“Ἄν οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχον τήν δυνατότητα νά ἀναμένουν
ἐν ὑπομονῇ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, προκειμένου
νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο,
τότε θά ἦσαν περιττοί ὅλοι οἱ ἱεροί Κανόνες
οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στούς αἱρετικούς καί
στή σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ αὐτούς”!


Εἰς αὐτά τά ἐπιχειρήματα τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, ἔχομε νά ἀναφέρωμε τά ἑξῆς:

1. Ἄν ἡ ἀποτείχισις ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο δέν ἦταν ὑποχρεωτική θά ἔπρεπε νά τό γνωρίζουν αὐτό οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τά πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ὄχι τόν ἔνατο αἰῶνα πού ἐγράφη ὁ ἐν λόγῳ Κανών.
Βλέπουμε δηλαδή στήν διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἅγιοι Πατέρες νά προτρέπουν διαρκῶς μέ λόγια καί ἔργα τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς μόλις διεπίστωναν ὅτι διακατέχονται ἀπό αἱρετικά φρονήματα. Τόν ἔνατο λοιπόν αἰῶνα –σύμφωνα πάντοτε μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία– διδάσκονται οἱ Ὀρθόδοξοι κάτι τελείως διαφορετικό. Διδάσκονται ὅτι δύνανται, χωρίς νά ἁμαρτάνουν, οὔτε νά μολύνωνται ἀπό τήν αἵρεσι, νά παραμένουν ἑνωμένοι ἐκκλησιαστικά μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, νά τόν μνημονεύουν κλπ. μέχρι τήν καταδίκη του ἀπό τήν Σύνοδο. Αὐτό πρακτικά σημαίνει, ἤ ὅτι μέχρι τότε οἱ Ὀρθόδοξοι -ὅταν ἀποτειχίζοντο- ἔσφαλαν, ἤ ὅτι ἐκαινοτόμησαν οἱ Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί ἄλλαξαν μία βασική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Θά ἔπρεπε ἐπίσης καί οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀναλόγως νά ὡμιλοῦσαν διά τούς αἱρετικούς καί νά καθησύχαζον τρόπον τινά τούς Ὀρθοδόξους, ὥστε νά μήν διακόπτουν πρό συνοδικῆς κρίσεως τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς. Πουθενά ὅμως δέν ὑπάρχουν τέτοιες προτροπές καί διδασκαλίες τῶν ἁγίων. Ἀπεναντίας καί διά τῶν λόγων καί διά τῶν ἔργων των οἱ ἅγιοι ἀποδεικνύουν τό ἐντελῶς ἀντίθετο, δηλαδή τήν ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι ἀπό τόν δημοσίως καί ἐπ’ Ἐκκλησίας κηρύττοντα αἵρεσι. Ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, στό τέλος τῆς Βυζαντινῆς περιόδου, ἐπιγραμματικά ἀναφέρει περί τούτου –συνοψίζων τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι εἰς τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως καί μάλιστα στήν πιό δύσκολη πρακτικά ἀπό ὅλες τίς περιόδους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ θεῖαι γραφαί φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» (ΠατρολογίαOrientalis, τομ. ΧV, σελ. 304).
Εἶναι χαρακτηριστικό τό ὅτι ὁ ἅγιος ἀναφέρεται σέ ἑτερόφρονες, δηλαδή σέ ὅσους ἔχουν διαφορετικό ἀπό τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί ὄχι σέ καταδικασμένους ἀπό Σύνοδο, διότι τότε ὁ λόγος του θά ἦτο περιττός. Ὁ ἅγιος λοιπόν δέν γνωρίζει στό τέλος τῆς Βυζαντινῆς περιόδου δυνητική ἀποτείχισι καί μάλιστα ὡς διδασκαλία κάποιας Συνόδου ἤ ἑνός ἁγίου, ἀλλά ὑποχρεωτική ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι καί διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας.
2. Ἄν οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχον τήν δυνατότητα νά ἀναμένουν ἐν ὑπομονῇ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, προκειμένου νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, τότε θά ἦσαν περιττοί ὅλοι οἱ ἱεροί Κανόνες οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στούς αἱρετικούς καί στή σχέσι τῶν
Ὀρθοδόξων μέ αὐτούς, ὅπως ἐπίσης καί ὅλη ἡ ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ διδασκαλία, ἡ ὁποία σκοπό ἔχει νά διατηρῆ σέ ἐγρήγορσι τούς πιστούς, καὶ νά διδάξη τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς. Θά ἀρκοῦσε ἡ ἐντολή, οἱ λαϊκοί νά περιμένουν τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, χωρίς νά τίς κρίνουν καί νά τίς ἀκολουθοῦν κατά γράμμα.
Ἔπειτα, γιά ποιό λόγο, δηλαδή, οἱ Κανόνες νά ἐπιβάλλουν μέ ἐπιτίμια τήν ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι, τήν στιγμή πού ὑπάρχει συνοδική κρίσις περί τούτου; Ἦσαν δηλαδή τόσο ἀπείθαρχοι οἱ Ὀρθόδοξοι καί ἄγευστοι ἀπό κάθε πνευματικότητα, ὥστε νά μήν σέβωνται συνοδικές ἀποφάσεις καί μάλιστα σέ τόσο σοβαρά θέματα; Εἶναι σά νά λέμε ὅτι οἱ Κανόνες πού ἀναφέρονται στήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς, ἀναφέρονται στόν Ἄρειο, τόν Μακεδόνιο, τόν Νεστόριο, τόν Εὐτυχῆ, τόν Διόσκορο καί τούς λοιπούς καταδικασμένους ἀπό Σύνοδο Ἐπισκόπους καί ὄχι σέ ὅσους ἔχουν μέν τά φρονήματα τούτων, πλήν ὅμως δέν καταδικάστηκαν ἀπό κάποια Σύνοδο.
3. Ὅλες οἱ μεγάλες αἱρέσεις οἱ ὁποῖες ἀνεφύησαν, μηδέ ἐξαιρουμένου καί αὐτοῦ τοῦ Παπισμοῦ, ἀνεπτύχθησαν καί προσπάθησαν νά ἑδραιωθοῦν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, μέ ἀπώτερο σκοπό τήν ἐξοστράκισι τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν μετάλλαξι τοῦ φρονήματος τῶν πιστῶν καί τήν τελική ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως. Συνεπῶς καί οἱ ἱεροί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι καθορίζουν τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς, ἀναφέρονται εἰς τούς αἱρετικούς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ὡς Ἐπίσκοποι -οἱ ὁποῖοι κατέλαβον μέ τήν βοήθεια της πολιτικῆς ἐξουσίας τίς θέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, εἴτε ὡς ἱερεῖς καί ἡγούμενοι -οἱ ὁποῖοι μετήλλαξαν τήν πίστι των καί ἀθέτησαν τήν Ὀρθοδοξία, εἴτε ὡς λαϊκοί -οἱ ὁποῖοι συμβιβάζονται μέ τήν αἵρεσι καί τήν εὔκολη λύσι ἤ ἄγονται καί φέρονται ἀπό τούς πνευματικά προϊσταμένους των.
Εἶναι τουλάχιστον ἀστεῖο νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι ὅλοι αὐτοί οἱ ἱεροί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι, ὅπως προαναφέραμε, καθορίζουν τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς, ἀναφέρονται εἰς τούς αἱρετικούς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σχηματίσει ἰδιαίτερες κοινότητες, ἔχουν ἀποκοπῆ καί διαχωρισθῆ ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί ἔχουν ἰδικό τους ἱερατεῖο, ὅπως εἶναι σήμερα οἱ Παπικοί, οἱ Μονοφυσίτες κλπ. Ὅλοι οἱ ἱεροί αὐτοί Κανόνες εἶναι αὐστηρότατοι, ἀπολύτως ἐπιτακτικοί καί ὄχι δυνητικοί καί μάλιστα μέ αὐστηρότατα ἐπιτίμια διά τούς παραβάτας. Πῶς λοιπόν θά ἐκληφθῆ ὡς δυνητικός ὁ 15ος αὐτός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία καί αὐτός ἀναφέρεται στούς ἰδίους αἱρετικούς καί μάλιστα Ἐπισκόπους, πού ἀναπτύσσονται καί ἐργάζονται ὑπέρ τῆς αἱρέσεως ἐντός τῆς Ἐκκλησίας;
Ἄν ἐπίσης μελετήσωμε ὅλους αὐτούς τούς ἱερούς Κανόνες οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς, θά διαπιστώσωμε ὅτι οἱ Κανόνες αὐτοί ἐπιβάλλουν στούς Ὀρθοδόξους νά ἐξετάζουν τό φρόνημα ἐκείνων μέ τούς ὁποίους προτίθενται νά ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικά καί, ἄν αὐτό εἶναι ὀρθόδοξο, τότε καί μόνο τότε νά ἔχουν μέ αὐτούς ἐκκλησιαστικές σχέσεις. Πῶς τώρα εἶναι δυνατόν μέ ὅλους αὐτούς -πού διαπιστώσαμε ὅτι δέν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα- οἱ Κανόνες νά ἐπιβάλλουν ὑποχρεωτικά ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι καί ἀπεναντίας μέ τόν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος «δημοσίως γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας» κηρύττει αἵρεσι, ὁ ὑπό ἐξέτασι ἱερός Κανών νά ἀφήνη πλήρη ἐλευθερία ἐπιλογῆς (αὐτό σημαίνει δυνητική ἑρμηνεία) εἰς τό ἄν θά ἀποτειχισθῆ κάποιος ἀπό αὐτόν, ἤ ἄν θὰ ἐπιλέξη νά ἔχη πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του, καί μάλιστα ἀναμένοντας ἡσύχως καί ἐν ὑπομονῇ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου; Καί ἄν τελικῶς ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου εἶναι ὑπέρ τῆς αἱρέσεως καί ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας (ὅπως πολλάκις συνέβη) τότε ὑποχρεοῦται ὁ πιστός, βάσει τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ κανόνος, νά ὑποταχθῆ ἐκκλησιαστικῶς στήν αἵρεσι καί νά διακόψη τήν ἐπικοινωνία μέ ὅσους παραμένουν πιστοί στὴν Ὀρθόδοξο Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα αὐτά λοιπόν ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ἐναντιώνεται στὴν κοινή λογική καί φυσικά, ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεσι μέ ὅλους τούς σχετικούς μέ αὐτόν ἱερούς Κανόνες, καί ἐπί πλέον ὁδηγεῖ σέ τραγικά ἀδιέξοδα τούς θιασῶτες τῆς ἑρμηνείας αὐτῆς, τά ὁποῖα ὁπωσδήποτε εἶναι εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὑπέρ τῆς αἱρέσεως.
4. Ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεσι μέ τήν ἰδία τήν ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία καί αὐτή πρωτίστως καθορίζει τίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στήν δεύτερη ἐπιστολή του ἀναφέρει τά ἑξῆς σχετικά μέ τούς αἱρετικούς: «εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει μή λαμβάνεται αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε· ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς» (Β΄ Ἰωάν. 10,11). Εἶναι πίστις τῆς Ἐκκλησίας ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες εἶναι ἀπολύτως σύμφωνοι καί ἐναρμονισμένοι μέ τήν ἁγ. Γραφή καί μάλιστα διασφαλίζουν τό κῦρος της. Ἄν ὅμως ἐκλάβωμε ὡς δυνητικόν τόν ὑπό ἐξέτασι Κανόνα, αὐτός ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεσι μέ τήν διδασκαλία αὐτή τῆς ἁγ. Γραφῆς. Διότι ἡ ἁγ. Γραφή στό σημεῖο αὐτό διδάσκει ὅτι, μόλις διαπιστώσομε πώς κάποιος δέν ἔχει τήν ἀληθινή καί ὀρθόδοξο πίστι, δέν πρέπει οὔτε στήν κατοικία μας νά τόν βάλωμε, οὔτε χαίρεται νά τοῦ εἰποῦμε, οὔτε σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο νά ἔχωμε οἱαδήποτε σχέσι καί ἐπικοινωνία.
Ἀντιθέτως ὅμως, μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία διδάσκομε ὅτι, μέ αὐτόν ὁ ὁποῖος «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ ἐκκλησίας» κηρύττει αἵρεσι, δυνάμεθα -χωρίς νά ἁμαρτάνωμε- νά ἔχωμε πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, νά τόν μνημονεύσωμε στά μυστήρια, νά τόν ἀποδεχώμεθα ὡς εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ καί νά ἀναμένωμε ἡσύχως καί ἐν ὑπομονῇ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία, τελικά, ἤ μπορεῖ νά μήν ἔλθη ποτέ ἤ, τό χειρότερο, μπορεῖ νά εἶναι καί ὑπέρ τῆς αἱρέσεως καί εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τό ὅτι εἶναι ἀσυγκρίτως χειρότερο ἡ μνημόνευσις εἰς τά μυστήρια τοῦ αἱρετικοῦ, ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία καί ἡ ἀναγνώρισίς του εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, ἀπό τόν ἁπλό χαιρετισμό καί τήν εἴσοδό του στήν ἰδιωτική κατοικία μας, εἶναι ἡλίου φαεινότερο καί μόλις εἶναι ἀνάγκη νά τό ἀναφέρωμε. Ἐπίσης ἡ διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς, ὅτι δηλαδή μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό καί τήν εἴσοδο στήν κατοικία μας ἔχομε κοινωνία μέ τήν αἵρεσι καί τά πονηρά ἔργα τοῦ αἱρετικοῦ, σημαίνει ὅτι πολύ περισσότερο ἔχομε κοινωνία μέ τήν αἵρεσι καί τόν αἱρετικό ἄν τόν μνημονεύσωμε στήν Ἐκκλησία ἤ συμπροσευχηθοῦμε μαζί του ἤ τόν ἔχομε εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο οἱ ὑπέρμαχοι τῆς δυνητικῆς θεωρίας τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος ἀναγκάσθηκαν νά κατασκευάσουν καί ἄλλη παρεμφερῆ διδασκαλία, ὅτι δηλαδή ἡ μνημόνευσις εἶναι ἁπλῶς εὐχή ὑπέρ ὑγείας καί μακροημερεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου καί οὐδεμίαν ἄλλην θεολογική διάστασι ἔχει, ἐνῶ οἱ Πατέρες ὅπως ἀναφέραμε στήν σελίδα 207, διδάσκουν τό ἐντελῶς ἀντίθετο.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή μέ ἀπόλυτη αὐστηρότητα διδάσκει τά ἑξῆς σχετικά μέ τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς: «ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν ἀνάθεμα ἔστω· ὡς προειρήκαμεν, καί ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. α, 8,9). Αὐτό τό χωρίον τῆς ἁγ. Γραφῆς εἶναι ἴσως τό αὐστηρότερο ὡς πρός τήν διασφάλισι τῆς ἀληθείας καί τήν ἀπομάκρυνσί μας ἀπό αὐτούς πού διδάσκουν οἱανδήποτε αἵρεσι καί καινοτομία. Ἀντί ἄλλης ἀναλύσεως θά παραθέσωμε τήν ἀναφορά, τήν ὁποία κάνουν εἰς τό ἁγιογραφικό αὐτό χωρίο ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ ὁποῖος ἐπιπλέον ἐπικαλεῖται καί τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, καί ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται μάλιστα στήν μοιχειανική αἵρεσι. Ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἀναφέρει:
«Καί ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἐξηγούμενος τό “Εἴ τις εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα”, οὐκ εἶπε, φησίν, “ἐάν ἐναντία καταγγέλλωσιν ἤ τό πᾶν ἀνατρέπωσιν, ἀλλά κἄν μικρόν τι εὐαγγελίζωνται παρ’ ὅ παρελάβετε, κἄν τό τυχόν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν”. Καί ὁ αὐτός αὖθις· “Οἰκονομητέον, ἔνθα μή παρανομητέον”» (Patrologia Orientalis, Τοme XV, Αu Concile de Florence, σελ. 302-304). Ὁ δέ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀναλύοντας τό ἐν λόγῳ χωρίο ἀναφέρει: «Εἷς γάρνόμος ἔσται, φησί, καί ἕν εὐαγγέλιον παρελάβομεν˙ καί ὅς ἐκτοῦδε τοῦ εὐαγγελίου κἄν τό τυχόν παρασαλεύσοι, κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀρκεῖ σοι ἡ ἀσφάλεια. μή βασιλεύςμείζων ἀγγέλου; μή οὐχί ὁ κοσμοκράτωρ ἐν τῷ κόσμῳ μείζωνπάντων τῶν κοσμοκρατορικῶς κρατούντων δαιμόνων καίἀνθρώπων, ἀλλ’οὐχί θεϊκῶς; καί τί ὁ ἀπόστολος; ἀνάθεμα ἔστω. ἄγγελοι οὐ τολμῶσι παρασαλεῦσαι, οὐδέ σαλεύοντεςμένουσι μή ἀναθεματιζόμενοι, ὡς ὁ διάβολος καί ἡἀποστατική αὐτοῦ πληθύς. καί πῶς ἄνθρωπος πᾶς ἐν σαρκίὤν, σαλεύων κάι καινοτομῶν, καί μάλιστα τοιαύταςκαινοτομίας, οὐκ ἀλλότριος θεοῦ;» (Φατ. ἐπιστ. 36. Εὐπρεπιανῷ καί τοῖςσύν αὐτῷ, 103,72).
Ἐδῶ, ὅπως καταδεικνύεται ἀπό τά ἴδια τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀλλά καίἀπό τίς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων πού παραθέσαμε, ἀναθεματίζονται αὐτομάτως ὅσοιδιδάσκουν αἱρετικές δοξασίες καί ὅσοι καινοτομοῦν ὡς πρός τήν ἀποστολική πίστι καί Παράδοσι. Δηλαδή ἡ ἴδια ἡ αἵρεσις προξενεῖ τόν ἀναθεματισμό, ἐπειδή προσβάλλει τήν ἀληθινή πίστι. Τό ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει τούς ἴδιους τούς Ἀποστόλους καί ἀκόμη τούς ἀγγέλους, σημαίνει διά τῆς ὑπερβολῆς αὐτῆς, ὅτι πολύ περισσότερο ἀναθεματίζεται αὐτομάτως ὁ Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ ἐκκλησίας» κηρύττει κάποια αἵρεσι.
Σύμφωνα ὅμως μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ὑπό ἐξέτασιν ἱεροῦ Κανόνος, ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός ὄχι μόνον δέν ἀναθεματίζεται λόγῳ τῆς αἱρέσεως, ἀλλά καί μνημονεύεται στά μυστήρια καί εἰδικά στή Θεία Λειτουργία καί ἀναγνωρίζεται ὡς Ἐπίσκοπος καί ἔχομε πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μετ’ αὐτοῦ, περιμένοντας ἡσύχως καί ἐν ὑπομονῇ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Αὐτό σημαίνει -σύμφωνα μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία- ἤ ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἐξαιρεῖται τῆς ἁγιογραφικῆς αὐτῆς ἐντολῆς ἤ ὅτι εἶναι ἀνώτερος τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἀγγέλων, δηλαδή εἶναι Θεός, διότι δέν ὑπάρχει τίποτε ἀνώτερο ἀπό αὐτούς.
Ἐδῶ λοιπόν ἡ δυνητική αὐτή ἑρμηνεία ἀνατρέπει ἐκ θεμελίων ὁλόκληρη τήν ἁγ. Γραφή, θεοποιεῖ τόν Ἐπίσκοπο μέ τρόπο ἐφάμιλλο ἤ καί ἀνώτερο τοῦ Παπισμοῦ καί προσέτι μᾶς καθιστᾶ ὅλους, διά τῆς ὑπακοῆς καί ὑποταγῆς εἰς αὐτόν τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, συνυπευθύνους ἤ συγκοινωνούς αὐτοῦ τοῦ ἁγιογραφικοῦ ἀναθέματος, κατά τό «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔσται». Πόσο ἄραγε τραγικό καί ἐξωφρενικό εἶναι ὁ ἀπ. Παῦλος νά ἀναθεματίζεται, ἄν διδάξη κάτι ἀντίθετο ἀπό τήν ἀληθινή πίστι, καί ὁ κάθε σύγχρονος Ἐπίσκοπος, μέ βάσι τήν δυνητική θεωρία τοῦ Κανόνος, ἄν διδάξη καί αὐτός κάτι ἀντίθετο, ὄχι μόνο νά μήν ἀναθεματίζεται, ἀλλά ἀπεναντίας νά παραμένη εἰς τήν θέσι του, νά μνημονεύεται στά μυστήρια καί νά εἶναι εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, νά ὑπακούωμε εἰς αὐτόν κλπ.
Ὁ ἀπ. Παῦλος ἐπίσης στήν ἐπιστολή του πρός τόν Τίτο, ἀναφέρει τά ἑξῆς διά τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς: «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος» (Τιτ. γ’ 10,11).
Ἐδῶ ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν ἀναφέρει δύο σημαντικές ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν τούς αἱρετικούς. Ὅτι δηλαδή μετά ἀπό μία ἤ δύο νουθεσίες, σχετικές προφανῶς μέ τήν μετάνοια καί ἐπιστροφή των, ἀπομακρυνόμεθα ἀπό αὐτούς καί ὅτι ἡ ἀποδοχή τῆς αἱρέσεως καθιστᾶ κάποιον αὐτοκατάκριτον, δηλαδή καταδικασμένο ἐξαιτίας τῆς ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως. Σύμφωνα ὅμως μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ὑπό ἐξέτασιν ἱεροῦ Κανόνος, ὁ Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος δημοσίως «ἐπ’ ἐκκλησίας καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κηρύττει αἵρεσι, οὔτε αὐτοκατάκριτος εἶναι (ἕως ὅτου καί ἐφ’ ὅσον πρέπει νά τόν καταδικάση Σύνοδος), οὔτε ἐξέστραπται (ἐφ’ ὅσον δυνάμεθα νά τόν ἀκολουθοῦμε καί νά τόν μνημονεύωμε χωρίς κίνδυνο συμμετοχῆς στήν αἵρεσι), οὔτε παραιτούμεθα ἀπό αὐτόν (ἐφ’ ὅσον ὑποτασσόμεθα εἰς αὐτόν περιμένοντας ἡσύχως καί ἐν ὑπομονῇ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου).
Ἀπό αὐτές τίς ἀναφορές εἰς τήν ἁγ. Γραφή καθίσταται σαφές ὅτι ἡ μέν δυνητική θεωρία τοῦ Κανόνος εἶναι πλήρως καί ἐκ διαμέτρου ἀντίθετος εἰς τήν ἁγ. Γραφή, ἐνῶ ἡ ἀποτείχισις ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο εἶναι ἀπολύτως σύμφωνος μέ τό γράμμα καί τό πνεῦμα της.
5. Τέλος ἡ δυνητική θεωρία τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ τήν ἁπλῆ λογική σκέψι, ἐφ’ ὅσον αὐτή δέν ἔχει ἐμπαθῆ κίνητρα καί συμφέροντα διά νά τοποθετηθῆ. Διότι, πῶς εἶναι δυνατόν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποτειχίζεται ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καί ὑφίσταται τίς συνέπειες τῆς ἀποτειχίσεως καί τῆς ὁμολογίας, νά ἀξιώνεται τῆς πρεπούσης τιμῆς ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί, ἀντιθέτως, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν ἀποτειχίστηκε ἀπό αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο, δέν ὑπέστη οὐδεμία ταλαιπωρία διά τήν ἀποκατάστασι τῆς ἀληθινῆς πίστεως, ἀλλά διῆλθε τό διάστημα τοῦ διωγμοῦ τῆς πίστεως κατά τό δή λεγόμενο «ἀβρόχοις ποσί», ἀκολουθώντας καί συνοδοιπορώντας μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς καί ἀναμένοντας τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ὄχι μόνο νά μήν τιμωρεῖται δι’ αὐτήν τήν παθητική του στάσι καί ἀδράνεια, ἀλλά νά μήν αἰσθάνεται κἄν τύψεις συνειδήσεως πρός μετάνοια, διότι τόν καιρό τοῦ ἀγῶνος καί τοῦ διωγμοῦ αὐτός ἐκάθευδε καί ἔρεγχε.
Ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ὑπό ἐξέτασιν ἱεροῦ Κανόνος πέραν τῶν ἄλλων, γίνεται αἰτία εἰς τό νά καθησυχάζεται καί ἡ συνείδησίς μας, διότι ὑποδεικνύει καί ἄλλη νόμιμη ὁδό κατά τό διάστημα τῆς ὁμολογίας καί τοῦ διωγμοῦ, ἐντελῶς ἀντίθετη, πλήν ὅμως συνετή καί κυρίως χωρίς συνέπειες.
Γίνεται ἐπίσης αἰτία, κατά τό διάστημα τῆς αἱρέσεως, διχασμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς πρός τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῆς αἱρέσεως καί δίδεται ἡ εἰκόνα ὅτι ἡ εὐθύνη διά τήν ἀποκατάστασι τῆς πίστεως δέν βαρύνει ἐξ ἴσου ὅλους κατ’ ἀναλογίαν τῆς θέσεώς των, ἀλλά δύνανται ἄλλοι μέν νά διωχθοῦν καί νά ταλαιπωρηθοῦν καί ἄλλοι, νομίμως καί χωρίς ἐπιπτώσεις, νά συνοδοιποροῦν μέ τούς αἱρετικούς, ἀναμένοντες τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Γίνεται ἐπί πλέον αἰτία νά δημιουργηθῆ ἡ ἐντύπωσις ὅτι, τήν εὐθύνη διά τήν διαφύλαξι τῆς ἀληθινῆς πίστεως, ὁ Θεός δέν τήν ἐναπέθεσε εἰς τούς Ὀρθοδόξους πού χρονικά ζοῦν κατά τήν διάρκεια τῆς αἱρέσεως, ἀλλά ὅτι αὐτή εἶναι ὑπόθεσις ἰδική Του ἤ τῶν ἀγγέλων, ὁπότε δυνάμεθα ἡσύχως καί ἐν ὑπομονῇ νά ἀναμένωμε μία θαυματουργική ἐπέμβασι ἐξ ὕψους.
Ἡ ἱστορική ὅμως πραγματικότης διδάσκει τό ἐντελῶς ἀντίθετο, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός ἐπιτρέπει καί ἀνέχεται τήν αἵρεσι διά νά δοκιμασθοῦν ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί Του καί διά νά διαχωρισθῆ, κατά τό δή λεγόμενο, τό στάρι ἀπό τήν ἦρα, δηλαδή οἱ ὑπομείναντες τό βάρος καί τόν καύσωνα τῆς ἡμέρας ἀπό τούς συμβιβασμένους, βολεμένους καί συνοδοιπόρους τοῦ κακοῦ. Καί βεβαίως μέ τήν ἁπλή λογική γίνεται κατανοητό ὅτι, ἄν ἀκολουθεῖτο κατά τήν διάρκεια τῆς ἱστορίας ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, οὐδεμία αἵρεσις θά εἶχε κατασταλῆ, οὔτε ὁμολογηταί θά ὑπῆρχον, οὔτε διωγμοί καί μαρτύρια τῶν ἐνισταμένων κατά τῆς πλάνης, οὔτε φυσικά ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία πέραν τῶν ἄλλων εἶναι καρπός μαρτυρικῶν ἀγώνων, ἡ πρώτη ἐλπίδα διά τήν σωτηρία μας καί ὁ πρῶτος στόχος τοῦ διαβόλου διά τήν ἀπώλειά μας. Ἐκτός βεβαίως ἄν διαπιστώσαμε στήν ἱστορική πραγματικότητα μία τέτοια ἀδράνεια (ἐφησυχασμό) τῶν Ὀρθοδόξων καί συγχρόνως μία ἐξ ὕψους θαυματουργική ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ πρός ἀποκατάστασιν τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὡς ἐκ τούτου γίνεται φανερό ὅτι, ὁ πρῶτος καί κύριος λόγος πού σήμερα δέν καταστέλλεται ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά ἀπεναντίας σύν τῷ χρόνῳ ἑδραιώνεται καί νομιμοποιεῖται καί ἀμβλύνει τήν συνείδησι τῶν πιστῶν, εἶναι ἡ ἐν τῇ πράξει ἐφαρμογή τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος αὐτοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ αὐλαία τῆς μαρτυρικῆς παραδόσεως διά τήν διαφύλαξι τῆς πίστεως ἔκλεισε καί ἐφευρέθη ἄλλος τρόπος συνυπάρξεως ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς καί τούς συνοδοιπόρους των κατά τόν τύπον τῆς συνυπάρξεως τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς Παπικούς ἤ τῶν Ὀρθοδόξων ἐντός τοῦ Π.Σ.Ε.
Δηλαδή τά ἁγιογραφικά χωρία «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε…»(Β΄Κορινθ. 6,17), «ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σου ἐναντίον βασιλέων καί οὐκ ἠσχυνόμην»(Ψαλμ. 118,46), «στέλλεσθε ἀπό παντός ἀτάκτως περιπατοῦντος» (Β΄Θεσ. 3,6), «οὐκ ἐκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος» (Ψαλμ. 25,4), «ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων» (Ψαλμ. 25,5) καί τόσα ἄλλα, ἀκυρώνονται διά τῆς νεοεφευρεθείσης αὐτῆς θεωρίας, καθώς ἐπίσης καί ὅλη ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, ἡ ὁποία βοᾶ διά τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν, καί ἀντεισάγονται εἰς τήν θέσι αὐτῶν ὁ νεοεποχίτικος συμβιβασμός καί ἡ συνοδοιπορεία καί συμπόρευσις μέ ὅλους καί ὅλα, τό ὑπνωτικό τῆς ὑπακοῆς, ὁ δόλος τῆς παραμονῆς εἰς τήν Ἐκκλησία καί βεβαίως ἡ διάκρισις διά τήν ἀποφυγή τοῦ σχίσματος καί ἡ τελική νίκη καί ἐπικράτησις τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς εἰς βάρος τῆς ἀληθινῆς καί Ὀρθοδόξου πίστεως.

Θά ἠδυνάμεθα εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐπεκτείνωμε τόν λόγο διά τόν παραλογισμό τόν ὁποῖο εἰσάγει ἡ θεωρία αὐτή εἰς τούς Ὀρθοδόξους, διά τήν σύγχυσι καί τόν ἀποπροσανατολισμό, διά τήν κατ’ οὐσίαν δυτικοποίησι ἐν τῇ πράξει καί ἀπραξίᾳ τῶν Ὀρθοδόξων, διά τήν συμβολή της εἰς τή Ν. Ἐποχή καί τήν διαφθορά καί αὐτοῦ τοῦ λείμματος, διά τήν κατ’ οὐσίαν ἱεράν συμμαχία μέ τήν αἵρεσι κλπ., πλήν ὅμως θά ἐξερχώμεθα τῶν ὁρίων τῆς μικρᾶς αὐτῆς ἐργασίας, ἡ ὁποία ὡς κύριο στόχο ἔχει τήν παρουσίασι τῆς διαχρονικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας εἰς τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως καί τῆς διακοπῆς τῆς μνηνονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου. Ἡ περαιτέρω ὅμως ἐξέλιξις τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ θά μᾶς πείση διά τό δέον γενέσθαι, διά τό ὅτι νίκη δέν ὑπάρχει δίχως πόλεμο καί πόλεμος δέν γίνεται χωρίς νά ἔχης ἀπέναντι ἐχθρούς, ἀλλά τούς ἐχθρούς νά τούς ἀντιμετωπίζης ὡς φίλους καί μάλιστα, ὅταν σύμφωνα μέ κοινή ὁμολογία, εὑρίσκονται ἐντός τῶν τειχῶν, νά τούς ἀποδίδης δέ καί τό ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς παρατάξεως Κυρίου.


Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ Ἱερομονάχου, Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓ. ΠΑΤΕΡΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΤΟΥ ΙΕ΄ ΚΑΝΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΕΩΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΗΡΥΣΣΟΝΤΟΣ ΕΠ’ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΙΡΕΣΙ, σελ. 287-299.

https://paterikiparadosi.blogspot.gr/2016/11/blog-post_38.html