Ομιλία παρέθεσε η Υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος, Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, στο 4ο Συνέδριο Επαγγελματικής Ασφάλισης, κατά την δεύτερη ημέρα των εργασιών.
Η κα. Παπακωνσταντίνου ξεκίνησε με μία συνοπτική αναφορά στην τρέχουσα μακροοικονομική κατάσταση.
Οι επιπτώσεις του συνεχιζόμενου πολέμου της Ρωσίας με την Ουκρανία στις τιμές των ενεργειακών αγαθών και στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η αυξημένη αβεβαιότητα, η άνοδος του πληθωρισμού σε πολύ υψηλά επίπεδα και η αυστηροποίηση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών έχουν διαμορφώσει ένα δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, οδηγώντας στην επιδείνωση των προοπτικών της παγκόσμιας οικονομίας.
Συνεπώς, ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί κατά το τρέχον έτος, ως αποτέλεσμα της αναμενόμενης κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη και της σημαντικής υποχώρησης του ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Επιπλέον, τόσο η δημοσιονομική πολιτική όσο και η νομισματική πολιτική αναμένεται να επιδράσουν συσταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα. Ο πληθωρισμός αναμένεται να αποκλιμακωθεί σταδιακά, αν και θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα.
Ωστόσο, παρά τις δυσοίωνες αρχικές προβλέψεις, φαίνεται ότι οι επιπτώσεις της παρούσας κρίσης για την Ευρώπη είναι έως τώρα πιο ήπιες από τις αναμενόμενες. Αντανακλώντας τις εξελίξεις αυτές, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε προς το καλύτερο τις πρόσφατες προβλέψεις της [13.02.2023] για το ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης το 2023. Η καλύτερη πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας υποστηρίζει την εξωτερική ζήτηση για την ελληνική οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση, η επιστροφή της Ελλάδας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης από το 2024 θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από την αποκλιμάκωση της γεωπολιτικής κρίσης και των τιμών των ενεργειακών αγαθών, καθώς και από την καλή πορεία του τουρισμού, των επενδυτικών σχεδίων και της οικονομίας της ευρωζώνης. Οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μεσοπρόθεσμα υποστηρίζονται σημαντικά από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης NextGenerationEU.
Ωστόσο, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία δεν συνδέονται απαραίτητα με την παρούσα δυσμενή συγκυρία. Μια σημαντική διαρθρωτική πρόκληση με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η ελληνική οικονομία είναι η γήρανση του πληθυσμού. Αυτή συνεπάγεται συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού και συνεπώς επηρεάζει αρνητικά τη δυνητική μακροχρόνια ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, έχει σημαντικές επιπτώσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, σημείο στο οποίο θα επανέλθω αργότερα.
Η παρέμβασή της για την επαγγελματική ασφάλιση
Θα ήθελα τώρα να μοιραστώ μαζί σας ορισμένες σκέψεις αναφορικά με την οργάνωση και ανάπτυξη της επαγγελματικής ασφάλισης στην Ελλάδα.
Τα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης (ΤΕΑ) (ή ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών – ΙΕΣΠ), τα οποία αποτελούν τον 2ο πυλώνα του συνταξιοδοτικού συστήματος, εισήχθησαν στην Ελλάδα με τον ν. 3029/2002. Μέχρι την έκδοση του νόμου αυτού δεν παρεχόταν καμία ουσιαστική δυνατότητα σε κλάδους και επαγγελματικές ομάδες για τη δημιουργία συμπληρωματικών και αυτοδιαχειριζόμενων συστημάτων παρά μόνο μέσα από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.
Οι δραστηριότητες και η εποπτεία των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης ρυθμίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την Οδηγία 2016/2341, καλούμενη IORP II (Institutions of Occupational Retirement Provisions). Η Οδηγία αυτή θεσπίζει ένα πλέγμα κανόνων για την ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη το 2020 με τον νόμο 4680.
Ο αριθμός των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA) και της Ελληνικής Ένωσης Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΕΛΕΤΕΑ), την περίοδο 2004-2021 αυξήθηκε από 3 σε 28, τα περισσότερα εκ των οποίων έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία 6 χρόνια. Συγκριτικά με άλλες χώρες της ευρωζώνης, η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα σε αυτές με τη χαμηλότερη διείσδυση των ΤΕΑ. Ενδεικτικά, το έτος 2019, αντιστοιχούσε ένα ΤΕΑ ανά περίπου 250 χιλιάδες εργαζομένους. Στην κορυφή της κατάταξης, με την υψηλότερη διείσδυση, βρίσκεται το Λουξεμβούργο, όπου αντιστοιχεί ένα ΤΕΑ ανά περίπου 25 χιλιάδες εργαζομένους.
Υπάρχουν διάφορα πιθανά αίτια για τη σχετικά περιορισμένη ανάπτυξη και λειτουργία των ΤΕΑ στην Ελλάδα.
• Η πρώτη πιθανή αιτία εντοπίζεται στα θεσμικά χαρακτηριστικά του παραδοσιακού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης της χώρας μας, το οποίο εμπεριείχε διαχρονικά έναν ισχυρό και αρκετά γενναιόδωρο πρώτο πυλώνα, με έντονα αναδιανεμητικό χαρακτήρα, καθώς και υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης σε σχέση με άλλες χώρες.
• Επιπλέον, παρατηρείται εν γένει χαμηλός βαθμός εμπιστοσύνης των ελληνικών νοικοκυριών σε συμπληρωματικούς θεσμούς ασφάλισης, πέραν των διευθετήσεων που παρέχονται από τον δημόσιο τομέα.
• Στην περιορισμένη ανάπτυξη του θεσμού στην Ελλάδα συντελούν και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, ειδικότερα, το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων και το υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης σε σύγκριση με άλλες χώρες. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα ο μέσος αριθμός απασχολουμένων ανά επιχείρηση είναι περίπου 33% χαμηλότερος από τον αντίστοιχο στην ΕΕ. Επίσης, το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων στο σύνολο των απασχολουμένων στην χώρα μας είναι διπλάσιο από αυτό της ΕΕ.
• Επιπρόσθετα, η ανάπτυξη του θεσμού είναι πιθανόν ότι δυσχεραίνεται από το χαμηλό επίπεδο ιδιωτικής αποταμίευσης.
• Τέλος, η σχετικά υψηλή «φορολογική σφήνα», όπως διαμορφώνεται από τις ασφαλιστικές εισφορές και τη φορολογία εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας, ενδεχομένως αποτρέπει τους εργαζόμενους από το να επιλέξουν επιπρόσθετες κρατήσεις επί των αποδοχών τους.
Ωστόσο, τα οφέλη από την ύπαρξη αλλά και την ενίσχυση του θεσμού των ΤΕΑ είναι πολλαπλά. Ειδικότερα μέσω των ΤΕΑ επιτυγχάνεται:
– διάχυση του ασφαλιστικού κινδύνου μεταξύ των πυλώνων του συστήματος,
– βελτίωση της επάρκειας των συνταξιοδοτικών παροχών,
– ενίσχυση της παραγωγικότητας και της αποταμίευσης,
– αύξηση των επενδύσεων και, ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω,
– βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.
Επιπροσθέτως, όπως προανέφερα, οι δυσμενείς δημογραφικές προβλέψεις για τη χώρα μας είναι μία διαρθρωτική εξέλιξη που καθιστά την ανάπτυξη του θεσμού επιτακτικά αναγκαία. Η γήρανση του πληθυσμού έχει αρνητική επίδραση στο διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και επιβαρύνει τόσο τους εργαζόμενους (μεγαλύτερο βάρος σε όρους εισφορών), όσο και τους συνταξιούχους (μεγαλύτερη ανασφάλεια σε όρους συνταξιοδοτικών παροχών).
Παράλληλα, οι διεθνείς τάσεις για αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και επιμήκυνση του εργασιακού βίου καθιστούν επίκαιρη τη συζήτηση για την διαφοροποίηση όχι μόνο του ασφαλιστικού κινδύνου, αλλά και του είδους των παροχών ή ακόμη και του χρόνου συνταξιοδότησης σε σχέση με τον πρώτο πυλώνα.
Προφανώς η επαγγελματική ασφάλιση δεν θα μπορούσε από μόνη της να αντιμετωπίσει όλες τις παραπάνω προκλήσεις. Ένα μεικτό σύστημα ασφάλισης όμως, που θα συνδυάζει διανεμητικά και κεφαλαιοποιητικά χαρακτηριστικά υπό τη μορφή χωριστών πυλώνων, θα μπορούσε να επιτύχει τη διάχυση και τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου, προς όφελος των ασφαλισμένων, αυξάνοντας την ευημερία τους.
Κυρίες και κύριοι σύνεδροι,
Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο παρέχει μια σταθερή βάση για την οργάνωση και λειτουργία των ΤΕΑ. Ταυτόχρονα, ενέχει και αρκετές περιοχές που θα μπορούσαν να βελτιωθούν ώστε ο θεσμός των ΤΕΑ να καταστεί περισσότερο λειτουργικός εντός ενός συστήματος τριών πυλώνων ασφάλισης στην Ελλάδα.
Μια σημαντική περιοχή βελτίωσης του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν προβλέπεται η σύσταση επαγγελματικών ταμείων πολλαπλών εργοδοτών («πολυεργοδοτικά» ΤΕΑ). Ο ν. 3029/2002 επιτρέπει την ίδρυση ΤΕΑ «ανά επιχείρηση ή κλάδο ή κλάδους εργαζομένων», θέτοντας έτσι ως απαραίτητη προϋπόθεση τον κοινό επαγγελματικό δεσμό των μελών του ταμείου από την πλευρά των εργοδοτών. Ως εκ τούτου, τα επαγγελματικά ταμεία που έχουν συσταθεί και λειτουργούν έως σήμερα από τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι κατά βάση «κλειστά» και στοχεύουν στην αποκλειστική κάλυψη των εργαζομένων σε αυτές. Επιπλέον, για την ίδρυση ενός ΤΕΑ ισχύει ελάχιστο όριο 100 ασφαλισμένων. Οι περιορισμοί αυτοί αποκλείουν τους μικρότερους εργοδότες, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν τους απαραίτητους πόρους για να ιδρύσουν ένα δικό τους, εξατομικευμένο, ΤΕΑ. Η διάδοση του θεσμού καθίσταται συνεπώς δυσχερής, εφόσον η ελληνική οικονομία αποτελείται, όπως ανέφερα και προηγουμένως, κατά βάση από μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Οι περιορισμοί στην ίδρυση πολυεργοδοτικών ταμείων δεν ευνοούν την επίτευξη οικονομιών κλίμακας που θα επέτρεπαν την μείωση του επενδυτικού και διαχειριστικού κόστους. Επιπλέον, δημιουργούν στρέβλωση στον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ εγχώριων ΤΕΑ και ΤΕΑ από άλλες χώρες της ΕΕ. Είναι ενδεικτικό ότι ΤΕΑ με έδρα σε άλλα κράτη-μέλη, που ασκούν διασυνοριακή δραστηριότητα στην Ελλάδα, έχουν τη δυνατότητα να ασφαλίζουν διαφορετικούς ημεδαπούς εργοδότες χωρίς κοινό επαγγελματικό δεσμό, σε αντίθεση με τα εγχώρια ΤΕΑ.
Εν κατακλείδι, η θέσπιση της δυνατότητας ίδρυσης πολυεργοδοτικών ΤΕΑ, θα μπορούσε να δώσει την δυνατότητα σε εργαζόμενους μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αλλά και ελεύθερους επαγγελματίες, να αποκομίσουν τα οφέλη της επαγγελματικής ασφάλισης, επανορθώνοντας τη σημερινή κατάσταση όπου η πρόσβαση σε αυτά αποκλείεται για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων.
Είναι αυτονόητο ότι μια μεταρρύθμιση προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συνοδεύεται από τη θέσπιση ελάχιστων προϋποθέσεων και υψηλών προτύπων λειτουργίας που θα πρέπει να πληρούν τα πολυεργοδοτικά ταμεία.
Θεωρώ ότι ο διάλογος για το θέμα αυτό συμβάλλει στην ανάδειξη της σημασίας των ΤΕΑ και των ενδεδειγμένων παρεμβάσεων προς όφελος όλων των εμπλεκομένων, και κυρίως των ασφαλισμένων, και χαιρετίζω την πρωτοβουλία σας για την οργάνωση του σημερινού συνεδρίου.