριέρα τους».
Τι έχει πληρώσει ως τώρα στην Ελλάδα;
«Εχει πληρώσει 663,8 εκατ. ευρώ. Δεν είναι ούτε μισή ποσοστιαία μονάδα της συνολικής οφειλής της προς την Ελλάδα».
Πόσο μεγάλες είναι οι πιθανότητες επιτυχίας της πρότασής σας;
«Από πρώτη ματιά, ελάχιστες. Από δεύτερη ματιά όμως, μεγάλες, επειδή στην Ευρώπη αλλά και στη Γερμανία υπάρχει μια κουλτούρα της μνήμης. Αυτή αποτελεί καλή βάση για την προβολή της πρότασης».