«Ο 15ος Κανόνας ως θεολογία»
(Ἐνταῦθα ἔνι θεολογία τελεία – Μ. Βασίλειος)
Ν. ΣΑΚΑΛΑΚΗ


Ο Μ. Βασίλειος στην ερμηνεία του Α΄ Ψαλμού υπογραμμίζει, με θεολογική σαφήνεια, την πνευματική αξία των ψαλμών: «Η δε των Ψαλμών βίβλος το εκ πάντων ωφέλιμον περιέληφε, δηλ. το δε βιβλίον των ψαλμών έχει συμπεριλάβει το ωφέλιμον απ’ όλα»(τα βιβλία της Γραφής).

Στη συνέχεια της ερμηνείας ο Ι. Πατήρ διευκρινίζει:
«Ενταύθα ένι θεολογία τελεία· πρόρρησις της δια σαρκός επιδημίας Χριστού· απειλή κρίσεως· αναστάσεως ελπίς· φόβος κολάσεως· επαγγελίαι δόξης· μυστηρίων αποκαλύψεις· πάντα, ώσπερ εν μεγάλω τινι και κοινώ ταμιείω, τη βίβλω των Ψαλμών τεθησαύρισται».
Ως φορέα της συνείδησης της Εκκλησίας αναγνωρίζει ο Μ. Βασίλειος τους Ψαλμούς (φωνή της Εκκλησίας), ανάγοντας το

πνευματικό περιεχόμενό τους στο καθολικώτερο γεγονός της Ορθόδοξης θεολογίας. Ο 15οςκανόνας παρουσιάζεται ακριβώς, ως μια θεολογική δημιουργία (προστασία) της Εκκλησίας, ως θεολογικός φραγμός στην αίρεση, το περιεχόμενο του οποίου, επίσης ανάγεται στο ευρύτερο πεδίο της θεολογίας.

Μια προσεκτική χαρτογραφία του κανόνα αναδεικνύει την θεολογική περιεκτικότητά του σε έννοιες και βιώματα της Εκκλησίας. «Ενταύθα ένι θεολογία τελεία», όπως αναφέρει για τους Ψαλμούς ο Μ. Βασίλειος.

Ο Κανόνας προέρχεται από τη θεολογική περιοχή μιας μεγάλης συνόδου (Οικουμενικής) επί Μ. Φωτίου, με αμετάβλητα στοιχεία μέσα της, που αποτελούν και την υπόσταση της διάρκειάς της. Η θεολογική σύνθεση του Κανόνα: Δόγμα, Εκκλησία και σωτηρία, που είναι οι τρεις οπτικές της Ορθοδοξίας, τα τρία εναλλάξιμα πρίσματα, που συντονίζουν την Εκκλησιαστική ζωή στον άξονα της Αλήθειας. Στην επιφάνεια της έκφρασης του κανόνα, όσο και στο βάθος της, αντανακλάται η μέριμνα της (Μητρός) Ορθόδοξης Εκκλησίας, για να διατηρήσει αναλλοίωτα τα θεολογικά στοιχεία, όπως: Αίρεση, Αγία Σύνοδος, Πατέρες, Εκκλησία, επίσκοπος, ψευδεπίσκοπος, ψευδοδιδάσκαλος, σχίσμα, ενότητα Εκκλησίας, μερισμός Εκκλησίας, Αποτείχιση, κανονική επιτίμηση αιρετικού και Εκκλησιαστική τιμή – έπαινος.
Ο 15ος κανόνας διευθετεί θεολογικά τα ανωτέρω πεδία των αληθειών, εννοιών και πρακτικών που αναφέραμε, όταν ο επίσκοπος είναι αιρετικός.
Δεν είναι πνευματικά συμβατές οι δράσεις της αίρεσης και της Ορθόδοξης σωτηριολογίας.
Οι σχέσεις ψυχής και αίρεσης σε συνύπαρξη, οδηγούν στη φθορά της Ορθοδόξου Πίστεως, σε μαρασμό του ορθού φρονήματος, σε μολυσμό της ψυχής. Οι ρύποι της αιρέσεως δεν είναι οχλήσεις αλλά καταστροφικές συνιστώσες του αιρετικού λόγου, γεννήτριες «ετερόδοξης» πνευματικότητας, παρά τον καταπραϋντικό λόγο που ενσταλάζουν διάφοροι επίσκοποι, Πατριάρχες, γέροντες και πνευματικοί.
Η επισκοπική διακονία βρίσκεται κάτω από τον (συνοδικό) θεολογικό διαχρονικό έλεγχο της Εκκλησίας. Αντλεί το περιεχόμενό της μέσα στα ιστορικά και θεολογικά όρια της διαχρονικής Εκκλησίας. Κύρια αποστολή της η ευχαριστιακή επαγρύπνηση πάνω στην πνευματική ασφάλεια του ποιμνίου. Θεολογικά ο 15ος κανόνας εκφράζει και την σχεδίαση της επισκοπικής παρουσίας μέσα στην Εκκλησία. Ο κανόνας συμβάλλει (θεολογικά) στην περιφρούρηση της Εκκλησίας, όπως οι νόμοι στην πολιτεία.
«Τάχα την Εκκλησίαν λέγει πόλιν μεν, δια το σύστημα είναι νομίμως οικούμενον· περιοχής δε, δια την της πίστεως περιβολήν. Όθεν ευσημότατα τις των ερμηνευσάντων εκδέδωκεν, εις πόλιν περιπεφραγμένην», παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος (Ερμηνεία στον ΝΘ΄ Ψαλμό).
Για τη συγκράτηση–διαφύλαξη των Ορθοδόξων νοητών πνευματικών εδαφών, απέναντι στην εχθρική αδιαλλαξία (Αιρέσεις), διατυπώθηκε ο κανόνας.
Το θεολογικό περιεχόμενο–πνεύμα του κανόνα δεν εγκρίνει την περιχαράκωση των πιστών στα όρια ενός «κατωτάτου πνευματικού εισοδήματος», προερχόμενο από την συνύπαρξη με την αίρεση.
Αυτά τα εγχειρήματα της εξατομίκευσης της Εκκλησιαστικής ζωής, δηλ. Ορθόδοξη βιωσιμότητα σε πεδίο πνευματικής συμπόρευσης με την αίρεση (του οικουμενισμού), εκφράζουν άγνοια, ιδιοτέλεια, έλλειμμα Ορθοδοξίας, άγνοια της Γραφής, μη σεβασμό–υπακοή στην διαχρονική Εκκλησία και σεβασμό σε «αλλότρια της θεοσεβείας δόγματα» (Μ. Βασίλειος, Ψαλμός ΚΗ΄).
Σήμερα, αυτές οι θεολογικά ανυπόστατες εξατομικεύσεις, δηλ.ορθόδοξη λειτουργικότητα σε οικουμενιστικό έλεγχο,ανθίζουν σε οργανωσιακούς χριστιανικούς κύκλους, σεμοναστήρια και σε πολλές Μητροπόλεις.
Πολλοί Ορθόδοξοι πιστεύουν–βιώνουν, ότι μια αλληλεπικάλυψη Ορθοδοξίας και οικουμενισμού, δεν βλάπτει, δεν αλλοτριώνει τη σχέση τους με το Χριστό. Πιστεύουν δηλ. σε μια εκκλησιαστική ζωή, χωρίς ρήξη με τη σημερινή Εκκλησιαστική οικουμενιστική πραγματικότητα. Πλάνη οικτρά!
Πότε μια τέτοια υποκειμενικότητα την υιοθέτησαν στο παρελθόν οι Πατέρες ως θεολογική εστίαση στην αγάπη του Χριστού; Ποτέ!
Αυτές οι Αντι-πατερικές, νεο-γεροντικές πρακτικές, εμποδίζουν την Ορθόδοξη αγωνιστικότητα-στράτευση σε μεγάλη κλίμακα. Η θεολογία του κανόνα απορρίπτει τη «δυνητική» ερμηνεία του.
Πρέπει να ομολογηθεί, ότι οι θεολογικές ενότητες – έννοιες του κανόνα, που ήδη έχουμε αναφέρει, είναι θεμελιωμένες συνοδικά σε μία πνευματική αιτιακή ιεραρχία, με την οποία έχουν χάσει την επαφή οι σημερινοί ορθόδοξοι. Για παράδειγμα η διακοπή μνημοσύνου ενός ψευδεπισκόπου.
Στην κοσμική ζωή, όταν ένα πολιτικό στέλεχος κάνει αλλεπάλληλα λάθη, δεν προσπαθεί πια η πολιτική ηγεσία να το διορθώσει, αλλά το αντικαθιστά. Στην ίδια ενέργεια προβαίνει και η Εκκλησία, όταν η αρχή–επίσκοπος υποβαθμίζεται εκκλησιολογικά–θεολογικά, ασπαζόμενος (δημόσια) την αίρεση, όταν δεν «προσκυνεί τον Κύριο εν αυλή αγία αυτού» (Μ. Βασίλειος).
Θεολογικά, ο κανόνας αυτός είναι ένα επείγον θεολογικό κάλεσμα της Εκκλησιαστικής συνείδησης–νοημοσύνης των Ορθοδόξων Επισκόπων–πρεσβυτέρων, για την αντιμετώπιση μιας αιρέσεως, του οικουμενισμού σήμερα.
Ερώτημα: Όταν ελέγχεται η Εκκλησιαστική ζωή από την αίρεση, τότε η προστασία της Εκκλησίας–πίστεως είναι δυνητική;

Αναμφίβολα, από Αγιογραφική και Εκκλησιολογική άποψη, ο 15οςκανόνας της Α–Β συνόδου είναι, κυρίως, κανόνας θεολογίας, που διατύπωσε η Εκκλησιαστική–Πατερική λογική.
Αυτή η Ορθόδοξη Πατερική παράδοση και διδασκαλία είναι μια μεγάλη πνευματική δύναμη της Εκκλησίας, που δεν θα ξεπεραστεί ποτέ από την Οικουμενιστική–Αιρετική θεώρηση της Εκκλησίας και από την επίδραση της μετα-πατερικής σκέψης.
Οι Πατέρες είναι μια υψηλή κληρονομιά των Ορθοδόξων. Ως αγιασμένοι άνθρωποι, στα βάθη τους «εαυτούς εθανάτωσαν» (Ισαάκ Σύρος), στα όρια της πνευματικής και Λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας. Είναι η πνευματική όραση των Ορθοδόξων. Είναι η όραση με την αληθινή πνευματική ευκρίνεια, που δεν διαθλάται στην ανθρώπινη λογική. Στα πρόσωπά τους βλέπουμε τη ζωντανή ηγετική συνείδηση της Εκκλησίας. Σύμφωνα με τον Μ. Βασίλειο «Δι’ αγιασμού εστίν ημίν η προς τον άγιον οικείωσις» (Ερμηνεία στον ΚΗ΄ Ψαλμό).
Η αφωνία–σιωπή μπροστά στην αίρεση δεν είναι αγιασμός, όπως η ομολογία.
Η προφητική φωνή είναι σαφής: «Το στόμα μου ήνοιξα και έλκυσα πνεύμα» (Μ. Βασίλειος – Στον ΛΓ΄ Ψαλμό).

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ