Το τελευταίο έργο του Σοφοκλή «Οιδίπους επί Κολωνώ» παρουσιάζεται την Παρασκευή και το Σάββατο στην Επίδαυρο, στην ολοκαίνουργια μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη, με τον Κώστα Καζάκο στον ρόλο του Οιδίποδα.
Ξένος, τυφλός, ρακένδυτος ύστερα από δεκαετή περιπλάνηση, έχοντας συνοδό την κόρη κι αδελφή του Αντιγόνη, ο Οιδίπους φτάνει στο άλσος του Κολωνού, στα όρια της πόλης των Αθηνών, ζητώντας άσυλο. Χρειάζεται έναν τόπο ν’ αναπαυθεί, καθώς διαισθάνεται το τέλος, «ήρθε η θέσφατη τελευτή του βίου αυτού του ανθρώπου, δεν υπάρχει διαφυγή».
Επειτα από διαπραγματεύσεις, του επιτρέπεται να κατοικήσει στα «σύνορα», στο μεταίχμιο νομιμότητας και παρανομίας, ζωής και θανάτου.
Στις συναντήσεις του με τον Θησέα, τον Κρέοντα, τη μικρότερη κόρη κι αδελφή του Ισμήνη, τον γιο και αδελφό του Πολυνείκη, διηγείται την πολύπαθη ζωή του, στοχάζεται πάνω στο παράλογο του ανθρώπινου βίου.
Ο Σταύρος Τσακίρης, χρησιμοποιώντας ξανά τη φόρμα του αφηγηματικού θεάτρου, εξιστορεί την ιστορία σ’ έναν άδειο χώρο, με ελάχιστα αντικείμενα.
Οι ηθοποιοί ενδύονται τους ήρωες, που εμφανίζονται κι εξαφανίζονται σαν οπτασίες του ετοιμοθάνατου Οιδίποδα.
Η παράσταση ξεκινά με μια φράση του Ηράκλειτου: «Τα πέρατα της ψυχής δε θα βρεις προχωρώντας, όσο μακριά κι αν σε φέρει ο δρόμος».
Συναντήσαμε τον Σταύρο Τσακίρη και τον Μίνωα Μάτσα στις πρόβες. Σκηνοθέτης και μουσικός, σταθεροί συνεργάτες εδώ και χρόνια, μας μίλησαν για την ιδέα της παράστασης αλλά και της μουσικής, καθώς η σύνθεση εκτελείται ως παράλληλο κείμενο από τις φωνές των ηθοποιών δίνοντας στο θέαμα τον χαρακτήρα ενός επικολυρικού ποιήματος.
Σταύρος Τσακίρης: Δεν θα έλεγα καν ότι πρόκειται για θίασο. Δεν υπάρχει θέατρο, ούτε θέατρο εν θεάτρω.
Δεν υπάρχει το «σαν», σαν βασιλιάς π.χ. Ούτε χρειάζεται να αντικρίσεις πόλεις, σπίτια, άλση. Δεν υπάρχει χρεία αναπαράστασης με σκηνικά μέσα.
Η παράσταση γίνεται από μια ομάδα ανθρώπων, με το όνομα και την ιδιότητά τους που έρχονται σ’ έναν ορισμένο χώρο, ιερό, θαυμαστό, και χρησιμοποιώντας μερικά κιβώτια κι ένα χαλί αφηγούνται μια ιστορία αρχαία.
Ενας ανέστιος στο τέλος της ζωής του δηλώνει ότι θέλει να πεθάνει εκεί που βρέθηκε. Αυτό δίνει μια φόρμα στην αφήγηση, όπως γίνεται στα παραμύθια, στις παραβολές.
Η απεύθυνση γίνεται άμεσα προς τους θεατές, τους πολίτες, αυτοί αποτελούν τον χορό.
● Λόγος και μουσική συνεργούν μ’ έναν τρόπο πρωτότυπο.
Μίνως Μάτσας: Είναι το έκτο έργο που κάνω με τον Σταύρο Τσακίρη. Τον ξέρω καλά, επικοινωνούμε πια εύκολα, αντιλαμβάνομαι τους προβληματισμούς του. Μαντεύω τι σκέφτεται, τι ζητάει από τους συνεργάτες του.
Σε κάθε παράσταση υπάρχει ένας στόχος. Συζητάμε πολύ από την πρώτη ανάγνωση του κειμένου.
Τώρα προσπάθησα να βρω έναν μουσικό τρόπο κατανόησης του έργου, το κλειδί μήπως και ανοίξει μια πόρτα κλειστή.
Δουλεύουμε πολλούς μήνες πάνω σ’ αυτή την ιδέα. Ο Σταύρος εμπιστεύεται τις λέξεις, τα ρήματα, τα σημεία στίξης.
Η άνω τελεία έχει τη θέση της, η λέξη «κρίμα» μια συγκεκριμένη ενέργεια. Κι αν δεχτούμε ότι στην τραγωδία δεν υπάρχει κενό, όσο προχωρούσα αποκαλυπτόταν ένας χώρος ικανός να στεγάσει εκείνα που δεν λέγονται στην αφήγηση, εκείνα που μπορεί να πει η μουσική.
Κι αυτή η μουσική που δημιουργείται δημιουργεί σκέψεις, αισθήματα, εικόνες που μπορείς να δεις ή δεν αντέχεις να δεις. Η ματιά δηλαδή είναι καθαρά υποκειμενική.
● Ομως δεν υπάρχει ορχήστρα, δεν υπάρχουν καν όργανα, δεν έχουν γραφτεί λόγια.
Μίνως Μάτσας: Ναι, έχω πάει στο άλλο άκρο… Ούτε όργανα ούτε λόγια. Δεν υπάρχει τίποτα πέρα από τη φωνή τεσσάρων ψαλτών.
Φωνές που τραγουδούν τις μελωδίες που έγραψα, όχι λόγια του κειμένου. Η μουσική δεν χαρακτηρίζει, δεν έχει κάποιον τρόπο, δεν είναι καν ένα είδος.
Δεν δημιούργησα μουσικές ατμόσφαιρες που δηλώνουν ή περιγράφουν φόβο, έκπληξη, θρήνο, θυμό.
Θα έλεγα ότι ανοίγεται ένας δίαυλος που επιτρέπει στον θεατή να διαβάσει, να νιώσει και να αποδώσει μόνος του το αίσθημα της μελωδίας που ακούγεται.
Οπως και η σκηνοθεσία έχει στόχο να ανοίγει τη φαντασία αυτού που παρακολουθεί ό,τι συμβαίνει στην ορχήστρα.
● Πώς βλέπει ο μουσικός τον σκηνοθέτη της παράστασης;
Μίνως Μάτσας: Ο Σταύρος Τσακίρης σκηνοθετεί το έργο έχοντας ως γνώμονα ότι δεν νοηματίζουμε, δεν παίζουμε τις καταστάσεις.
Εμπιστεύεται τον λόγο που ακούγεται πεντακάθαρα και αφήνει τη διήγηση να κυλάει άμεσα, σαν παραμύθι.
Ξέρω ότι ακούγονται κάπως θεωρητικά όλα αυτά όμως στην πράξη είναι απλά. Βλέποντας την παράσταση ο ανυποψίαστος θεατής θα απολαύσει κάτι συγκεκριμένο, ο υποψιασμένος θεατής θα καταλάβει ότι πρόκειται για κάτι καινούργιο και συγχρόνως για κάτι πολύ παλιό.
Σταύρος Τσακίρης: Μέσα από τη συνέργεια λόγου και μουσικής προσπαθούμε να ξυπνήσουμε τη φαντασία του θεατή και να δει την ιστορία. Κάθε φορά που επανέρχεται το ζήτημα ερμηνείας της τραγωδίας το μόνιμο ερώτημα είναι σχετικά με τον ρόλο της μουσικής.
Οπως σε όλα τα είδη του λαϊκού θεάτρου, Καμπούκι, Κατακάλι, Οπερα του Πεκίνου, ο λόγος ήταν προσωδιακός, εκφερόταν μ’ έναν τρόπο.
Τα κείμενα γράφονταν μαζί με τη μουσική γι’ αυτό έχουν μέτρο, συνηχήσεις, παρηχήσεις. Μα έτσι γεννήθηκε η όπερα, από την προσπάθεια κάποιων να γράψουν τραγωδία, γι’ αυτό οι πρώτες όπερες έχουν θέματα της ελληνικής μυθολογίας.
Το έργο είναι ανοιχτό στη φαντασία. Η μουσική έρχεται να διαβάσει και να επεκτείνει τον λόγο και η παράσταση με τη συνέργεια όλων των στοιχείων γίνεται ένας οργανισμός, ένα ρολόι που οι κινήσεις των δεικτών του δεν είναι οι πιθανές, οι αντικειμενικές.
● Ηταν όνειρο χρόνων ο Οιδίπους επί Κολωνώ;
Σταύρος Τσακίρης: Δεν με ενδιέφερε ποτέ να κάνω κάποια συγκεκριμένη τραγωδία, δεν είχα ειδικούς λόγους να με παρακινούν.
Για μένα το κύριο ήταν να κατανοήσω το είδος και πώς συνδεόταν το ζήτημα της μουσικής. Ποια όργανα χρησιμοποιούσαν και πώς;
Γιατί οι Είσοδοι είναι γραμμένες με τέτοιο τρόπο ώστε οι χαρακτήρες να προκύπτουν σχεδόν από εκεί; ‘Η αυτός ο ιστορικός ενεστώτας που θέλει το «κάποτε» να γίνεται «τώρα».
Κάτι άλλο που αναζητώ επίσης είναι μια λειτουργία θεάτρου που δεν θα προβάλλει την φαντασία αυτού που παίζει αλλά θα ερεθίζει τη φαντασία αυτού που παρακολουθεί.
Ο Καστοριάδης σωστά έλεγε ότι οι Ελληνες δεν ανακάλυψαν το θέατρο, την τραγωδία ανακάλυψαν. Εναν ενδελεχή κόσμο, ένα ολόκληρο σύστημα.
Και πώς να το κατανοήσεις αν δεν χρησιμοποιήσεις ένα αντισύστημα; Κι αυτό το σύστημα το βλέπεις κάθε φορά που κοιτάζεις τα αστέρια αγέραστα στον ουρανό, τα δέντρα να ανθίζουν, τις εποχές να εναλλάσσονται, το σώμα μας να αναπτύσσεται, να γερνάει, να πεθαίνει. Η τέχνη ήταν πάντα μια απεικόνιση του φυσικού με την προσθήκη της συνείδησης.
● Πώς αποχωρεί από την ορχήστρα ο Οιδίπους για «να βρει ο ίδιος τον ιερό τύμβο όπου είν’ η μοίρα του να ενταφιαστεί»;
Μίνως Μάτσας: Δεν είναι πατέντα, κάποιο μεγαλοφυές τρικ. Ο Οιδίπους εξαφανίζεται από το κέντρο της ορχήστρας, η καρέκλα μένει στο τέλος άδεια, εκείνον δεν τον βλέπουμε να πηγαίνει πουθενά.
Μου αρέσει αυτή η ιδέα του Τσακίρη, είναι σχεδόν παιδική. Αλλά κι όλο το στήσιμο του έργου είναι παιδικό, απλό, αυτονόητο.
Κάποιοι άνθρωποι στην ορχήστρα με άσπρα πουκάμισα και μαύρα παντελόνια αφηγούνται μια ιστορία. Τι να προσθέσεις στον Σοφοκλή;
Η Επίδαυρος, μια κολυμπήθρα του Σιλωάμ
● Και η ανάγκη του σύγχρονου θεάτρου να μεταφέρει την τραγωδία στο σήμερα;
Σταύρος Τσακίρης: Αν δεχτούμε πως το έργο είναι ένα δέντρο, τότε ο κορμός είναι ο πυρήνας της ζωής, ενώ τα κλαδιά και τα φύλλα οι απολήξεις.
Ο,τι λάθη ή παρερμηνείες έχουμε κάνει τα τελευταία χρόνια προσπαθώντας να παραστήσουμε το αρχαίο δράμα, οφείλονται στο ότι ερμηνεύουμε τον κορμό του δένδρου παρατηρώντας τα φύλλα του.
Η Σικελική εκστρατεία γίνεται ο πόλεμος του Βιετνάμ κ.λπ. Αυτά όμως δεν δραματικά γεγονότα, το δραματικό γεγονός είναι ένα και μοναδικό: το οντολογικό.
Ο κορμός είναι η ανθρώπινη ύπαρξη, εκεί εστιάζει ο ποιητής. Δεν υπάρχει καμιά ανάγκη επικαιροποίησης των κειμένων.
Στο έργο ακούγονται φράσεις απολύτως σημερινές, όπως «Ξένε, όσο βρίσκεσαι σε ξένη χώρα να πηγαίνεις καλά με τις συνήθειες της χώρας και να μην αντιδράς»…
● Συμμερίζεστε το δέος που δημιουργεί η Επίδαυρος;
Σταύρος Τσακίρης: Κοινό και καλλιτέχνες μοιραζόμαστε ένα ωραίο αίσθημα εκεί. Αλλά το αίσθημα του ορίζοντα το έχει κι ένας φυλακισμένος.
Το έχω ζήσει παρακολουθώντας χαρούμενους Αλβανούς να πηγαίνουν σ’ ένα ρωμαϊκό θέατρο μέσα σε λιμνοθάλασσα να κάνουν φεστιβάλ αρχαίου δράματος.
Γεμίζει κόσμο από τις γύρω περιοχές. Είναι αυτό που λες, η επαφή με το αρχαίο αποτύπωμα, τον λόγο και τον χώρο, που σε μεταφέρει αλλού.
Σαν να ανοίγει ένας δίαυλος και η μνήμη γίνεται παρόν. Μα και το ίδιο το αρχιτεκτόνημα, μια φόρμα τόσο σοφή, σε ακινητοποιεί.
Μερικές φορές σκέφτομαι ότι το θέατρο έχει χτιστεί έτσι που να δηλώνει μια εργασία: Κοιτάζοντάς το από ψηλά έχεις την αίσθηση ότι πρόκειται για μικροσκόπιο που καταλήγει σ’ έναν πάτο, την ορχήστρα, όπου εκεί κάποια μικρόβια κινούνται και κάποιος τα εξετάζει μικροσκοπικά.
Και τότε σκέφτομαι πως αυτό ίσως να εξηγεί γιατί ονομάζεται έτσι ο υποκριτής. Ενας άνθρωπος υπό κρίση στέκεται εκεί με όλες τις δυνατότητες μιας ανθρώπινης ζωής στα πιο ακραία της όρια.
Κι αυτός που έχει τα μάτια επάνω του ανακαλύπτει τον εαυτό του, τι να κάνει ή τι να μη κάνει.
● Μήπως έχουμε επενδύσει σ΄αυτό, καλλιτέχνες αλλά και θεατές, περισσότερα ή διαφορετικά απ’ όσα ορίζει ο χώρος;
Σταύρος Τσακίρης: Εχουμε επενδύσει τις ενοχές μας, την πιθανότητα εξιλέωσής μας. Το βλέπουμε λίγο σαν κολυμπήθρα του Σιλωάμ ή σαν το Βατερλό των εχθρών μας ή και το δικό μας με μια τάση αυτοκαταστροφής.
Είναι ένας υπέροχος χώρος που θα μπορούσε να γίνει το δικό μας Μπαϊρόιτ αν ίσχυαν όμως και οι ανάλογοι κανόνες.
Αφού όμως δεν ισχύουν δεν χρειάζεται να δημιουργούμε ψευδή οράματα. Πώς επιλέγεται κάποιος να πάει εκεί; Ως αποτίμηση, ως επιβράβευση, ως η σειρά σε μια επετηρίδα;
Αρα μπορεί κανείς να δει την Επίδαυρο και ως μια «αίθουσα» που δόξασε διδάκτορες αλλά δικτάτορες…
Ολα αυτά τα χρόνια χώρεσαν εκεί τα πάντα, άρα δεν τίθεται θέμα να νιώσεις ούτε υπέροχα ούτε αδιάφορα.
Εννοείται ότι έχω προσωπικές αναφορές με τον χώρο από τότε που ήμουν παιδί. Μου θυμίζει τη μητέρα μου που της άρεσε τόσο πολύ, θυμάμαι αυτά που με συνδέουν με τον χώρο, όλα όσα έζησα μαθητής του Εθνικού Θεάτρου, το γύρω-γύρω.
Δικές μου μνήμες που άλλοτε με ηρεμούν και με γοητεύουν κι άλλοτε με ταράζουν.
Info:
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή. Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης. Σκηνοθεσία: Σταύρος Σ. Τσακίρης.
Επεξεργασία κειμένου: Σταύρος Σ. Τσακίρης – Δήμητρα Πετροπούλου. Σκηνικά: Κέννυ Μακ Λέλλαν. Κοστούμια: Θάλεια Ιστικοπούλου.
Μουσική: Μίνως Μάτσας. Φωτισμοί: Aλέκος Γιάνναρος. Δραματουργός: Λουίζα Αρκουμανέα. Μάσκες: Εύα Νικολοπούλου.
Παίζουν: Δημήτρης Λιγνάδης, Κώστας Καζάκος, Κόρα Καρβούνη, Τζένη Κόλλια, Αρης Τρουπάκης, Δημήτρης Ημελλος, Δημήτρης Λάλος.
Χορός Ψαλτών: Πέτρος Δασκαλοθανάσης, Παναγιώτης Διαμαντόπουλος, Θεόδωρος Παλτόγλου, Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης .