Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Σὲ πολλὰ κείμενα ἔχει τονισθεῖ ἡ εὐθύνη ποὺ φέρουν οἱ ποιμένες γιὰ τὴν ἑδραίωση, συνοδικὰ πιά, τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἴσως ὅμως νὰ μὴν ἔχει τονισθεῖ, ὅσο ἔπρεπε, καὶ ἡ εὐθύνη ποὺ φέρουμε κι ἐμεῖς οἱ πιστοί, τὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Διότι κι ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἄμοιροι τῶν εὐθυνῶν μας τόσο γιὰ τὴν ἑδραίωση τῆς αἱρέσεως ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή της μὲ βάση πάντα τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία.
Ἄλλοι θαυμάζουν τὴν ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς προτεινόμενη ἀγαπολογία καὶ ἀποδοχὴ τῶν αἱρέσεων ὡς Ἐκκλησία, ἄλλοι ζώντας μέσα στὴν διαστροφὴ δὲν τὴν βλέπουν πιὰ καθόλου, ἀναπαυόμενοι γιατὶ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας, ὅπως λένε, σιωπᾶ καὶ δὲν τὴν καταδικάζει, ἄλλοι νομίζουν, ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ μιλήσουν, γιατὶ αὐτὸ τὸ καθήκον δὲν ἀφορᾶ τοὺς λαϊκούς.
Ὁ Χριστὸς ὅμως μᾶς δίδαξε σὲ μία πασίγνωστη παραβολή Του:
«Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἰσέρχεται εἰς τὴν μάντραν τῶν προβάτων ἀπὸ τὴν θύραν, ἀλλὰ ἀνεβαίνει καὶ πηδᾶ διὰ νὰ μὴ τὸν ἀντιληφθοῦν, ἀπὸ ἄλλο μέρος, εἶναι κλέπτης καὶ ληστής. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ εἰσέρχεται φανερὰ ἀπὸ τὴν θύραν, εἶναι ὁ πραγματικὸς ποιμὴν τῶν προβάτων. Σ’ αὐτὸν ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει τὴν θύραν καὶ τὰ πρόβατα ἀκούουν καὶ γνωρίζουν τὴν φωνήν του… Καὶ ὅταν βγάλει τὰ πρόβατά του ἀπὸ τὴν μάνδραν, πηγαίνει ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτὰ καὶ τὰ πρόβατα τὸν ἀκολουθοῦν, διότι γνωρίζουν τὴν φωνήν του. Ξένον ὅμως δὲν θὰ τὸν ἀκολουθήσουν, ἀλλὰ θὰ φύγουν ἀπὸ αὐτόν, διότι δὲν ἀναγνωρίζουν τὴν φωνήν τῶν ξένων.
Ἐδῶ εἶναι ξεκάθαρη ἡ ἐντολὴ ὄχι ἀνθρώπων ἀλλὰ τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἴδιου:Σὲ θέματα πίστεως, ὁ λαός, τὸ ποίμνιο πρέπει νὰ κρίνει ἀνάλογα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ποιμένος, νὰ ἀκολουθήσει τὸν καλό, ὀρθοτομοῦντα Ποιμένα καὶ νὰ ἀπορρίζει τὸν κακὸ ψευδοποιμένα.
Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε λογικὸ καὶ κρίση, γιὰ νὰ μᾶς προφυλάξει ἀπὸ τὶς κακοδιδασκαλίες. Σὲ θέματα πίστεως εἴμαστε καὶ ἐμεῖς ὑπεύθυνοι, ὅπως οἱ ποιμένες. Σὲ θέματα πίστεως, κατὰ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, ὅλοι καλοῦνται νὰ πολεμήσουν καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ὑπέρτατη Ἀλήθεια. Σὲ θέματα πίστεως δὲν ἰσχύει ἡ κατὰ τ’ ἄλλα γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ σημαντικότατη ἐντολὴ τῆς ὑπακοῆς. «Τὸ καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει νὰ ἰσχύη, ὅταν ὁ ἑκάστοτε ἐπίσκοπος καὶ ἱερέας ξεφεύγει ἀπὸ τὸ καθολικὸ πρότυπο» (π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. «Άρτος Ζωής», Αθήναι 1973, σελ. 208).
Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ ἀπάντηση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς στὸν Πάπα Πίο τὸν 9ο, τὸ 1848, διεκήρυξε τὴ σημασία τοῦ ρόλου ἀλλὰ καὶ τοῦ καθήκοντος τοῦ ποιμνίου στὴν διαφύλαξη καὶ διατήρηση τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας : «σὲ μᾶς, οὔτε Πατριάρχες, οὔτε Σύνοδοι μπόρεσαν ποτὲ νὰ εἰσαγάγουν νέα [δόγματα καὶ ἔθη], διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. ὁ ἴδιος ὁ λαός, ὁ ὁποῖος θέλει τὸ θρήσκευμά του αἰωνίως ἀμετάβλητο καὶ ὁμοειδὲς μ’ αὐτὸ τῶν πατέρων του» (Ἰω. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἐν Ἀθήναις 1953, σελ. 920).
Δὲν εἴμαστε λοιπὸν «εὐσεβεῖς βόες», ἱκανοὶ καὶ ἄξιοι μόνο γιὰ νὰ γεμίζουμε τοὺς Ναούς, νὰ γεμίζουμε τὰ παγκάρια τῶν Ἐπισκοπῶν καὶ νὰ φωνάζουμε «ἄξιος», ἂν μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν. Ἔχουμε εὐθύνη καὶ ἱερὸ καθῆκον, ὅπως εὐθύνη καὶ ἱερὸ καθῆκον εἶχαν οἱ πρόγονοί μας, οἱ ὁποῖοι ἀψηφώντας τὰ πάντα, ἔδιωξαν τὸν Ἄρειο, τὸν Νεστόριο, τὸν Μακεδόνιο, τὸν Βέκκο, τὸν Καλέκα καὶ ὅλους τοὺς ἀσεβεῖς ἀπὸ τὴν Ἁγία, Μία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική Ἐκκλησία μας τιμώντας τὸν ἔλαιο καὶ τὸ χρίσμα, ποὺ λάβαμε στὴν βαπτισή μας, τιμῶντας τὸ τρομερὸ ὄνομα ποὺ φέρουμε: Χριστιανοί.