Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΑΙΡΕΣΕΩΣ 
 
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ
 
 ΟΣΙΟΥ
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ
 
ΣΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΖΩΗ
ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ


 παροῦσα μελέτη ὅμως δέν ἔχει σκοπό νά περιγράψη κάποιον διωγμό ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά νά ἐπισημάνη ποῦ εὑρίσκεται ἡ Ἐκκλησία σ’ αὐτήν τήν περίπτωσι καί ποιοί εἶναι ἐντός καί ποιοί ἐκτός αὐτῆς, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Στήν περίπτωσι λοιπόν, κατά τήν ὁποία διώκεται ἡ ὀρθόδοξος πίστις καί κάποια αἵρεσις προσπαθεῖ νά εἰσέλθη σ’ αὐτήν, ὁ ὅσιος λέγει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει καθαρά καί ἀνόθευτος πίστις καί σέ ὅσους τήν ὑπερασπίζονται, ἔστω καί ἄν αὐτοί εἶναι λίγοι. Ἐκεῖνο ὅμως, τό ὁποῖο διδάσκει ἐπί πλέον, εἶναι ὅτι ἡ ὑπεράσπισις τῆς πίστεως πρέπει νά γίνη μέχρι θανάτου καί ἀκόμη ὅτι δέν πρέπει νά ὑπάρχη καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἔχουν διεστραμμένη πίστι. Τότε μόνο ἀνήκει κάποιος στήν ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Διά νά καταδείξωμε αὐτές τίς θέσεις τοῦ ὁσίου θά χρησιμο­ποιήσωμε κατ’ ἀρχάς τμήματα ἀπό τίς κατηχήσεις του, στίς ὁποῖες τρόπον τινὰ ὁ ὅσιος ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτόν του καί τήν πίστι του, τήν στιγμή μάλιστα κατά τήν ὁποία ἀπευθύνεται σέ πολύ οἰκεῖα καί ὁμόπιστα ἄτομα, δηλαδή τούς μοναχούς του. Στήν ἐνενηκοστή δευτέρα κατήχησι ὁ ὅσιος ἀναφέρεται ἐξ ὁλοκλήρου στόν διωγμό τῆς πίστεως καί τήν ὠφέλεια πού ἔχει κάθε ἕνας, ὁ ὁποῖος τόν ὑπομένει. Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρεται εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θέλησαν νά σηκωθοῦν ἀπό τήν πτῶσι τῆς αἱρέσεως, ἀλλά ὄχι μέ σωστό τρόπο.
Συνεχίζοντας ἀναφέρει ὅτι δέν δύναται νά ἐπαινέση οὔτε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐκράτησαν μέν τήν ὀρθόδοξη ὁμολογία, ἀλλά δέν ἐσταμάτησαν νά ἔχουν τήν κατοχή καί φροντίδα τῶν μοναστηρίων των. Ἔτσι παρουσιάζονται σάν διπρόσωποι, ἀνήκοντες δηλαδή καί σέ αὐτούς καί στούς αἱρετικούς. Μαζί τους εἶναι ὡς πρός τήν ὁμολογία καί μέ τούς αἱρετικούς εἶναι ὡς πρός τήν κατοχή τῶν μοναστηρίων.
Πρίν ἀπό τήν εἰρήνη αὐτοί ἀπολαμβάνουν τήν εἰρήνη καί πρίν ἀπό τήν ἐπικράτησι τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν διωγμό τόν ὁποῖο ἔπρεπε νά ὑποστοῦν, τόν ἀπέρριψαν. Ἐνῶ ὁ Χριστός διώκεται διά τῆς αἱρέσεως, αὐτοί ἀναπαύτηκαν στά μοναστήρια. Ἐνῶ οἱ ἅγιοι ἀναθεματίζονται, αὐτοί ἔγιναν ὑποτελεῖς στούς αἱρετικούς. Εἶναι ἁρμόδιο καί αὐτοί οἱ λίθοι νά φωνάζουν δυνατά καί νά διαμαρτυρηθοῦν γιά τόν διωγμό, ἀλλά καί αὐτά τά δένδρα νά θρηνοῦν καί νά ὀδύρωνται διά τήν ἀτιμία πού ὑφίσταται ὁ Χριστός.
Αὐτός λοιπόν πού κρατεῖ τό μοναστήρι ἤ διαμένει σ’ αὐτό πῶς θά ὁμολογήση ὅτι ὑπάρχει διωγμός; Πῶς θά ἀναζητήση τήν εἰρήνη τήν στιγμή κατά τήν ὁποία τήν ἀπολαμβάνει; Αὐτό ὅμως εἶναι τέχνη τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος, ὅπως φαίνεται, προσπαθεῖ νά ἐξαφανίση τήν ὁμολογία καί νά ἀκυρώση τόν διωγμό χάριν τοῦ Χριστοῦ καί νά διαφθείρη διά τῆς αἱρέσεως ἅπαντας. Δέν κατώρθωσε βεβαίως μέ τήν χάρι τοῦ Χριστοῦ νά τό ἐπιτύχη. Διότι εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ζοῦν δεδιωγμένοι καί κάνουν τήν ὁμολογία χωρίς συμβιβασμούς. Καί ὄχι μόνο αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἐξ ἀρχῆς ἦταν σταθεροί, ἀλλά καί αὐτοί πού ἐξέπεσαν στόν συμβιβασμό καί χρησιμοποιώντας τήν μετάνοια συντάχθηκαν πάλι μέ τούς ὁμολογητές καί ἐξεδιώχθησαν ἀπό τά μοναστήρια, προτιμώντας νά ζοῦν μέσα στόν διωγμό. Μαζί μέ αὐτούς εἴθε νά εἴμεθα καί ἐμεῖς, ἐπιλέγει ὁ ὅσιος, οἱ ταπεινοί καί νά διατηρώμεθα μέ ἀσφάλεια καί σταθερότητα καί στήν πίστι καί στή ζωή.[1]
Παρόμοια μέ αὐτήν εἶναι καί ἡ ἐνενηκοστή ἑβδόμη μικρά Κατήχησις τοῦ ὁσίου. Σ’ αὐτή ἐπικρίνει πάλι αὐτούς οἱ ὁποῖοι παρέμειναν στό μοναστήρι μέ συμβιβασμό καί προδοσία στήν πίστι. Ἡ σκέψις τοῦ ὁσίου εἶναι, τό πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔχουν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία καί μέ τούς Ὁμολογητές, οἱ ὁποῖοι ἐκδιώχθησαν ἀπό τό μοναστήρι, καί μέ αὐτούς οἱ ὁποῖοι δέν ἐξεδιώχθησαν λόγῳ συμβιβασμοῦ. Εἶναι λέγει σά νά τούς ἐξισώνωμε, ὁπότε καθιστοῦμε μάταιο τόν ἀγῶνα τῶν ὁμολογητῶν καί ἐκδιωχθέντων. Ἐπίσης θά φανῆ ὅτι ἔχουν χάσει τή λογική των μέ τό νά διαλέγωνται μέ διαφορετικό τρόπο στόν καθένα. Οἱ Ὁμολογητές σ’ αὐτήν τήν περίπτωσι θά σκανδαλισθοῦν ἐναντίον τους, διότι αὐτοί θά ἀκολουθοῦν τούς συμβιβασμένους καί ἔτσι θά γίνουν σκάνδαλο εἰς ὅλη τήν Ἐκκλησία. Εἴθε ὅμως νά μή γίνη αὐτό, νά συμβιβασθοῦν δηλαδή καί νά χάσουν τήν σωτηρία των. Στηριζόμενοι λοιπόν, καταλήγει ὁ ὅσιος, στήν διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγ. Πατέρων, νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τήν ἐπικοινωνία τήν ἐκκλησιαστική μέ τούς αἱρετικούς καί ἀπό τήν κοινωνία ὅσων συμβιβάζονται μέ αὐτούς, τῶν ἀσταθῶν δηλαδή καί διψύχων ἀνθρώπων, καί νά κρατηθοῦν στήν ἀκριβῆ ὁμολογία τῆς πίστεως.[2]
Σχολιάζοντας τίς δύο αὐτές θαυμάσιες κατηχήσεις τοῦ ὁσίου καί προσπαθώντας ἀπό τά λεγόμενα σ’ αὐτές νά εἰσέλθωμε στό πνεῦμα του, ἀναφέρομε ὅτι στή σκέψι τοῦ ὁσίου δεσπόζει ὁ διωγμός τῆς πίστεως καί ἡ ἐπικράτησις τῆς αἱρέσεως. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν δέν ἀποκαθίσταται ἡ ὀρθόδοξος πίστις, οἱ ὀρθόδοξοι οἱ ὁποῖοι θέλουν νά παραμείνουν στήν Ἐκκλησία καί νά μή συνταχθοῦν μέ τήν αἵρεσι καί τήν ἀποστασία, πρέπει νά εἶναι αὐστηρώτατοι ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, νά μήν κάνουν τόν παραμικρό συμβιβασμό, νά μήν τούς ἀναγνωρίζουν ὄχι μόνον ὡς Ἐπισκόπους καί ποιμένες, ἀλλά οὔτε ὡς ἁπλά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί νά μή προτιμήσουν περισσότερο ἀπό τήν ὀρθόδοξο πίστι, οὔτε τά μοναστήρια, οὔτε τήν εἰρήνη, οὔτε τήν ζωή των, διότι ἡ ὀρθόδοξος πίστις τούς ἐνσωματώνει μέ τήν Ἐκκλησία καί οἱοσδήποτε συμβιβασμός τούς ἀπομακρύνει ἀπό αὐτήν.
Ἄν τηρήσουν αὐτή τήν ὀρθόδοξο στάσι ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, τότε ἀσφαλῶς θά ὑποστοῦν διωγμούς. Οἱ διωγμοί εἶναι ἡ ἀσφάλεια καί ἡ ἀπόδειξις ὅτι εἴμεθα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἀκολουθοῦμε καί ἐμεῖς τόν διωγμό τῆς πίστεως. Ὅταν ἀπεναντίας ὑπάρχη αἵρεσις στήν Ἐκκλησία καί διωγμός τῆς πίστεως, ἐμεῖς ὅμως δέν διωκόμεθα, οὔτε ὑφιστάμεθα κάτι χάριν αὐτῆς, αὐτό διά τόν ὅσιο σημαίνει συμβιβασμό καί προδοσία καί ἡ εἰρήνη αὐτή τήν ὁποία ἔχουμε, ὅπως ἀναφέρει, δέν εἶναι κατά Χριστόν ἀλλά εἶναι τέχνη τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος θέλει νά ἀκυρώση τήν ὁμολογία καί νά μολύνη πάντας μέ τήν αἵρεσι. Δι’ αὐτόν τόν λόγο ὁ ὅσιος συνιστᾶ στίς κατηχήσεις του ὄχι μόνο ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀλλά ἐπί πλέον καί ἀπό τούς συμβιβασμένους καί εἰρηνεύοντας πρίν ἀπό τήν ἀποκατάστασι τῆς πίστεως. Αὐτούς τούς ὀνομάζει «παλιμβούλους» (ὑπούλους, μεταβλητούς, ἀδοκίμους, ἀνελευθέρους) καί «ἀμφοτεροπροσώπους» (διπροσώπους, ὑποκριτάς).
Σέ ἐπιστολή του ἐπίσης πρός τόν ἡγούμενο Σέργιο, ἀναφερόμενος ὁ ὅσιος στόν διωγμό τῆς πίστεως, κάνει τήν διάκρισι δεδιωγμένων χάριν τῆς πίστεως καί ἀδιώκτων. Φαίνεται ἀπό τά γραφόμενα ὅτι ὁ ἡγούμενος Σέργιος ἦτο νεοεκλεγείς στήν ἀδελφότητα, ὁ δέ προηγούμενος εἶχε κάνει συμβιβασμούς στήν πίστι. Συμβουλεύοντας λοιπόν αὐτόν τοῦ λέγει ὅτι τό πρῶτο καί βασικώτερο τό ὁποῖο πρέπει νά προσέχη εἶναι ἡ ὀρθόδοξος πίστις. Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἀπομακρύνεται μέ κάθε τρόπο ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς (εἰκονομάχους).Πρόσεχε, ἀναφέρει, διότι ὑπάρχει διωγμός καί δέν εἶναι δεῖγμα ὀρθοδόξου στάσεως νά μένωμε στά μοναστήρια μας καί νά εἴμεθα ἀδίωκτοι, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία πολλοί ζηλωτές τῆς εὐσεβείας ὑπέστησαν πολλά καί μάλιστα κάποιοι ἀπό αὐτούς εἶχαν μαρτυρικό θάνατο. Ὥστε ὑπάρχει ἀνάγκη ἀκριβείας στή ζωή σας, διά νά ἀναπληρώσετε τήν ἔλλειψι τῆς πτώσεως, τήν ὁποία ὑπέστη ὁ προηγούμενος ἡγούμενος τῆς μονῆς σας καί δι’ αὐτοῦ ὅλοι σας ἀποδεχόμενοι αὐτόν καί ἀκολουθώντας τον.Διότι ὅ,τι εἶναι ἡ κεφαλή, τέτοιο εἶναι καί τό ὑπόλοιπο σῶμα. Καί ὅλα αὐτά τά λέγω, καταλήγει ὁ ὅσιος, ὄχι διά νά διαλυθῆτε, ἀλλά διά νά διατηρῆσθε μέ ἀκρίβεια καί νά ἔχετε ὑγεία ψυχική, μή συμμετέχοντες στήν αἵρεσι.[3]
Καί ἐδῶ ἀναφέρει ὅτι ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει διωγμός καί αἵρεσις δέν εἶναι δυνατόν οἱ ὀρθόδοξοι καί μάλιστα μοναχοί νά μένουν στά μοναστήρια των ἀδίωκτοι, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἄλλοι ἔχυσαν τό αἷμα των διά νά μήν ἐπικρατήση ἡ αἵρεσις. Τό σημαντικό σ’ αὐτήν τήν ἐπιστολή, τό ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ὅσιος συχνά καί σέ ἄλλες ἐπιστολές του, εἶναι ὅτι ἐφ’ ὅσον ἀποδεχόμεθα τήν γραμμή καί τήν στάσι τοῦ ἡγουμένου ἤ τοῦ πνευματικοῦ πατρός ἤ πολύ περισσότερο τοῦ Ἐπισκόπου εὑρισκόμεθα στήν ἴδια θέσι καί ἔχουμε τήν ἴδια εὐθύνη μέ αὐτόν. Ἄν δηλαδή αὐτός προδίδη ἤ συμβιβάζεται, τό ἴδιο ἀκριβῶς πράττουμε καί ἐμεῖς, ἐφ’ ὅσον δηλαδή τόν ἀποδεχόμεθα. Τό «οἵα ἡ κεφαλή, τοιοῦτον καί τό ὅλον σῶμα» εἶναι μία συνήθης ἔκφρασις τοῦ ὁσίου, μέ τήν ὁποία ἐπισημαίνει τήν συμμετοχή καί τήν εὐθύνη στήν αἵρεσι, μόνο καί μόνο ἐπειδή ἀκολουθοῦμε κάποιον συμβιβασμένο ἤ κάποιον ὁ ὁποῖος δέν ἔχει ὑγιές φρόνημα.
Εἶναι πολλές οἱ ἐπιστολές στίς ὁποῖες ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀναφέρεται στό θέμα τῶν δεδιωγμένων χάριν τῆς πίστεως καί τῆς ὁμολογίας καί τῶν ἀδιώκτων καί εἰρηνευόντων, μέ συμβιβασμό ὅμως καί μέ μία τρόπόν τινα συνύπαρξι μέ τούς αἱρετικούς. Ἡ θέσις του εἶναι παγία καί ἀσυμβίβαστη καί συνίσταται εἰς ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκονται οἱ δεδιωγμένοι καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει συμβιβασμός καί ὑποστολή τῆς σημαίας τῆς πίστεως, θεωρεῖ ὅτι ὑπάρχει προδοσία, ἀποστασία, πλάνη καί ταύτησι μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς. Ὁ ἔλεγχος τόν ὁποῖο ἀσκεῖ σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις πρός τούς συμβιβασμένους εἶναι δριμύτατος καί ἀπό ἐδῶ φαίνεται καί ἡ παρρησία του καί ἡ ὑπό πάντων παραδοχή τῆς γνώμης του, ὡς γνώμη τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ συμβουλές τίς ὁποῖες δίδει σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις εἶναι πάντοτε οἱ ἴδιες, δηλαδή νά σταματήση ὁ συμβιβασμός καί νά ὑπάρξη ὁμολογία καί ἐπιπλέον νά συνταχθοῦν οἱ συμβιβασμένοι καί πρακτικά μέ τούς δεδιωγμένους χάριν τῆς πίστεως, ὑφιστάμενοι καί αὐτοί τόν διωγμό.
Θά παρουσιάσωμε ἀκόμη μία τέτοια ἐπιστολή τοῦ ὁσίου, διότι τό θέμα τῆς ὁμολογίας καί τοῦ συμβιβασμοῦ, καθώς ἐπίσης καί τό θέμα ποῦ εὑρίσκεται ἡ Ἐκκλησία σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις στίς ὁποῖες ἐπικρατεῖ ἡ αἵρεσις, εἶναι πολύ ἐπίκαιρο καί στίς ἡμέρες μας. Ἡ ἐπιστολή αὐτή ἔχει ὡς παραλήπτη τήν ἡγούμενο Βασίλειο καί εἶναι δεύτερη καί σά συνέχεια μιᾶς ἄλλης ἐπιστολῆς πρός αὐτόν. Στήν πρώτη ἐπιστολή ὁ ὅσιος ἐκδηλώνει τήν λύπη του διότι ὁ ἡγούμενος Βασίλειος συμβιβάστηκε καί τρόπον τινά συμπορεύθηκε μέ τούς αἱρετικούς, ὥστε νά μήν ἐκδιωχθῆ ἀπό τό μοναστήρι του. Στό τέλος δέ τῆς πρώτης ἐπιστολής διαλέγεται μέ κάποια εἰρωνεία διά τόν συμβιβασμό τοῦ ἡγούμενου Βασιλείου καί ἀναφέρει ὅτι καθένας εἶναι ἐλεύθερος, εἴτε νά συμβιβασθῆ καί νά κρατήση τό ἀξίωμά του, εἴτε νά ὁμολογήση μέ λόγια καί ἔργα καί νά διωχθῆ, ὁπότε θά ἀπαρνηθῆ ἡγουμενεῖες καί μονές, ἀλλά θά κρατήση τήν Ὀρθοδοξία καί τό πάσχειν ὑπέρ αὐτῆς. Αὐτό σημαίνει ἡ θαυμασία ἔκφρασις ἡ ὁποία κατακλείει τήν πρώτη ἐπιστολή «ἠρνησάμεθα ἅ ἠρνησάμεθα καί προαιρούμεθα ἅ προϊσχόμεθα»[4].
Φαίνεται λοιπόν ὅτι εἶχε μεγάλη ἐπιρροή πρός τόν ἡγούμενο ἡ πρώτη αὐτή ἐπιστολή καί αὐτός ἠθέλησε νά μετατεθῆ στόν χῶρο τῆς ὁμολογίας. Στήν δεύτερη δέ ἐπιστολή, ἡ ὁποία φαίνεται ὡς ἀπάντησι σέ ἀνάλογο ἐπιστολή τοῦ ἡγουμένου Βασιλείου, ὁ ὅσιος ἀναφέρει ὅτι ἡ λύπη του ὑπεχώρησε λίγο, ἐπειδή ἐπληροφορήθη ἀπό τά γραφόμενά του ὅτι παραιτεῖται ἀπό τό ἡγουμενικό ἀξίωμα καί συντάσσεται μετά τῶν δεδιωγμένων.Διότι δέν ὑπάρχει καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοι­νωνία καί σχέσις μεταξύ δεδιωγμένων χάριν τῆς πίστεως καί ἀδιώκτων ἐξ αἰτίας τοῦ συμβιβασμοῦ. Καί ὄχι μόνο ἀδιώκτων καί συμβιβασμένων, ἀλλά καί τελείων ὑποτακτικῶν στούς διώκτας καί αἱρετικούς, ὥστε νά ἀντλοῦν ἀπό αὐτούς τήν ἐξουσία τοῦ ἡγουμένου στά μοναστήρια. Διότι, λέγει, δέν ὑπάρχει σύμφωνα μέ τήν ἁγ. Γραφή καμμία ἐπικοινωνία τοῦ φωτός μέ τό σκότος.
 Ἐπειδή ἔγινε κάποια οἰκονομία καί ἐπετράπη, σύμφωνα μέ τήν θεραπευτική μέθοδο, νά ὑπαχθοῦμε κατά κάποιον τρόπο στούς ἐξουσιαστάς, ὑπό τήν προϋπόθεσι ὅμως νά μᾶς δοθῆ ἡ ἐγγύησις ὅτι μέ κανένα τρόπο οὔτε μέ λόγια, οὔτε μέ ἔργα θά ὑποταχθοῦμε στούς αἱρετικούς. Καί ἔτσι θά εὑρισκώμεθα σά νά κρατούσαμε καί νά μή κρατούσαμε τά μοναστήρια. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο θά ἐγένετο νόμιμος ἡ ὁμολογία, διότι θά προσελκύοντο οἱ ἀντίθετοι, ἐνῶ συγχρόνως θά ἀντιστέκοντο οἱ ἐνιστάμενοι. Ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ καιρός νά φανοῦν στήν πρᾶξι τά συμφωνηθέντα ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὥστε νά θεραπευθῆ ὁ προηγούμενος συμβιβασμός, δέν ἔγινε τίποτε ἀπό αὐτά, ἀλλά ἀπεναντίας ὑπῆρξε δεύτερος συμβιβασμός καί ὑποταγή στούς αἱρετικούς καί μέ λόγια καί μέ ἔργα. Καί μέ τόν τρόπο αὐτό τοῦ συμβιβασμοῦ καί μέ τήν σύμπραξι τῆς κρατικῆς ἐξουσίας ἔγιναν πάλι ἡγούμενοι στίς μονές ἀκλόνητοι.
Ὁ λόγος μας, συνεχίζει ὁ ὅσιος, ἀπευθύνεται σέ ὅλους ὅσους συμβιβάστηκαν κατ’ αὐτόν τόν τρόπο. Εἶναι πλέον ἀστεῖο νά δίδωνται ἐκ νέου ἐπιτίμια ἤ μᾶλλον ἀνοησία ἀπό αὐτούς οἱ ὁποῖοι τά θέτουν, γίνεται δέ σύγχυσις στήν ὁμολογία καί διχασμός στούς εὐσεβεῖς.Διότι τί θά σκεφθοῦν οἱ ἡγούμενοι τῶν Κωμῶν τοῦ Γουλαίου καί ὅλοι οἱ ἄλλοι οἱ ὁποῖοι ἐδιώχθησαν ἀπό τίς θέσεις των λόγῳ τῆς ὁμολογίας, ὅταν θά βλέπουν ἐσᾶς νά κρατῆτε τά μοναστήρια, προδίδοντας ὅμως τήν ἀλήθεια; Καί μάλιστα νά βλέπουν ἐμᾶς νά συμφωνοῦμε μαζί σας! Τί θά σκεφθοῦν αὐτοί οἱ ὁποῖοι λόγῳ τοῦ διωγμοῦ εὑρίσκονται κρυμμένοι στά ὄρη; Δέν θά ἀναστενάξουν, δέν θά λυπηθοῦν, δέν θά θεωρήσουν ὅτι ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ κατήντησε παιγνίδι; Τί θά εἰποῦν καί οἱ ἡγούμενοι, οἱ ὁποῖοι ἐδιώχθησαν μαζί μας; Δέν θά βεβαιωθοῦν ὅτι τά ἰδικά μας παθήματα εἶναι σάν ἕνα παιγνίδι; Ὁ Ἀπόστολος ὅμως λέγει, νά μή πλανώμεθα διότι ὁ Θεός δέν ἐμπαίζεται καί ἡ ὁμολογία χάριν τοῦ Χριστοῦ δέν εὐτελίζεται, ἔστω καί ἄν κάποιοι νομίζουν ὅτι διαφορετικά ἔχουν τά πράγματα.Ὥστε, ἐπιλέγει ὁ ὅσιος, ἐάν θέλης ἀδελφέ νά συνταχθῆς μέ ἐμᾶς τούς ταπεινούς, ἀποχώρησε ἀπό τήν κατοχή τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπως καί τό ὑποσχέθηκες. Αὐτό σέ παρακαλοῦμε νά κάνης καί δι’ αὐτό προσευχόμεθα. Ὅταν τό κάνης αὐτό θά εἶσαι καί ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά ὀρθόδοξος καί θά σώσης τήν πολύτιμο ψυχή σου, τῆς ὁποίας δέν ὑπάρχει τίποτε ἰσάξιο, σέ ὁλόκληρη τήν κτίσι». [5]
Ἐδῶ πάλι παρατηροῦμε τήν ἴδια στάσι τοῦ ὁσίου, ὅσον ἀφορᾶ τούς δεδιωγμένους χάριν τῆς πίστεως καί τούς ἀδιώκτους ἐξ αἰτίας τοῦ συμβιβασμοῦ. Διά νά γίνη ἡ σύνταξις τοῦ ἡγουμένου μετά τῶν Ὀρθοδόξων, ἔπρεπε ἐκτός τῆς ὁμολογίας νά ἀπομακρυνθῆ καί ἀπό τήν ἡγουμενία, διότι δέν ἐννοεῖτο ἡ διατήρησις τοῦ ἀξιώματος χωρίς συμβιβασμό. Ἔτσι θά ἐγένετο ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά ὀρθόδοξος, διότι θά ἀκολουθοῦσε τόν διωγμό τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί βεβαίως τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό.
Ὑπάρχουν, ὅπως προαναφέραμε πολλές ἐπιστολές τοῦ ὁσίου, στίς ὁποῖες ἀναφέρεται εἰς τήν Ἐκκλησία ἐν διωγμῷ ἀπό ἀνθρώπους μέ πολιτικά καί ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα, οἱ ὁποῖοι τυπικά κινοῦνται στό χῶρο της. Θά παρουσιάσωμε λοιπόν μία ἀκόμη ἐπιστολή, ἡ ὁποία εἶναι ὄντως ἀπό τίς ὡραιότερες ἐπιστολές τοῦ ὁσίου, ἐπειδή δεικνύει καθαρώτατα ὅλη τή θεολογική του τοποθέτησι στό θέμα τῆς Ἐκκλησίας ἐν διωγμῷ. Εἶναι ἀνυπέρβλητη σέ σαφήνεια, θεολογικότητα, πραγμα­τικότητα καί πρακτικότητα καί δέν ἐπιτρέπει κανένα περιθώριο παρερμηνείας στό ὑπό ἐξέτασι ζήτημα.
Ἡ ἐπιστολή ἀπευθύνεται πρός τόν ἡγούμενο Εὐστράτιο. Φαίνεται ἀπό τά γραφόμενα ὅτι αὐτός ὁ ἡγούμενος ἦτο φίλος καί γνώριμος τοῦ ὁσίου καί ἀκόμη ὅτι ἀκολούθησε τήν ὁδό τοῦ συμβιβασμοῦ, ἔχοντας ὅμως, ὅπως λέγομε, καλό λογισμό. Δηλαδή ἤθελε νά μή βεβηλωθῆ τό μοναστήρι του ἀπό τούς εἰκονομάχους, νά μή καταστραφοῦν οἱ εἰκόνες καί τά τοιαῦτα. Δι’ αὐτόν τόν λόγο ἐξωτερικά ὑπέγραψε ὅτι συμφωνεῖ μέ τούς αἱρετικούς, μέσα του ὅμως εἶχε ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἀρχίζοντας ὁ ὅσιος τήν ἐπιστολή, τοῦ ἀναφέρει ὅτι ἐλυπήθη διά τήν ὑποκριτική ὑπογραφή του, μέ τήν ὁποία φαινομενικά ἔδειξε ὅτι συμφωνεῖ μέ τούς αἱρετικούς.
Ἐπίτρεψέ μου, συνεχίζει νά σοῦ ὁμιλήσω μέ παρρησία καί οἰκειότητα. Ὑπῆρχε λόγος διά τό ὅτι δέν ὑπέστης τίποτε, ἐνῶ συνελήφθης ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ αὐτοκράτορος, ἀλλά ἔμεινες ἐλεύθερος. Διότι αὐτό θά ἔπρεπε νά συμβῆ σύμφωνα μέ ὅσα ἀκού­γονται. Ἐπειδή οὐδείς ἀπό ὅσους ὡμολόγησαν δέν ἀκούστηκε ὅτι διέφυγε τήν φυλάκισι ἤ τουλάχιστον τήν ἐξορία.
Ὅσοι ὅμως διέφυγαν, αὐτοί εἶναι φανερό ὅτι εἶναι μέσα στόν συμβιβασμό, διά νά μή ὁμιλήσω αὐστηρώτερα καί σέ λυπήσω. Ἤ μήπως δέν διέκρινες διορατικώτατε, τόν ἀνελεῆ διωγμό τοῦ θηριωνύμου Λέοντος, ὁ ὁποῖος σάν ἄλλος Ἀχαάβ συνέλαβε καί ἐφόνευσε καί αὐτούς οἱ ὁποῖοι προέρχονται καί ἀπό ἄλλο κράτος.Στήν καλύτερη δέ περίπτωσι τούς ἐφυλάκισε μετά ἀπό φοβερή μαστίγωσι καί βασανιστήρια. Μήπως θά ἄφηνε αὐτούς τούς ὁποίους εἶχε στήν ἐξουσία του;
Ἐάν λοιπόν ἐσύ μετά τή σύλληψι δέν ὑπέστης τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά, συγχώρεσέ με, κυριεύτηκες ἀπό αὐτούς. Καί μήν ἰσχυρίζεσαι ὅτι προστάτευσες τίς ἐκκλησίες σου ἤ διέσωσες τίς εἰκόνες καί διετήρησες τήν μνημόνευσι τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου (ἐννοεῖται τοῦ Ἁγ. Νικηφόρου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξορισθῆ). Αὐτά τά διαδίδουν καί ἄλλοι συμβιβασθέντες. 
Ἐπειδή δέν ἦτο δυνατόν νά διασωθοῦν ὅλα αὐτά ἄν δέν ἐγένετο προδοσία τῆς ἀληθινῆς ὁμολογίας. Διότι ποιά εἶναι ἡ ὠφέλεια, ἐάν ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι λεγόμεθα καί εἴμεθα κατ’ οὐσίαν ναοί Θεοῦ, ἐξεπέσαμε καί διαφυλάττουμε τούς ἀψύχους ναούς; Στήν πραγματικότητα οὔτε ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, οὔτε τῆς Θεοτόκου, οὔτε κάποιου ἁγίου ἐκπίπτει. Ἐπειδή παραμένουν ὡς πρωτότυπα μέσα σ’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ὁμολογοῦν. Ἐκπίπτουν ὅμως αὐτοί οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι τίς καταστρέφουν, ἀκόμη δέ ἐκπίπτουν καί ὅσοι ἀπό φόβο σ’ αὐτούς ἀποφεύγουν τήν ὁμολογία καί τήν ἐξ αἰτίας της κακοπάθεια. Ἀλλοίμονο. Ἄλλοι πεθαίνουν, ἄλλοι ἐξορίζονται, ἄλλοι μαστιγώνονται, ἄλλοι φυλακίζονται, στά ὄρη, στίς ἐρημιές καί στά σπήλαια ζοῦν οἱ μακάριοι δεδιωγμένοι, καί ἐμεῖς μένομε στά μοναστήρια μας καί νομίζομε ὅτι δέν ὑφιστάμεθα οὐδεμία βλάβη; Εἶναι ἀδύνατον αὐτό. Εἶναι καλύτερα νά χαθοῦν ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά τοῦ κόσμου καί νά προτιμηθῆ νά μή γίνη βλάβη στήν ψυχή, τήν ὁποία ὑφίσταται κάθε ἕνας ὁ ὁποῖος προβάλλει δικαιολογίες. Αὐτά, καταλήγει ὁ ὅσιος, τά ἀνέφερα ἐπειδή σέ ἀγαπῶ καί σοῦ ὑπενθυμίζω ὅτι εἴμεθα ὅλοι κάτω ἀπό ἐπιτίμιο. Στόν καιρό δέ ὅπου θά ἐπικρατήση ἡ Ὀρθοδοξία δέν θά ἀπομείνη τίποτε ἀνεξέταστο. Καί εἶναι καλό νά βαδίσωμε μέ ταπείνωσι καί αὐτογνωσία, ὥστε νά θεραπεύσωμε τήν ἀσθένεια, παρά μέ τήν ἀνευθυνότητα νά συγκεντρώνωμε στόν ἑαυτό μας περισσότερες κατηγορίες.[6]
Στήν παροῦσα θαυμασία καί ὁμολογιακή ἐπιστολή τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ἔχομε νά ἐπισημάνωμε τά ἑξῆς: Τό ὅτι ὁ ἡγούμενος αὐτός δέν ὑπέστη τίποτε ἀπό αὐτά τά ὁποῖα εἶναι ἐπακόλουθα τοῦ διωγμοῦ, σημαίνει διά τόν ὅσιο ὅτι συμβιβάστηκε καί κατά κάποιον τρόπο συμπορεύθηκε μέ τούς αἱρετικούς καί ὡς ἐκ τούτου κατά τήν χαρακτηριστική ἔκφρασί του «ἐσυλήθη» δηλαδή ἐπρόδωσε. Οἱ δικαιολογίες περί δῆθεν διασώσεως τῆς μονῆς, τῶν ἱερῶν εἰκόνων κλπ. θεωροῦνται ὡς προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις. Τό φοβερώτερο σ’ αὐτήν τήν περίπτωσι εἶναι ὅτι οὔτε ἡ ἀναφορά τοῦ ἡγουμένου ὅτι διετήρησε τήν μνημόνευσι τοῦ ὁμολογητοῦ Ἁγ. Νικηφόρου ἐστάθη ἱκανή νά δικαιολογήση τή στάσι του. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅταν διώκεται ἡ πίστις δέν μᾶς σώζει οὔτε ἡ μνημόνευσις ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου, οὔτε φυσικά ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως, ἀλλά, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο, ὁ διωγμός τόν ὁποῖο θά ὑποστοῦμε ὑπερασπιζόμενοι τήν ὀρθόδοξο πίστι. Ἐπισημαίνει ἐπίσης θαυμάσια ὅτι, αὐτοί οἱ ἴδιοι εἶναι οἱ ἔμψυχοι ναοί τοῦ Θεοῦ, τούς ὁποίους ἄν βεβηλώσουν διά τοῦ συμβιβασμοῦ καί τῆς προδοσίας, εἶναι ἄχρηστο, ἀνώφελο καί βλαβερό νά φυλάττουν καί νά διακοσμοῦν τούς ἀψύχους ναούς.
Εἶναι θαυμασία καί θεολογικωτάτη ἡ θέσις του ὅτι οἱ εἰκόνες δύναται νά βεβηλωθοῦν ὡς ἀντίτυπα, ἀλλά ὄχι ὡς πρωτότυπα. Αὐτοί ὅμως οἱ ὁποῖοι βεβηλώνουν τά ἀντίτυπα εἶναι ἄξιοι κολάσεως. Ἐπισημαίνει ἐπίσης ὅτι καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι σιωποῦν ἀπό φόβο ἤ δειλία, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχη διωγμός τῆς πίστεως εἶναι συμμέτοχοι καί συνένοχοι μέ τούς διῶκτες. Ἐν τέλει τονίζει ὅτι εἶναι πλάνη νά μένωμε ἀδίωκτοι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί νά θεωροῦμε ὅτι δέν ὑφιστάμεθα βλάβη. Ἡ βλάβη δέ τῆς ψυχῆς εἶναι αὐτή ἡ ὁποία πρέπει νά μᾶς καθοδηγῆ διά τίς πράξεις μας ἐν καιρῷ αἱρέσεως.
Ἀπό ὅλα ὅσα μέχρι τώρα ἀνεφέρθησαν, γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ περίοδος τοῦ διωγμοῦ λόγῳ αἱρέσεως δέν ἀντιμετωπίζεται κατά τόν ἴδιο τρόπο μέ τούς διωγμούς τῶν πρώτων αἰώνων ἀπό τούς εἰδωλολάτρες. Διότι τότε ἡ Ἐκκλησία ἐπολεμεῖτο ἔξωθεν ἐνῶ ἐσωτερικά εἶχε ἀπόλυτο καί ἰδανική θά λέγαμε συνοχή καί ἑνότητα. Διά τόν λόγο αὐτό ἠδύναντο οἱ Χριστιανοί νά κρύπτωνται καί νά μήν ἐπιδίδουν τόν ἑαυτόν των στούς εἰδωλολάτρες. Ἡ προδοσία συνίστατο τότε εἰς ὅτι ἔπρεπε νά ὁμολογήσουν ἀφοῦ συλληφθοῦν ἀπό αὐτούς καί ἐφ’ ὅσον αὐτό δέν τό ἔκαναν. Ὁ ἐσωτερικός ὅμως πόλεμος καί διωγμός λόγῳ αἱρέσεως εἶναι ἴσως δυσκολώτερος καί ὑπουλώτερος καί ἡ ἀντιμετώπισίς του ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς ἐσωτερικούς αἱρετικούς, ἡ παρρησία καί ὁμολογία τῆς πίστεως, ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό ἀξιώματα ἐκκλησιαστικά, τά ὁποῖα διά νά τά κατέχη κάποιος ἔπρεπε νά συμβιβασθῆ καί τέλος ἡ κακοπάθεια καί ταλαιπωρία κατ’ ἀναλογία τῆς διωκομένης πίστεως.
Ἡ φύσις τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀληθείας εἶναι τέτοια, ὥστε πάντοτε νά διώκεται καί ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία νά εὑρίσκεται πάντοτε ἐν διωγμῷ. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο οἱ Χριστιανοί ἔχουν διαρκῶς νά ἀντιμετωπίσουν δύο πολέμους μέ τούς ὁποίους ὁ διάβολος προσπαθεῖ νά τούς νικήση. Τόν ἐσωτερικό δηλαδή πόλεμο τῶν παθῶν καί τόν ἐξωτερικό πόλεμο, προκειμένου νά συνταχθοῦν μέ τόν Χριστό, τήν ἀλήθεια καί τήν ἀληθινή Ἐκκλησία. Κατ’ αὐτήν λοιπόν τήν ἔννοια εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ διωγμοί στήν Ἐκκλησία δέν ἐσταμάτησαν οὔτε πρόκειται νά σταματήσουν. Καί αὐτό συμβαίνει διότι κατ’ οὐσίαν διώκεται ἡ ἀλήθεια, δηλαδή ὁ Χριστός. Τό νά ἐπιζητοῦμε λοιπόν ἐμεῖς τήν εἰρήνη καί συγχρόνως νά ἐπιθυμοῦμε νά στρατευθοῦμε ὑπέρ τῆς ἀληθείας, εἶναι ἕνα σχῆμα ὀξύμωρο καί δέν δύναται νά ἐπιτευχθῆ, παρά μόνο μέ συμβιβασμό εἰς βάρος τῆς ἀληθείας.
Ὑπάρχουν καί ἄλλα σοβαρά θέματα σχετικά μέ τήν ἐν διωγμῷ Ἐκκλησία λόγῳ αἱρέσεως, τά ὁποῖα ἀφοροῦν τίς δραστηριότητες, τίς δυνατότητες καί τήν ὀργάνωσι τῆς Ἐκκλησίας κατ’ αὐτήν τήν περίοδο, καθώς ἐπίσης καί πῶς ἐπιλύονται τά διάφορα προβλήματα τά ὁποῖα ἀναφύονται ἐντός της τά ὁποῖα ἐν συνεχείᾳ θά ἐξετάσωμε πάντοτε μέ βάσι τήν διδασκαλία καί ζωή τοῦ ὁσίου.

Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

[1] …Ἐγώ δέ οὐδέ ἐκείνους ἐπαινεῖν ἔχω, οἵ τήν μέν ὁμολογίαν διεσώσαντο, τῶν δέ οἰκείων μοναστηρίων φροντίζειν οὐκ ἀπέσχοντο, καί εἰσί πως ἀμφοτεροπρόσωποι, καί μεθ’ ἡμῶν καί μετά τῶν ἑτεροδόξων· μεθ’ ἡμῶν μέν τῇ ὁμολογίᾳ, μετ’ ἐκείνων δέ τῇ τῶν μοναστηρίων ἐπικρατήσει, πρό εἰρήνης εἰρήνην ἀσπασάμενοι, καί πρό ὀρθοδοξίας τόν διωγμόν τό καθ’ ἑαυτούς συστείλαντες. Ἔτι Χριστός δεδίωκται, καί αὐτοί τά μοναστήρια ὑπεδήσαντο· ἔτι οἱ ἅγιοι ἀναθεματισμοῖς ὑποβάλλονται, καί αὐτοί ὑπόφοροι τῶν ἑτεροδόξων γεγόνασι. Δέον καί αὐτούς τούς λίθους ἐπιβοᾶν καί ἐπιμαρτύρεσθαι τόν διωγμόν, ἀλλά γάρ καί αὐτά τά ξύλα θρηνεῖν καί ὀδύρεσθαι τήν ἀτιμίαν Χριστοῦ. Ὁ οὖν κατέχων τό μοναστήριον ἤ ἐκεῖσε καθεζόμενος πῶς ἄν δυνηθείη λέγειν διωγμόν εἶναι; πῶς δέ εἰρήνην ἐπιζητεῖ παρ’ ἧς ἀπολαύει εἰρήνης; Ἀλλά τοῦτο τέχνασμα τοῦ διαβόλου, ἵνα καί τήν ὁμολογίαν ἐξίτηλον ἀπεργάσηται, καί τόν Χριστοῦ διωγμόν κατασμικρύνῃ καί κοινώσῃ τούς πάντας, ὡς ἔοικεν. Οὐ μήν τοῦτο ἴσχυσε χάριτι Χριστοῦ· πολλοί γάρ οἱ δεδιωγμένως ζῶντες καί ἀκριβευόμενοι τήν ὁμολογίαν· καί οὐ μόνον οἱ ἀπ’ ἀρχῆς ἀγαθοί, ἀλλά καί οἱ τῇ μετανοίᾳ χρησάμενοι, ὅτι καί τῶν μοναστηρίων τῇ ἐνστάσει ἀπηλάθησαν, καί δεδιωγμένον βίον προείλοντο. Μεθ’ ὧν εἴημεν καί ἡμεῖς οἱ ταπεινοί κατά τε τήν πίστιν καί τόν βίον συντηρούμενοι ἀσφαλεῖς καί ἀκράδαντοι… ( Μικρά Κατήχησις 92).

[2] Κρίνατε δέ καί ὑμεῖς ἀφ’ ἑαυτῶν τό λεγόμενον, παρακαλῶ, εἰ δίκαιόν ἐστι τούς ὑπέρ ἀληθείας ἀπελαθέντας τῶν οἰκείων μοναστηρίων, καί τούς τῇ προδοσίᾳ τῆς ἀληθείας κατέχοντας τά μοναστήρια, ἴσους ὁρᾶν καί κοινωνικούς λογίζεσθαι. Οὐκοῦν μάτην ἀπηλάθησαν οἱ ἀπελαθέντες· μάτην δέ καί ἡμεῖς ἐν τοῖς προλαβοῦσιν ὑπέρ τῶν τοιούτων διηγωνίσμεθα· εὑρισκόμεθα δέ καί φρεναπάται, οἷς μέν οὕτως, οἷς δέ ἑτέρως διαλεγόμενοι. Στενάξουσι δέ εἰκότως καθ’ ἡμῶν καί οἱ ἀκριβαζόμενοι τήν ὁμολογίαν, εἴπερ ὁρῶσιν ἡμᾶς συναπαχθέντας τοῖς τοιούτοις καί σκάνδαλον γινομένους τῇ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ. Ἀλλά μή γένοιτο ἡμῖν συναπαχθῆναι καί προσαπολέσαι ἑαυτούς… Οὐκοῦν καί ἡμεῖς ταῖς ἀποστολικαῖς ἐπερειδόμενοι διδασκαλίαις, καί μήν καί τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, τά αὐτά γάρ κἀκεῖνοι συμφθέγγονται τῷ Ἀποστόλῳ,ἀφεξώμεθα τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας καί τῶν συναπαχθέντων αὐτοῖς παλιμβούλων, καί ἀντισχώμεθα τῆς ἀκριβοῦς ὁμολογίας, «ἐφ’ ᾗ ἑστήκαμεν καί καυχώμεθα ἐπ’ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», τοῖς ἄλλοις τε πᾶσι κανονιζόμενοι κατορθώμασιν, «ἵνα ὦμεν τέλειοι καί ὁλόκληροι, ἐν μηδενί λειπόμενοι» (Μικρ. Κατήχησις 97).
[3] Ἀλλά πρῶτον μέν, ὅ καί πρώτου λόγου ἐστί ζήτημα, τήν πίστιν φρούρει ἀσφαλῆ καί ἀκράδαντον, φεύγων τήν κοινωνίαν τῶν ἑτεροδόξων παντοίῳ τρόπῳ. ἴσθι γάρ ὅτι διωγμός πάρεστι, καί οὐ τελειότητος, τό ὑμᾶς οἴκοι καθέζεσθαι καί ἀδιώκτους διαμένειν, τῶν ζηλωτῶν τῆς εὐσεβείας πολλά πεπονθότων καί μαρτυρίου διάδημα στεψαμένων τινῶν. ὥστε ἀκριβοῦς ζωῆς ὑμῖν χρεία, ἀναπληρούσης τό ἐλλιπές τῆς ὑποπτώσεως, ἥν ὑπέπεσεν ὁ προκαθηγησάμενος ὑμῶν καί δι’ αὐτοῦ πάντες ὑμεῖς τῇ ἐκείνου παραδοχῇ˙ οἵα γάρ ἡ κεφαλή, τοιοῦτον καί τό ὅλον σῶμα. Καί ταῦτα λέγω οὐχ ἵνα διαλυθῆτε, ἀλλ’ ἵνα συντηρῆσθε ἀκριβῶς καί ἐπιρρώννυσθε τῇ ἀμεθεξίᾳ τῆς αἱρέσεως» (Ἐπιστολή 512. Σεργίῳ ἡγουμένῳ, σελ. 761,14 Φατοῦρος, P.G. 99, 1553D).
[4] Κύριοί ἐστε καί δεσπόται καί καθηγούμενοι τῶν ἰδίων μονῶν καί βουλευμάτων, ἡμεῖς δέ ταπεινοί καί ἀλίτιμοι, ὧδέ που παραρρεριμμένοι διά τόν διωγμόν. Χαρίσασθε ἡμῖν τήν ἐλευθερίαν ταύτην καί τό τοῖς οἰκείοις ἐπιστυγνάζειν ἁμαρτήμασιν. Καί οἶδα μέν ὅτι λυπηρόν τό γράμμα τῇ τιμιότητί σου ὥσπερ καί ἡμῖν, ἀλλά τῆς τοῦ θεοῦ ἀγάπης οὐδέν προτιμότερον, δι’ ἥν καί ἡμεῖς σύν τοῖς ἁγίοις πατράσιν ἡμῶν ἐπί τῇ ὕβρει Χριστοῦ ἠρνησάμεθα ἅ ἠρνησάμεθα καί προαιρούμεθα ἅ προϊσχόμεθα. (Ἐπιστολή 494. Βασιλείῳ ἡγουμένῳ, σελ. 728, 22 Φατοῦρος, P.G. 99, 1448D).
[5] Βραχύ τι παρεμυθήθη τό περί ὑμᾶς τούς τιμιωτάτους λυπηρόν τῆς ψυχῆς ἡμῶν, εἴ γε ὡς γεγράφατε ἔχει καί ὑποχωρεῖτε τῆς ἡγουμενικῆς διακρατήσεως˙ οὐδεμία γάρ κοινωνία, ὦ φιλότης, δεδιωγμένοις καί ἀδιώκτοις καί οὐ μόνον ἀδιώκτοις, ἀλλά καί ὑποτελοῦσι τοῖς διώκταις, καθηγεμονιώντων ὧνπερ ἐξουσιάζουσι μοναστηρίων, εἰ μή ἄρα τις κοινωνία ὡμολόγηται φωτί πρός σκότος. ἀλλ’ οὐκ ἐνδέχεται, ὡς ὁ ἱερός λόγος ἀπεφήνατο˙ τό γάρ ἕως τοῦ παρόντος ἐπιδοῦναι ἑαυτούς ἐν τοῖς ἁλοῦσι δι’ ὑποπτώσεως ἰατρικῆς κατά τόνδε τόν τρόπον γέγονε, τῷ λαβεῖν ἡμᾶς ἐγγύας μήτε λόγῳ μήτε ἔργῳ καθ’ οἱονδήποτε τρόπον ὑπαχθῆναι πάλιν τοῖς ἑτεροδόξοις˙ καί οἷον ἐν μεταιχμίῳ ἑστᾶσι κρατήσεως καί οὐ κρατήσεως τῶν μονῶν καί, τό ὅλον εἰπεῖν, ὡς νόμιμον γενέσθαι τήν ὁμολογίαν διά τῆς τῶν ἐναντίον ὑφελκύσεως καί τῶν ἐνισταμένων ἀντιπράξεως. ἐπάν δέ καιρός ἦκε τοῦ ζητουμένου, καί τό ὁμολογηθέν οὐκ ἐξηνύσθη ἐνώπιον θεοῦ καί ἀνθρώπων πρός ἀκριβεστέραν τῆς προτέρας ὑποπτώσεως ἐξίασιν. ἀλλά πάλιν ἀπαγωγή καί πάλιν ὑπόπτωσις ἔν τε λόγοις καί ἔργοις. ὡς αὐτά τά πράγματα μαρτυρεῖ κἄκ τῶν εἰδότων ἀκηκόαμεν, καί πάλιν καθηγεμόνες ἀπαρασάλευτοι διά τῆς ἄρτι ὑπό τοῦ κράτους ὑποδοχῆς καί ἀποστολῆς. ὁ λόγος δέ ἐπί πάντων τῶν οὕτως πεπραχότων καί γελοῖόν ἐστιν ἄρτι τό ἐπιτιμᾶν, μᾶλλον δέ φρενοβλάβεια τῶν ἐπιτιμώντων καί σκινδαλμός τῶν εὐσεβούντων, σύγχυσίς τε καί ἀβλεψία ἐπί τῇ Χριστοῦ ὁμολογίᾳ. δεῖν τοῦ ἀποστόλου ἀκοῦσαι, λέγοντος στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπό παντός ἀδελφοῦ, ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά τήν παράδοσιν, ἥν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν. μᾶλλον δέ αὐτοῦ τοῦ θεοῦ, διά τοῦ προφήτου βοῶντος˙ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε˙ κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, τούς οὕτω διαστελλομένους δηλονότι καί μή συγχέοντας τήν Χριστοῦ ὁμολογίαν.
Τί γάρ φήσουσιν, ὦ τιμιώτατε, ὅ τε τῶν Κωμῶν ἡγούμενος καί ὁ τοῦ Γουλαίου σύν τοῖς ὁμοίως ἄρτι διωχθεῖσιν ἐν τῇ ἐνστάσει, εἴπερ ὁρῶσιν ὑμᾶς, τούς προδοσίᾳ τῆς ἀληθείας κατέχοντας τά μοναστήρια, καί ἡμᾶς ὑμῖν συναπαγομένους; τί δέ οἱ ἐν τοῖς ὄρεσι τληπαθοῦντες κατά τό τοῦ διωγμοῦ στενοχωρητικόν; οὐ στενάξουσιν; οὐκ οἰμώξουσιν; οὐχ ἡγήσονται παιδιάν τήν ὁμολογίαν τοῦ Χριστοῦ; τί δέ οἱ ἡγουμενεύσαντες τῶν μοναστηρίων ἀπ’ ἀρχῆς καί διά Χριστόν δεδιωγμένοι σύν ἡμῖν; οὐ κατασφραγίσονται, ὡς παιγνιῶδές τι πασχόντων ἡμῶν; μή πλανᾶσθε, φησίν ὁ ἀπόστολος, θεός οὐ μυκτηρίζεται˙ ἡ ὁμολογία Χριστοῦ οὐ κεκοίνωται, κἄν τινες οἴωνται ἄλλως φρονεῖν καί λέγειν.
Ὥστε, εἰ βούλει, ἀδελφέ ἠγαπημένε, μεθ’ ἡμῶν τῶν ταπεινῶν τετάχθαι, ὑποχώρησον τῆς κατοχῆς τοῦ μοναστηρίου, καθώς καί ὑπέσχου˙ τοῦτο γάρ καί παρακαλοῦμεν, εἰς τοῦτο καί προσευχόμεθα. ἵνα, ὡς τό ἐντός, οὕτως καί τό ἐκτός ὀρθόδοξος ὑπάρχῃς, τήν τιμίαν σου ψυχήν σῴζων, ἧς οὐδέν ἀντάξιον τῶν ὁρωμένων. ὁ κύριος ἀρχιεπίσκοπος σύν ἡμῖν πλεῖστα προσαγορεύει σε, φιλῶν τήν σωτηρίαν σου ἄγαν, ἐπεί καί οἱ λοιποί ἀδελφοί. (Ἐπιστολή 495. Βασιλείῳ ἡγουμένῳ. σελ. 729, 1 Φατοῦρος, P.G. 99, 1449Α).
[6] Ἐχάρην δεξάμενός σου τό τίμιον γράμμα, πατέρων φίλτατε, καί διδαχθείς τά κατά τήν ὁσιότητά σου οὕτως ἔχειν καί οὕτως, ἐπεί, ὅσον ἐκ τῶν ἀπαγγειλάντων, καίτοι ἀξιοπίστων, λυπηρῶς διεκείμην, ἀκούσας τήν ὑποκριτικήν ὑπογραφήν. καί με δέξαι, τιμιώτατε. παρρησιαστικώτερον διαλεγόμενον. οὐκ ἔξω αἰτίας τό κατασχεθέντα σε ὑπό βασιλικοῦ μεῖναι ἀπαθῆ, ἤγουν ἄφετον˙ τοῦτο γάρ τῶν τεθρυλλημένων ἐπάγωγον. οὐδείς οὖν τῶν πεπαρρησιασμένων ἄτερ φυλακῆς ἤ τοὐλάχιστον ἐξορίας, ἤτοι φυγαδείας, ὡμολόγηται διαμεῖναι. οἱ δέ τούτων ἐκτός ἐντός τῆς ἀπαγωγῆς, ἵνα μή τραχύτερον εἰπών λυπήσω. ἤ οὐ διεβλέψω, διορατικώτατε, τόν χαλεπόν διωγμόν Λέοντος τοῦ θηριωνύμου; οὗ ἡ Ἀχααβιτική χείρ εἶλε καί τούς ἐξ ἄλλου κράτους, ἔκτεινέ τε καί ὤλεσεν, τό γε φιλανθρωπότερον ἐφρούρησεν μετά πικράν μαστίγωσιν, μή ὅτι γε τούς ὑπό χεῖρα. εἰ δέ αὐτός οὔ τί που τῶν τοιούτων πεπονθώς μετά τήν σύλληψιν, σύγγνωθι, ἐσυλήθης, ἅγιε.καί μή μοι φυλάττεσθαι τάς οἰκείας ἐκκλησίας λέγε καί σώας τάς ἱστορίας μένειν τήν τε ἀναφοράν τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν πατριάρχου˙ τοῦτο γάρ καί ἄλλοι ἀπαχθέντες φιλολογοῦσιν. οὐ δύναται ταῦτα διασεσῶσθαι, εἰ μή τοι προδοσία ἀληθινῆς ἐνστάσεως ἐγένετο. τί τό ὄφελος, εἰ ἡμεῖς, οἱ ναός θεοῦ καί ὄντες καί λεγόμενοι, ἠχρειώθημεν καί ἀψύχους οἴκους περιεποιησάμεθα; ἡ εἰκών τοῦ Χριστοῦ οὔτε τῆς Θεοτόκου οὔτε τινός ἁγίου διαπίπτει˙ μένει γάρ ἐν αὐτοῖς ὡς πρωτοτύποις, πίπτουσι δέ οἱ δοκοῦντες καθαιρεῖν αὐτάς, ἀλλά γάρ καί οἱ φειδοῖ τούτων προώμενοι τήν παρρησίαν καί τήν δι’ αὐτῆς κάκωσιν. οὐά, ἄλλοι ἀποθνήσκοντες, ἕτεροι ὑπεροριζόμενοι, ἄλλοι μαστιζόμενοι, ἕτεροι φρουρούμενοι, τά ὄρη ἔχοντα καί αἱ ἐρημίαι, πέτραι τε καί σπήλαια τούς μακαρίως δεδιωγμένους, καί ἡμεῖς οἴκοι μένοντες, καί οἰόμενοι ἀβλαβῶς διαμένειν; οὐδαμῶς. ἀπολέσθω πᾶσα ἡ τοῦ κόσμου ὕλη τῶν δοκούντων, ἡ ὁμολογουμένη βλάβη ψυχῆς προκρινέσθω, ἥν ὑπέστη πᾶς προφασιστής.
Ταῦτα φιλῶν καί ὑπομνήσκων εἴρηκα, καί ὡς ὑπό ἐπιτιμίαν ἐσμέν ἄξιοι ἐλθεῖν καί ὅτι ἐν καιρῷ ὀρθοδοξίας οὐδέν ἀψηλάφητον ἀφεθείῃ. καί εὖ ἔχει διά ταπεινώσεως βαδίσαι καί ἰάσασθαι τό ἠσθενηκός ἤ διά ἀναιτιασμοῦ προστρίβειν ἑαυτοῖς μείζονα αἰτιάματα. (Ἐπιστολή 448. Εὐστρατίῳ ἡγουμένῳ, σελ. 632, 1 Φατοῦρος, P.G. 99, 1364).