Το εποχικά διορθωμένο ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, οριακά κάτω από το 11%, προσεγγίζοντας τα επίπεδα που είχαν καταγραφεί πριν από την οικονομική κρίση (Νοέμβριος και Δεκέμβριος 2009: 10,7%).
Σύμφωνα με τις διαθέσιμες προβλέψεις (Προσχέδιο Κρατικού Πρoϋπολογισμού 2024, Οκτώβριος 2023), η απασχόληση θα συνεχίσει να αυξάνεται στη χώρα μας με ρυθμό 0,9%, το 2024 (από 1,4%, το 2023), με αποτέλεσμα το ποσοστό της ανεργίας να παραμείνει σε πτωτική τροχιά στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Παρά την τάση δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας που υπαγορεύεται από την ισχυρή δυναμική των επενδύσεων, το ποσοστό της ανεργίας προσεγγίζει το φυσικό του επίπεδο, δηλαδή εκείνο που οφείλεται στη διαρθρωτική ανεργία και όχι σε διαταραχές του οικονομικού κύκλου.
Ένας πολύτιμος δείκτης είναι το ποσοστό «υποτονικότητας» της αγοράς εργασίας (Labour Market Slack), το οποίο αντανακλά το βαθμό υποχρησιμοποίησης του ανθρώπινου κεφαλαίου, είτε οφείλεται σε κυκλικούς παράγοντες είτε σε διαρθρωτικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Το ποσοστό αυτό, αν και έχει βελτιωθεί το πρώτο εξάμηνο του 2023, παραμένει σε υψηλό επίπεδο. Ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, των νέων και των γυναικών, (βλ. Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων Alpha Bank της 14.7.2023), καθώς και η αναντιστοιχία των δεξιοτήτων του ανθρώπινου κεφαλαίου με τις απαιτούμενες από την αγορά εργασίας, είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους η ανεργία στη χώρα μας παραμένει σε συγκριτικά υψηλό επίπεδο.
Οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις που θα υλοποιηθούν τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, πρωτίστως στο πλαίσιο της απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, στοχεύουν, μεταξύ άλλων, στην αύξηση των θέσεων εργασίας και στην προώθηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, στην ψηφιοποίηση της εκπαίδευσης όλων των επιπέδων, στην αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και στην ενίσχυση των δεσμών μεταξύ του ακαδημαϊκού και του παραγωγικού τομέα, με αποτέλεσμα την προώθηση της έρευνας και της καινοτομίας. Ειδικά σε ό,τι αφορά στο τελευταίο, θα απαιτηθεί αναπροσανατολισμός των κινήτρων στο πεδίο της μετάβασης των επιχειρήσεων σε καινοτομίες και νέες αγορές, έτσι ώστε με τη σειρά τους να προσελκύσουν το ταλέντο υψηλής εξειδίκευσης και καινοτομίας που θα αποτελέσει το φυτώριο για τη διαμόρφωση ενός ισχυρού οικοσυστήματος εταιρειών υψηλής τεχνολογίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι, αν και το ποσοστό για επενδύσεις σε Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία έτη, από 0,6% του ΑΕΠ το 2010 σε 1,5% το 2021, απέχει σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (2,3% του ΑΕΠ).
Ποσοστό ανεργίας και άνοδος της απασχόλησης ανά κλάδο
Πιο αναλυτικά, το εποχικά διορθωμένο ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε σε 10,9%, τον Αύγουστο, μειωμένο κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2022 (Γράφημα 1). Ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε κατά 0,7% σε ετήσια βάση, των ανέργων αντίστοιχα μειώθηκε κατά 12,2%, ενώ τα άτομα εκτός εργατικού δυναμικού κατέγραψαν ετήσια αύξηση, τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους, ύψους 0,4%. Παράλληλα, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών για την απασχόληση, αν και σημείωσε πτώση, το τρίτο τρίμηνο του 2023, σε σύγκριση με το προηγούμενο, παραμένει σημαντικά υψηλότερος από τον αντίστοιχο δείκτη της Ευρωζώνης (114 μονάδες, έναντι 102,8 μονάδες).
Συνολικά, στο διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου 2023, το ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε σε 11,2%, κατά μέσο όρο, έναντι 12,7%, στο ίδιο διάστημα του 2022, ενώ βάσει των πρόσφατων προβλέψεων που περιλαμβάνονται στο Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2024, εκτιμάται ότι το μέσο ετήσιο ποσοστό του 2023 θα διαμορφωθεί σε αυτό το επίπεδο και θα μειωθεί περαιτέρω σε 10,6%, το 2024. Σύμφωνα με τα τριμηνιαία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την αγορά εργασίας, οι κλάδοι στους οποίους δημιουργήθηκαν οι περισσότερες θέσεις εργασίας, το πρώτο εξάμηνο του έτους, ήταν η γεωργία, η υγεία, η μεταφορά και αποθήκευση και ακολούθησαν η μεταποίηση, οι κατασκευές, οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες και οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες.
«Yποτονικότητα» της αγοράς εργασίας
Η βελτίωση της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα αντανακλάται επιπρόσθετα στη συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση του ποσοστού της υποχρησιμοποίησης των πόρων της εργασίας, όπως αυτή μετριέται από το ποσοστό «υποτονικότητας» της αγοράς εργασίας (Labour market slack) της Eurostat. Η «υποτονικότητα» της αγοράς εργασίας ορίζεται ως το ποσοστό του εργατικού δυναμικού υπό τον ευρύ του ορισμό που:
- είτε είναι άνεργοι,
- είτε υποαπασχολούνται με μερική απασχόληση,
- είτε είναι διαθέσιμοι για εργασία, αλλά όχι σε αναζήτηση εργασίας και, τέλος,
- βρίσκονται σε αναζήτηση εργασίας, αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, η «υποτονικότητα» της αγοράς εργασίας υποχώρησε στο 16,1%, το δεύτερο τρίμηνο του 2023, έναντι 17,3%, το πρώτο τρίμηνο και 18,4%, το δεύτερο τρίμηνο του 2022 (Γράφημα 2α). Μείωση του εν λόγω ποσοστού καταγράφεται για δέκατο διαδοχικό τρίμηνο και αποδίδεται, κατά κύριο λόγο, στη μείωση των ανέργων και, δευτερευόντως, στη μείωση των ποσοστών των λοιπών κατηγοριών. Ωστόσο, παρά την αύξηση της χρησιμοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού, το ποσοστό της «υποτονικότητας» της αγοράς εργασίας στη χώρα μας είναι το τρίτο υψηλότερο στην Ευρωζώνη, μετά από τα αντίστοιχα ποσοστά της Ισπανίας (19,9%) και της Ιταλίας (17,9%), υπερβαίνοντας κατά 3,1 ποσοστιαίες μονάδες τον μέσο όρο αυτής.
Αναφορικά με τα επιμέρους ποσοστά ανά φύλο, το δεύτερο τρίμηνο του έτους, η «υποτονικότητα» της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα ήταν σημαντικά υψηλότερη στις γυναίκες (21,5%) σε σύγκριση με τους άνδρες (11,7%), καταγράφοντας υψηλότερα ποσοστά σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες (Γράφημα 2β). Σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές επιδόσεις, η «υποτονικότητα» της αγοράς εργασίας στους άνδρες είναι πολύ κοντά στον μέσο όρο της Ευρωζώνης (11,1%). Αντίθετα, στις γυναίκες υπάρχει σημαντική απόσταση από τον αντίστοιχο μέσο όρο (15,2%), γεγονός που αποδίδεται εξ ολοκλήρου στο ποσοστό της ανεργίας των γυναικών στη χώρα μας, το οποίο -αν και μειώνεται- παραμένει το υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
Κενές θέσεις εργασίας και αναντιστοιχία δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας
Παρά την άνοδο της απασχόλησης και της αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού, αυξήθηκαν παράλληλα οι κενές θέσεις εργασίας στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, ανήλθαν σε 37,1 χιλ., το δεύτερο τρίμηνο του 2023, έναντι 32,9 χιλ., το πρώτο τρίμηνο του έτους και 27,2 χιλ., το δεύτερο τρίμηνο του 2022, καταγράφοντας αύξηση κατά 36,2% σε ετήσια και 13% σε τριμηνιαία βάση, αντίστοιχα. Οι περισσότερες κενές θέσεις εντοπίζονται στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο (18,6 χιλ.) και στην παροχή καταλύματος και εστίασης (10,7 χιλ.). Επιπλέον, το δεύτερο τρίμηνο του έτους, οι κενές θέσεις εργασίας αυξήθηκαν στο 1,6% επί των συνολικών θέσεων εργασίας, με το εν λόγω ποσοστό να διαμορφώνεται σε πολυετή υψηλά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με έρευνα της Manpower (ManpowerGroup Talent shortage survey, Μάρτιος 2023), το 77% των συμμετεχόντων, Ελλήνων εργοδοτών, δήλωσαν ότι αντιμετώπισαν, το 2023, δυσκολία ως προς την εύρεση ανθρωπίνου δυναμικού με τον κατάλληλο συνδυασμό ικανοτήτων και τεχνικών δεξιοτήτων, προκειμένου να καλύψουν τις ανοιχτές θέσεις εργασίας. Το αντίστοιχο ποσοστό στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας ανερχόταν σε περίπου 60%. Οι κλάδοι στους οποίους καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά δυσκολίας εύρεσης εξειδικευμένου προσωπικού είναι η ενέργεια, η βιομηχανία, οι κατασκευές, ο τομέας της υγείας και των βιοεπιστημών, η ενημέρωση και επικοινωνία, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, η πληροφορική, ο τουρισμός και το εμπόριο.
Επιπρόσθετα, βάσει σχετικού δείκτη που παράγεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αποτυπώνει την αποτελεσματική αντιστοίχιση δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας (European Skills Index 2022, Skills matching, Cedefop), η Ελλάδα βρισκόταν το 2022 στην προτελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά την Ισπανία.
Τέλος, σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ (Skills Matter Additional results from the survey of Adult skills, 2019), στην Ελλάδα καταγράφονται υψηλά ποσοστά αναντιστοιχίας των δεξιοτήτων των απασχολούμενων, με τις απαιτούμενες από τη θέση εργασίας που κατέχουν.
Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά στις γνώσεις γραφής και ανάγνωσης (literacy), το 27,8% των εργαζομένων δηλώνει ότι διαθέτει υψηλότερες ικανότητες από αυτές που απαιτούνται (overqualified), ενώ το 6,6% χαμηλότερες (underqualified). Το σύνολο των δύο κατηγοριών στην Ελλάδα συνιστά το υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Το αντίστοιχο ποσοστό αναντιστοιχίας ως προς τις μαθηματικές γνώσεις είναι 26%, το τρίτο υψηλότερο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (22,1% overqualified, 3,9% underqualified).