«Ταξιδεύω στην Ελλάδα 40 χρόνια. Χθες, όμως, είχα τόση ένταση όταν ανέβηκα στο αεροπλάνο για την Ελλάδα. Ένιωσα πως προσγειώθηκα στον παράδεισο. Πρέπει να αναγνωρίζετε την αξία της ηρεμίας στην οποία ζείτε».  Ο Τούρκος Ζουλφί Λιβανελί, πρώτης γραμμής ποιητής, πεζογράφος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, μουσικοσυνθέτης… (το «Λέι λιμ λέι» του, έχει πλέον τη φήμη και το κύρος ενός παλλαϊκού τουρκικού και μεσογειακού ύμνου που έχει ακουστεί σε όλο τον πλανήτη) απέφυγε να απαντήσει στην τελευταία ερώτηση του πολυπληθέστατου ακροατηρίου του, στη 14η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης: Φοβάστε για το επερχόμενο στην Τουρκία;  «Υπάρχουν τελευταία έντονες εθνικιστικές αντιθέσεις στην Τουρκία. Στα 1924, με την ίδρυση του τουρκικού κράτους είπαν ότι όσοι ζουν σ’ αυτόν τον τόπο, είναι Τούρκοι. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όμως, ήρθαν στην περιοχή πολλοί άνθρωποι από παντού. Έφεραν τη δική τους κουλτούρα, τις θρησκείες, τις συνήθειες τους και πρέπει να το πούμε: αυτοί είναι Τούρκοι, αυτοί Κούρδοι, αυτοί Λαζοί. Οι λαοί της Ανατολής είναι κατά κύριο λόγο αγρότες και στρατιώτες. Η κύρια δύναμη είναι τα Βαλκάνια» είπε μόνον και συνέχισε να μιλά μειλίχια, ανατολίτικα, με παραβολές και παραμυθίες.  «Τους καιρούς της εξέγερσης στο Ταξίμ, ξενυχτούσα κι εγώ με τα παιδιά στο πάρκο Γκεζί. Τραγουδούσαμε όλοι μαζί τα τραγούδια μου, κάποια και στα ελληνικά. Ένιωθα πως κάναμε ξανά τη «στάση του Νίκα»» είπε ο Λιβανελί και ανέσυρε ένα ακόμη βιβλίο του, για παιδιά αυτή τη φορά -κυκλοφορεί κι αυτό σε ελληνική μετάφραση απ’ τις εκδόσεις «Πατάκη» με τον τίτλο «Τα παιδιά του τελευταίου νησιού».  

«Το βιβλίο μιλά για έναν δικτάτορα -μια φορά κι έναν καιρό- που έκοψε όλα τα δέντρα σ’ ένα νησί που έμοιαζε με παράδεισο και η γαλήνη της μικρής κοινωνίας του νησιού, που βασιζόταν στην απλότητα του τρόπου ζωής και στον σεβασμό των ορίων μεταξύ ανθρώπου και οικοσυστήματος ανατράπηκε. Κι όλα αυτά απ΄ τον δικτάτορα που εκμεταλλεύτηκε τις αδυναμίες των ίδιων των κατοίκων του νησιού. Αλλά βέβαια, αυτό είναι ένα παραμύθι» είπε αντί να απαντήσει στην ερώτηση που του τέθηκε από το ακροατήριο αν το βιβλίο του είναι ένα προσωπικό μανιφέστο για τα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Τουρκία κι αν κοινός παρονομαστής όλων είναι η αμάθεια των λαών.  «Δημιουργό σπανιότατο, αναγεννησιακό εξ Ανατολών ουμανιστή, διεθνιστή και υποδειγματικού τύπου homo universalis του καιρού μας» τον χαρακτήρισε νωρίτερα στην αναλυτική εισήγηση του ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης προλογίζοντας το νέο του βιβλίο με τον προκλητικό για τους Τούρκους εθνικιστές τίτλο «Οτέλ Κονσταντίνιγε» που εκδόθηκε στην Τουρκία το 2015 και φέτος κυκλοφορεί η ελληνική του μετάφραση από τις εκδόσεις «Πατάκη». Με αυτή την αφορμή βρέθηκε ο Ζουλφί Λιβανελί στην 14η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης.  Βιβλίο «μουσκεμένο από το ιστορικό παρελθόν της Κωνσταντινούπολης, χωρίς προκαταλήψεις αλλά με τη διάθεση να συμφιλιώσει τρόπον τινά την ιστορική διάσταση ή την πολλαπλά φορτισμένη αντίθεση ανάμεσα στο αυτοκρατορικό Βυζάντιο και το χαλιφάτο της οθωμανικής περιόδου και να κατευθύνει τον προσανατολισμό του αναγνώστη, του σύγχρονου Τούρκου ή Έλληνα, σ’ ένα πεδίο ουδέτερο, ένα πεδίο συμφιλίωσης.

Το «μυθιστόρημα Πόλης» (της Κωνσταντινούπολης, της Constantinople της Κονσταντίνιγε, της Ιστανμπούλ), το πολυδαίδαλο και πολυπρόσωπο μακροσκελές αφήγημα επιχειρεί με την «ειρηνοποιητική» διάθεση του συγγραφέα να άρει προκαταλήψεις και να επαναπροσδιορίσει τη συναισθηματική και την ιστορική ματιά, από την εδώ ή την εκεί μεριά» έλεγε ο Θωμάς Κοροβίνης που τον προσφώνησε «αδελφέ μου» κι ο Λιβανελί σχολίασε πως «ο Θωμάς με ξέρει καλύτερα από μένα».  «Η πόλη που ζω είναι Βυζαντινή κι εγώ είμαι ερωτευμένος μαζί της» συνέχισε ο Λιβανελί. «Παρ’ όλο που δεν πιστεύω σ’ αυτό που λένε μετενσάρκωση, πιστεύω πολύ στην πολιτιστική μετενσάρκωση. Νιώθω να φέρω το Βυζάντιο μέσα μου. Στο «Οτέλ Κονσταντίνιγε» τα εξηγώ όλα αυτά. Ήθελα να προβληματιστούν με τις αναφορές αλλά κάποιοι γκρίνιαξαν με τον τίτλο. Μα στα οθωμανικά βιβλία ο Μωάμεθ αποκαλεί την Πόλη Κωνσταντίνια. Το Ινσταμπούλ που θέλουν να επιβάλουν ως πιο τούρκικο, είναι ακόμα πιο ελληνικό- Εις την πόλιν. Είναι οι ίδιοι που θέλουν να γίνει η Αγια – Σοφιά τζαμί.

Μα πώς να γίνει τζαμί αφού χτίστηκε 100 χρόνια προτού εμφανισθεί το Ισλάμ;  Η ενέργεια της Πόλης -όπως και να την πούμε- δεν αλλάζει. Στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 2010 εκδίδονταν εφημερίδες σε 26 γλώσσες. Τώρα πια όχι. Τι κρίμα! Χάσαμε τον κοσμοπολιτισμό μας. Στην Κωνσταντινούπολη έζησαν 26 διαφορετικοί λαοί, γλώσσες, κουλτούρες, κουζίνες. Έχουν αναμιχθεί όλα αυτά στους αιώνες. Δεν αλλάζουν με πρόσκαιρους εθνικισμούς.  Οι μουσουλμάνες γυναίκες προσεύχονται στο τζαμί αλλά και στις εκκλησιές και στις συναγωγές, κι όπως μού ΄λεγε η πεθερά μου «αν δεν την ακούσει την προσευχή μου ο Μωάμεθ, θα την ακούσει η Παναγιά».

ΠΗΓΗ