Έγραψα κατά καιρούς εφτά, αν θυμάμαι καλά, άρθρα για τις αποδοχές των δικαστών, από τα οποία τέσσερα στο Διαδίκτυο και τα τρία στο ΕΝΩΠΙΟΝ, το επίσημο περιοδικό του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, με τίτλο ΤΟ ΚΩΛΑΚΡΕΤΟΥ ΓΑΛΑ, όπως λέγοταν σκωπτικά στην αρχαία Αθήνα ο μισθός των δικαστών.
Αυτό το τωρινό άρθρο μου δεν προσκομίζει κάτι καινούργιο, ουσιαστικά επαναλαμβάνει, με κάποια συμπληρώματα, πράγματα που τα ξαναέγραψα, αλλά αξίζει να ξαναγραφτούν, διότι τά όσα έγιναν γύρω από το θέμα των αποδοχών των δικαστικών είναι τόσο απίστευτα ώστε και χιλιοειπομένα να ήταν, θα ήταν και είναι πρωτάκουστα!
Το πρώτο από τα άρθρα μου το δημοσίευσα στο ΕΝΩΠΙΟΝ τον Φεβρουάριο του 2010, όπου μεταξύ των άλλων έκανα την πρόβλεψη ότι οι αποδοχές των εργαζομένων κινδυνεύουν να μειωθούν κατά 80%.
Αυτό, τον Φεβρουάριο του 2010.
Πολύ δυσοίωνη πρόβλεψη, που δυστυχώς επαληθεύθηκε, διότι αν στο συνολικό εργατικό εισόδημα σχηματίσουμε κλάσμα και βάλουμε αριθμητή τις μειωμένες αποδοχές καθ’ εαυτές ή λόγω μερικής απασχόλησης, σύν το μηδενικό εισόδημα των ανέργων και των νεομεταναστών μας, των δικών μας, ιδίως των νέων μας, που η ανέχεια τούς στέλνει σε άλλες χώρες και παρονομαστή βάλουμε τον ίδιο αριθμό του πληθυσμού των εργαζομένων όπως είχε πριν την κρίση, αυτό περίπου, 80%, είναι το ποσοστό μείωσης του συνολικού, του εθνικού εισοδήματος των εργαζομένων.
Έγραψα σε άλλο άρθρο μου ότι εμείς οι Έλληνες δεν πρέπει να είμαστε και τόσο περήφανοι για το ότι προηγηθήκαμε ιστορικά στον πολιτισμό και δώσαμε και σε όλο τον κόσμο τα φώτα μας, διότι, υποστηρίζω, έγινε ό,τι και με τα σκουληκιασμένα φρούτα, πού ωριμάζουνε πρώτα αλλά και σαπίζουνε πρώτα.
Έτσι και εμείς, τρώει τα σωθικά μας το σκουλήκι του ατομισμού και γιαυτό ωριμάσαμε πολιτιστικά πρώτοι αλλά και σαπίσαμε και πέφτουμε πρώτοι.
Και δυστυχώς το φαινόμενο του εγωισμού, μέχρις φιλοτομαρισμού, εκδηλώθηκε μαζικά στο χώρο που έπρεπε να στέκεται υπεράνω τέτοιων ελαττωμάτων, στο χώρο των δικαστών.
Οι δικαστές δια των συνδικαλιστικών οργανώσεών τους επικαλούνται, σχετικά με τις ασυνήθιστα και προκλητικά υψηλές αποδοχές τους, αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων.
Ουσιαστικά επικαλούνται μια και μόνο απόφαση, την αριθμ. 13/2006 του λεγόμενου Μισθοδικείου, διότι οι άλλες απλά επαναλαμβάνουν το βασικό σκεπτικό αυτής.
Δεν υπάρχει όμως στην ιστορία της ελληνικής Δικαιοσύνης άλλη απόφαση που να έπληξε τόσο καίρια το περί δικαίου αίσθημα όσο αυτή, αφού με αυτήν εξομοιώθηκαν οι αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων και αναλογικά όλων των δικαστών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους προς τις αδιανόητα υψηλές αποδοχές ενός και μόνο ατόμου, μετακλητού δημοσίου λειτουργού, του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομίων (ΕΕΤΤ).
Η τότε (2008) κυβέρνηση μετρίασε λίγο, για τα μάτια του κόσμου, τις καταστροφικές δημοσιονομικές συνέπειες εκείνης της απόφασης αποδεχόμενη συμβιβαστικά την καταβολή στους δικαστικούς “μόνο” 830.000.000 ευρώ (που αναλογούν 140.000 ευρώ κατά μέσο όρο σε καθένα από τους 6000 δικαστικούς και τους εξομοιούμενους μισθολογικά μέλη του Ν.Σ.Κ.) , με τη μορφή “έκτακτης παροχής” και επιπλέον αύξησε υπερβολικά, πάνω πάντως από 50%, τις τακτικές αποδοχές τους εγγράφοντας πρόσθετη δαπάνη 195.000.000 ευρώ στον προϋπολογισμό.
Μιά άλλη απόφαση, η αριθμ 13/2012 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, επιλαμβανόμενη του θέματος εξ άλλης αφορμής και μη μπορώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, έκρινε ότι εκείνα τα 830.000.000 ευρώ δόθηκαν, τάχα, λόγω “προσθέτου μεγάλου φόρτου εργασίας” των δικαστικών και των μελών του ΝΣΚ (οι αποδοχές των οποίων εξισώθηκαν με τις δικαστικές με μια διάταξη – τσόντα στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001) κατά τα έτη 2003 μέχρι 2007 εξ αιτίας των οικονομικών μεταναστών και των Ολυμπιακών Αγώνων. Απίστευτο!!!
Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της απάτης, αρκεί να επισημανθεί ότι τα αναδρομικά αυτά, που δόθηκαν υπό το πρόσχημα “εκτάκτου παροχής”, δόθηκαν και σε συνταξιούχους που κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα ήταν ήδη εκτός υπηρεσίας, ήδη συνταξιούχοι!!!
Αναγνωρίστηκε “υπερβολικός φόρτος εργασίας” και σε αυτούς!!!
Η ολέθρια απόφαση αριθμ. 13/2006 του Μισθοδικείου έπασχε και κατά το εξής εκπληκτικό: Ο νόμος 2867/2000 άρθρο 3 παρ. 9 όριζε ότι οι Υπουργοί Οικονομικών και Μεταφορών καθορίζουν τις αποδοχές του προέδρου (και των άλλων μελών) της ΕΕΤΤ “κατά παρέκκλιση των διατάξεων που ισχύουν”, εννοώντας φυσικά τυπικούς νόμους, υπουργικές αποφάσεις κλπ, όχι όμως και συνταγματικές διατάξεις.
Όμως το Μισθοδικείο έκρινε ότι οι αποδοχές του προέδρου ΕΕΤΤ κατά το μέρος που υπερβαίνουν τις αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, παραβιάζουν συνταγματικές διατάξεις, τα άρθρα 26, 87 παρ. 1 και ιδίως το 88 παρ. 2 του Συντάγματος, που λέει το εξής αθώο, ότι “Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους”, το οποίο ερμηνεύθηκε από το Μισθοδικείο (αλλά και από το ΣτΕ, από το 1986 και εντεύθεν, διότι αντίθετη ερμηνεία ίσχυε πριν το 1986) ότι επιβάλλει, αυτό το άρθρο του Συντάγματος, να είναι οι δικαστικές αποδοχές μεγαλύτερες από όλες στο χώρο του ευρύτερου δημόσιου τομέα – το Μισθοδικείο τέντωσε ως το έπακρο αυτή την ερμηνεία, λέγοντας ότι ούτε ένα άτομο δεν επιτρέπεται να παίρνει μεγαλύτερες από τις δικαστικές αποδοχές και ότι αν συμβαίνει αυτό σε κάποια περίπτωση, αυτομάτως παρασύρονται και οι αποδοχές των δικαστών στο ίδιο αναλογικά ύψος!
Έπρεπε συνεπώς – επανέρχομαι στο νομικό επιχείρημά μου – να κρίνει το Μισθοδικείο, ότι αυτοί οι Υπουργοί που με την ΚΥΑ καθόρισαν τις αποδοχές του προέδρου της ΕΕΤΤ σχεδόν διπλάσιες από τις αποδοχές Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενήργησαν εκτός των πλαισίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης, αφού η ΚΥΑ παραβίαζε συνταγματικές διατάξεις, ότι συνεπώς η απόφασή τους ήταν παράνομη και ότι επομένως δεν μπορούσε να επεκταθεί σε άλλους, στους οποιουσδήποτε λειτουργούς και υπαλλήλους του Κράτους (ad hoc ΑΠ 92/2012).
Το Μισθοδικείο όμως χωρίς καν να ασχοληθεί με αυτήν την νομική “λεπτομέρεια” ( προφανώς εκ παραδρομής, δεν θέλω να του αποδώσω δόλο) απεφάνθη ότι ο νομοθέτης όταν καθόριζε τις αποδοχές του προέδρου της ΕΕΤΤ έπρεπε ταυτόχρονα να καθορίσει (δηλαδή να επεκτείνει) στο ίδιο αναλογικά ύψος και τις αποδοχές των δικαστικών, ότι μη πράττοντας αυτό παρέβη υπερκείμενες διατάξεις, συνταγματικές διατάξεις, ότι έτσι υπέπεσε σε αδικοπραξία, το πήγε λοιπόν στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, ότι η παροχή σε άλλους λειτουργούς του Κράτους αποδοχών μεγαλύτερων από τις δικαστικές “πλήττει καίρια την δικαστική ανεξαρτησία” (sic! Δηλαδή πριν από αυτήν την απόφαση δεν είχαμε ανεξάρτητη Δικαιοσύνη!!!, είχαμε μια Δικαιοσύνη βαρύτατα πληγωμένη, ανίκανη για το έργο της!!!, αφού οι αποδοχές των δικαστών ήταν στο μισό από εκείνες που, κατά το Μισθοδικείο, έπρεπε να βρίσκονται με βάση υπολογισμού τις αποδοχές του προέδρου της ΕΕΤΤ!!!
Τι ξεφτελισμένες “νομικές” σκέψεις…) και ότι για το λόγο αυτό οφείλει το Κράτος να αποζημιώσει, όχι τα θύματα αυτής της υποτιθέμενης αδικοπραξίας, τους πολίτες ( που υποτίθεται ότι δεν δικάζονταν δίκαια, δηλαδή από ανεξάρτητους δικαστές) αλλά τους ίδιους τους δικαστές!
Και τι θα γινόταν αν δαιμονίζονταν όσοι πολίτες καταδικάστηκαν πριν την έκδοση αυτής της απόφασης – ανάξιας κάθε σεβασμού, αντίθετα, άξιας περιφρονήσεως και μετά παρρησίας χλεύης και εμπτυσμού – και ζητούσουν την ακύρωση των καταδικαστικών αποφάσεων με τον ασφαλή ισχυρισμό ότι δεν δικάσθηκαν από ανεξάρτητους δικαστές;
Δέν αμφιβάλλω για την εντιμότητα των δικαστών που εξέδωσαν αυτήν την απόφαση γιαυτό θεωρώ αυτές τις σκέψεις τους απλά ως τραγικά λανθασμένες και γελοίες, διεντερεύματα μάλλον παρά λογικές νομικές σκέψεις, δεν τις θεωρώ εν πάση περιπτώσει ως εγκληματική νομική λοβιτούρα για να ευνοηθούν οι δικαστές και οι εισαγγελείς, τις θεωρώ απλά μέχρις αηδίας λανθασμένες.
Πάντως είναι από εκείνα τα λάθη που κατά τον Ταλλεϋράνδο είναι χειρότερα από έγκλημα. Γιαυτό λέω ότι κατ’ αποτέλεσμα η απόφαση αριθμ. 13/2006 του Μισθοδικείου ισοδυναμεί σε ηθική απαξία με ληστρική πράξη.
H απόφαση αυτή μεταξύ των άλλων αυθαιρεσιών της ανέτρεψε και τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών των δικαστικών!
Δηλαδή ενώ με τον νόμο 3205/2003 οι αποδοχές τους καθορίζονται με την εφαρμογή συντελεστή επί του μισθού του πρωτοδίκη που λαμβάνεται ως βάση υπολογισμού, η απόφαση εκείνη όρισε ως βάση αναλογικού υπολογισμού τις αναμορφωμένες, με βάση τις αποδοχές του προέδρου ΕΕΤΤ, αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων.
Και αυτό σημαίνει το εξής, ότι αν μελλοντικά αυξηθούν οι αποδοχές μόνο των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, γενικά των ανώτατων δικαστικών, όπως επιχειρείται από εκείνους που ορέγονται διάκριση της δικαστικής εξουσίας σε δικαστές δύο ταχυτήτων, έστω και με μορφή ειδικού επιδόματος, θα προκληθεί κύμα προσφυγών και των άλλων δικαστικών στο Μισθοδικείο που θα ζητούν ανάλογες αυξήσεις, οι οποίες προσφυγές με βεβαιότητα θα ευδοκιμήσουν, με βάση τη νομολογία αυτού του δικαστηρίου και δή την αρχική 13/2006 απόφασή του.
Προσοχή, διότι έτσι κινδυνεύει να εκτεθεί ανεπανόρθωτα η Δικαιοσύνη! Θα έλεγε όμως κάποιος ότι μακάρι να δοθεί τέτοια αύξηση και να προκληθεί το κύμα των δικαστικών αγωγών, έστω και με κίνδυνο τεράστιου δημοσιονομικού κόστους, διότι μπορεί έτσι να ξυπνήσει ο λαός και να κατανοήσει την ποιότητα της “Δικαιοσύνης” “μας”.
Επανέρχομαι σε αυτήν την απόφαση του Μισθοδικείου, την αριθμ. 13/2006. Όπως είπα, αυτή εφαρμόσθηκε μετριασμένη ως προς τις δημοσιονομικές συνέπειές της.
Με συμβιβασμό του Κράτους, δόθηκαν στους δικαστικούς τα παραπάνω ποσά, τα αναδρομικά, υπό τύπον “έκτακτης παροχής” ( επαναλαμβάνω, 140.000 ευρώ κατά μέσο όρο σε κάθε δικαστικό καί μέλος του ΝΣΚ), συν οι παράλογες αυξήσεις. Τις οποίες αυξήσεις υπερασπίζονται έκτοτε οι δικαστικοί κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, φτάνοντας μέχρι και την προ τεσσάρων ετών παράνομη πεντάμηνη απεργία , που την απαγόρευε το Σύνταγμα, άρθρο 23. Και έγραψε τότε σε νομικό περιοδικό ένας φωτισμένος πρώην δικαστής, πρόεδρος εφετών, σε άρθρο που θεωρώ ως το καλύτερο και πιο αυθύβολο από όσα εγώ τουλάχιστον διάβασα γενικά για την κρίση, ότι “Άν και οι άλλοι λειτουργοί ή εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα είχαν ακολουθήσει το παράδειγμά τους [των δικαστών], η χώρα σήμερα θα είχε διαλυθεί”.
Σημειώνω ότι οι τρεις καθηγητές πανεπιστημίου που μετείχαν ως κατ’ απονομή δικαστές στη σύνθεση του Μισθοδικείου, μειοψήφισαν, έχoντας την γνώμη ότι η επέκταση των αποδοχών του προέδρου της ΕΕΤΤ στους δικαστικούς (δηλαδή η αριθμ. 13/2006 απόφαση του Μισθοδικείου) “… κινδυνεύει λόγω του σωρευτικού αποτελέσματος να εξουθενώσει τα οικονομικά της χώρας, με συνέπεια την πρακτική αδυναμία του Κράτους να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του”, όπως και δυστυχώς συνέβη.
Στο δικαστικό σώμα επιβιώνει δυστυχώς μια αναχρονιστική αριστοκρατική αντίληψη που την εξέφρασε τον περασμένο αιώνα ο Ελευθέριος Βενιζέλος λέγοντας ότι “Εκεί όπου θα τελειώνει η υπαλληλική ιεραρχία θα αρχίζει πάντοτε η δικαστική”.
Και τρόπον τινά “εξαργυρώνοντας” αυτήν την αριστοκρατική αντίληψη οι δικαστικοί έφτασαν τις προμνημονιακές αποδοχές τους, με την παραπάνω απόφαση του Μισθοδικείου, σε τέτοιο ύψος ώστε ένας εφέτης με 17 χρόνια υπηρεσίας να έχει σχεδόν τριπλάσιες αποδοχές από στρατιωτικό, ταγματάρχη, ίσων τυπικών προσόντων και ίσου χρόνου υπηρεσίας!!!
Όμως στη δημοκρατία μας αληθινοί αριστοκράτες είναι μόνο οι βουλευτές, αυτοί είναι τα αληθινά άμεσα όργανα της δημοκρατικής εξουσίας, αυτοί είναι και νομικά και ουσιαστικά οι εκλεκτοί του λαού – άλλο αν ορισμένες φορές αποδεικνύονται ανάξιοι της λαϊκής εμπιστοσύνης.
Σήμερα, πρέπει με κάθε νόμιμο τρόπο και με κάθε ευκαιρία να δίνεται στους δικαστές να καταλάβουν ότι είναι και αυτοί απλοί εργαζόμενοι και τίποτε περισσότερο, που οφείλουν να κάνουν καλά τη δουλειά τους με οδηγό το Νόμο και τη συνείδησή τους.
Πρέπει να σκεφτούμε ότι οι Έλληνες ως άτακτος λαός έχουμε όλοι φανερές ή κρυφές ενοχές και γιαυτό όταν αναφερόμαστε στους δικαστές φανταζόμαστε τον εαυτό μας στο εδώλειο.
Αυτή η φοβία κρατά τους δικαστές εκτός κριτικής για την ευθύνη τους για την κρίση, για την οποία ευθύνονται περισσότερο από κάθε άλλη τάξη, στρώμα ή επαγγελματικό κλάδο.
Αν όμως εξακολουθήσει η Πολιτεία και όλοι μας το μοτίβο “σεβόμαστε τη Δικαιοσύνη”, “δεν παρεμβαίνουμε στο έργο Δικαιοσύνη”, έστω και για “έργα” της σαν αυτά του Μισθοδικείου, θα μεταβάλλουμε την δημοκρατία μας σε δικαστοκρατία.
Ούτε πρέπει να παραλείψω και το εξής: Αφού το Μισθοδικείο έκρινε αντισυνταγματικές τις αποδοχές του προέδρου ΕΕΤΤ κατά το υπερβάλλον τις αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, έπρεπε μετά την έκδοση της απόφασης να τις μειώσει η τότε (2006) κυβέρνηση στο νόμιμο, στο συνταγματικό ύψος, δηλαδή να τις εξομοιώσει με τις αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, οπότε επικαλούμενο το Δημόσιο το νεότερο γεγονός της μείωσης και προκαλώντας ποικιλία παλινδικιών (αναψηλαφήσεις, ανακοπές κατά των εκτελέσεων, ενστάσεις κατά νέων πρωτοείσακτων υποθέσεων κλπ) θα εξουδετέρωνε την ισχύ της απόφασης, της 13/2006 του Μισθοδικείου.
Δυστυχώς δεν το έκανε εκείνη η ωραία κοιμωμένη “κυβέρνηση” “Καραμανλή” και αντίθετα έδωσε στους δικαστές τις παραπάνω απίστευτες παροχές. Έκανε όμως η συντηρητική παράταξη – δυστυχώς αυτή – υπουργό δικαιοσύνης το γκεσέμι του δικαστικού συνδικαλισμού κ Αθανασίου και υπουργό Επικρατείας στην κυβέρνηση Πικραμένου τον εισηγητή της παραπάνω απόφασης του Μισθοδικείου δικηγόρο κ Αργυρό.
Όμως άλλα και πασίγνωστα είναι τα προβλήματα της Δικαιοσύνης και όχι τα μισθολογικά των δικαστών, για τα οποία πάντως ας μην επικαλούνται τις νομικές αθλιότητες Ανωτάτων “Δικαστηρίων”, όπως το Μισθοδικείο, που άλλο δεν κάνει από το να καταστρέφει τα οικονομικά του δύστυχου Κράτους μας, για το οποίο κάθε πατριώτης πρέπει να βουρκώνει, να πνίγεται στο κλάμα και στα αναφιλητά, όταν σκέφτεται το τι τραβά από τους ίδιους τους φυσικούς φρουρούς του.
Όποιος σοβαρά πιστεύει ότι με “Δικαιοσύνη” τύπου Μισθοδικείου μπορούμε να βγούμε από την κρίση, πρέπει γι’ αυτή την παράξενη αντίληψή του να κλειστεί, όπως έλεγε ο Λένιν, σε κλουβί και να εκτεθεί δίπλα σε καγκουρό ως αξιοπερίεργο πλάσμα.
Και είναι αξιοπρέσεκτο το εξής: Οι δικαστές, η “Δικαιοσύνη”, δείχνει μια φοβερή τιμωρητική διάθεση, που ειδικά τείνει να καταστρέψει την ίδια τη φυσική εθνική ηγεσία μας.
Μεγάλοι βιομήχανοι, τραπεζίτες, στρατηγοί, άλλοι πρώην και νυν ανώτατοι λειτουργοί, σέρνονται στα δικαστήρια με κατηγορίες διαφθοράς, τις περισσότερες φορές χωρίς τις ελάχιστες αποχρώσες ενδείξεις, ιδίως απαγγέλεται η κατηγορία της απιστίας, αυτό το αδίκημα που ο “Καραμανλής” ο νέος ανήγαγε σε κακούργημα, βλακωδέστατα και λαϊκισμικότατα, διότι έτσι παρέλυσε κάθε πνεύμα πρωτοβουλίας στο χώρο της διοίκησης του Κράτους, των ΟΤΑ, των ΔΕΚΟ, γενικά του δημόσιου τομέα.
Η μόνη επαγγελματική κατηγορία που βρίσκεται σε πλήρη ασυλία είναι το δικαστικό σώμα, ενώ αυτό έχει τη γίδα στην πλάτη, αυτό με τις φοβερές επρέπειές του στο θέμα των αποδοχών τους (το πιο βρώμικο χρήμα βρέθηκε στις τσέπες των δικαστών με εκείνα τα αναδρομικά των 140.000 ευρώ μέσο όρο για κάθε δικαστή) έπρεπε να βρίσκεται ολόκληρο στη φυλακή, διότι κάθε δικαστής είχε την επαγγελματική πείρα και την επιστημονική γνώση για να διακρίνει την ανηθικότητα και τις νομικές πλημμέλειες της παραπάνω απόφασης του Μισθοδικείου.
Λοιπόν, ας κόψουν την όρεξη και τη φόρα τους οι δικαστές μας, ας γίνουν πιο επιεικείς και πρίν σύρουν τον κάθε πολίτη στα δικαστήρια για διαφθορά, το πρώτο φύλλο κάθε δικογραφίας που τους ανατίθεται ας είναι το … δικό τους εκκαθαριστικό της εφορίας, ας δουν πρώτα τη λεία που αποκόμισαν ληστεύοντας το δύστυχο Κράτος μας με όπλο την διαστρέβλωση του Συντάγματος.
Αν δεν το κάνουν αυτό, είθε να τους λυπηθεί ο τελικός Δικαστής και Κριτής όλων μας, ο Θεός… Καλά είναι μάλιστα να … αυτομαστιγωθούν από τώρα για … εξάσκηση, για να αντέχουν στην άλλη ζωή, όπου κατά τον Άγιο Ιασαάκ τον Σύρο “Οι εν τη γεέννη κολαζόμενοι τη μάστιγι της αγάπης μαστίζονται”, βιτσιάζουν, δηλαδή, τους αμαρτωλούς ανελέητα οι ίδιες οι τύψεις της συνείδησής τους, συναισθανόμενοι ότι εν ζωή “εις την αγάπην έπταισαν”, ότι έβλαψαν εν ζωή την αγάπη προς τους συνανθρώπους τους, όπως έβλαψαν οι δικαστές το Κράτος μας, δηλαδή τους θεσμικά οργανωμένους συνανθρώπους τους.
Και εις επίμετρον: Επαληθεύεται έτσι το αναφερόμενο από τον Στοβαίο ότι ” Δημοκράτης ιδών κλέπτην υπό των ένδεκα απαγόμενον (δηλαδή, κάποιος ονόματι Δημοκράτης βλέποντας κάποιον κλέφτη να τον πηγαίνει φυλακή η “συνοδεία”) , Άθλιε, είπεν, τι γαρ τα μικρά έκλεπτες αλλ’ ου τα μεγάλα, ίνα και εσύ άλλους απήγες”, δηλαδή, Βρε μαλάκα, του είπε, γιατί έκλεβες τα μικρά, ψιλοπράματα, και όχι τα μεγάλα, τα ογκώδη αναδρομικά και τις υπέρογκες αυξήσεις, οπότε εσύ θα πήγαινες τους άλλους φυλακή, όπως έκαναν οι δικαστές, που στέλνουν τον κόσμο στη φυλακή…
Και μια και το έριξα στα αρχαία ελληνικά, θα πω και τούτο σε όσους τυχόν θα με κατακρίνουν ότι δείχνω ασέβεια προς την Δικαιοσύνη:
Εγώ σέβομαι την Δικαιοσύνη εκείνη που κατά τον ορφικό ύμνο της “το πλέον στυγαίει, ισότητι δε χαίρει”, δηλαδή μισεί την πλεονεξία και χαίρεται την ισότητα.
Δεν έχω κανένα λόγο να σέβομαι την “Δικαιοσύνη” του Μισθοδικείου, αυτού του φρικτού και ληστρικού “δικαστηρίου”.
Του Γιάννη Αποστολίδη, πρώην δικηγόρου
[email protected]