Ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή (199) προς τον επίσκοπο Αμφιλόχιο (περί κανόνων) γράφει για το βάπτισμα των αιρετικών: 

«Ου δεχόμεθα αυτούς εις την Εκκλησίαν, εάν μη βαπτισθώσιν εις το ημέτερον βάπτισμα. Μη γαρ λεγέτωσαν ότι «Εις Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα εβαπτίσθημεν» οί γε κακών ποιητήν υποτιθέμενοι τον Θεόν, εφαμίλλους τω Μαρκίωνι και ταις λοιπαίς αιρέσεσιν» 
δηλ. «δεν τους δεχόμεθα εις την εκκλησία, εάν δεν βαπτισθούν εις το ιδικόν μας βάπτισμα. Ας μη είπουν δε ότι «εις Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα εβαπτίσθημεν», αυτοί που εκλαμβάνουν τον Θεόν ως ποιητήν των κακών, κατά το παράδειγμα του Μαρκίωνος και των άλλων ομοίων αιρεσιαρχών».
Όπως γράφει ο Ι. Πατήρ, το μυστήριο του βαπτίσματος δεν έχει εγκυρότητα με μόνη την τριαδική επίκληση.
Στο βάπτισμα έχει σημασία αν μεταδίδεται η άκτιστη χάρη. «Όπου, όμως, Εκκλησία, εκεί Πνεύμα Άγιον (χάρη)» κατά τον άγιο Ειρηναίο (2ος αιώνας).

Επίσης στην επιστολή (188) προς τον άγιο Αμφιλόχιο, τονίζει: «Εκείνο γαρ έκριναν οι παλαιοί δέχεσθαι βάπτισμα το μηδέν της πίστεως παρεκβαίνον». Αν χαθούν οι Εκκλησιολογικές προϋποθέσεις, τότε δεν έχει εγκυρότητα το βάπτισμα, δεν υπάρχει η χάρις του Θεού.

Όπως οι αιρετικοί, που αναφέρει ο Μ. Βασίλειος, έχασαν λόγω της αίρεσης τις Εκκλησιαστικές προϋποθέσεις, έτσι και σήμερα το βάπτισμα των «ετεροδόξων Εκκλησιών» είναι άκυρο.
Η αιρετική «βαπτισματική θεολογία» δεν έχει ερείσματα ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε στην Πατερική Θεολογία.
Παραδοχή της θεολογίας αυτής σημαίνει: Μικτοί γάμοι, αποδοχή του βαπτίσματος των αιρέσεων, μνημονεύσεις αιρετικών, μετάδοση μυστηρίων σε αιρετικούς, εκκλησιαστικότητα – χάρη στις αιρέσεις.
Θεολογικές εκτροπές και ανατροπές δηλ. και, το χειρότερο, βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος (Εκκλησιολογική νέκρωση).
Η ψευδο – σύνοδος της Κρήτης αναγνώρισε στις αιρέσεις χάρη Θεού, για να θεμελιώσει την «βαπτισματική θεολογία» και αντιστρόφως.

Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο του κ.Σακαλάκη:

«Μη γαρ λεγέτωσαν, 
ότι εις Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα εβαπτίσθημεν»

 

(Μ. Βασίλειος – Προς Αμφιλόχιον Επιστολή (199))

Η αυθεντική ορθόδοξη συνείδηση δεν μπορεί να προέλθει, παρά μόνο από μια βαθειά πνευματική ζωή και από μία παράλληλη Αγιογραφική – Πατερική γνώση.

Η καθολική και γενικεύουσα ορθόδοξη όραση – συνείδηση, με αφορμή την οικουμενιστική αίρεση, συνθέτει την άμυνά της μέσα στην καθολικότερη περιοχή της ορθόδοξης θεολογίας. Για να αντιμετωπισθεί σωστά η εκκλησιολογία της «συνόδου» της Κρήτης ή «Σύνοδος αθετούντων» κατά τον Μ. Βασίλειο (Επιστολή 237) πρέπει, ως γνωστό, να αναλυθεί η σκέψη της σε Αγιογραφικές και Πατερικές συντεταγμένες. Κανένας πιστός – ορθόδοξος δε θα μπορέσει να σταθεί ορθά στην υπάρχουσα εκκλησιαστική πραγματικότητα, αν δεν ανατρέξει στην Πατερική θεολογία.

Ο Μ. Βασίλειος στο ειδικό έργο της ποιμαντικής του, στις επιστολές του, φανερώνει την ορθόδοξη θεολογία με σπάνια κριτική θεμελίωση.Σήμερα, που οι αιρετικές θεωρίες περί βαπτίσματοςαναδιοργανώθηκαν με τον όρο «βαπτισματική θεολογία» καιυιοθετήθηκαν συνοδικά στην Κρήτη, για να αντιληφθούμε το αιρετικό βάθος της «θεολογίας» αυτής, εμπιστευόμεθα τον Μ. Βασίλειο και όχι την εκκλησιολογία του
Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η «βαπτισματική θεολογία» είναι διανοητική ανθρώπινη λειτουργία, που θέλει να υποσκελίσει – υποκαταστήσει τη λειτουργία της Θ. Χάριτος.

«Καν γαρ τις ή τέλειος εν υιοίς ανθρώπων, της από του Θεού σοφίας απούσης, εις ουδέν λογισθήσεται» (Σοφ. Σολομ. θ΄,6).

Ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή (199) προς τον επίσκοπο Αμφιλόχιο (περί κανόνων) γράφει για το βάπτισμα των αιρετικών: «Ου δεχόμεθα αυτούς εις την Εκκλησίαν, εάν μη βαπτισθώσιν εις το ημέτερον βάπτισμα. Μη γαρ λεγέτωσαν ότι «Εις Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα εβαπτίσθημεν» οί γε κακών ποιητήν υποτιθέμενοι τον Θεόν, εφαμίλλους τω Μαρκίωνι και ταις λοιπαίς αιρέσεσιν» δηλ. «δεν τους δεχόμεθα εις την εκκλησία, εάν δεν βαπτισθούν εις το ιδικόν μας βάπτισμα. Ας μη είπουν δε ότι «εις Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα εβαπτίσθημεν», αυτοί που εκλαμβάνουν τον Θεόν ως ποιητήν των κακών, κατά το παράδειγμα του Μαρκίωνος και των άλλων ομοίων αιρεσιαρχών».

Επίσης στην επιστολή (188) προς τον άγιο Αμφιλόχιο, τονίζει: «Εκείνο γαρ έκριναν οι παλαιοί δέχεσθαι βάπτισμα το μηδέν της πίστεως παρεκβαίνον».

Στην επισήμανση αυτή, αναφέρεται στις διδαχές των παλαιών Πατέρων, για παράδειγμα του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, που υπογράμμισε: «Σπουδάζετε βεβαιωθήναι εν τοις δόγμασι του Κυρίου και των Αποστόλων» (Μαγν. 13,1).

Ίσως, όμως, αναφέρεται έμμεσα και στην πρακτική – θεολογία των Αγίων Αποστόλων.

«Ο ήν απ’ αρχής, ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής», μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (Α΄ Ιωάν. Α, 1-3).

Όπως γράφει ο Ι. Πατήρ, το μυστήριο του βαπτίσματος δεν έχει εγκυρότητα με μόνη την τριαδική επίκληση.

Στο βάπτισμα έχει σημασία αν μεταδίδεται η άκτιστη χάρη. «Όπου, όμως, Εκκλησία, εκεί Πνεύμα Άγιον (χάρη)» κατά τον άγιο Ειρηναίο (2ος αιώνας).

Αν χαθούν οι Εκκλησιολογικές προϋποθέσεις, τότε δεν έχει εγκυρότητα το βάπτισμα, δεν υπάρχει η χάρις του Θεού.

Όπως οι αιρετικοί, που αναφέρει ο Μ. Βασίλειος, έχασαν λόγω της αίρεσης τις Εκκλησιαστικές προϋποθέσεις, έτσι και σήμερα το βάπτισμα των «ετεροδόξων Εκκλησιών» είναι άκυρο.

Η αιρετική «βαπτισματική θεολογία» δεν έχει ερείσματα ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε στην Πατερική Θεολογία.

Παραδοχή της θεολογίας αυτής σημαίνει: Μικτοί γάμοι, αποδοχή του βαπτίσματος των αιρέσεων, μνημονεύσεις αιρετικών, μετάδοση μυστηρίων σε αιρετικούς, εκκλησιαστικότητα – χάρη στις αιρέσεις.

Θεολογικές εκτροπές και ανατροπές δηλ. και, το χειρότερο, βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος (Εκκλησιολογική νέκρωση).

Η ψευδο – σύνοδος της Κρήτης αναγνώρισε στις αιρέσεις χάρη Θεού, για να θεμελιώσει την «βαπτισματική θεολογία» και αντιστρόφως. Επίσης, με μια παράλληλη «αναγνώριση» των Αγίων Επτά Οικουμενικών Συνόδων στα όρια, όμως, του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, προσπάθησε να γίνει αποδεκτή ως συνέχεια, ως κατανόηση και ερμηνεία τους.

Να υπογραμμίσουμε, ότι αυτή η αναγνώριση (μόνο) των Επτά Αγίων Οικουμενικών Συνόδων έγινε, χωρίς να δεχθεί η «σύνοδος» της Κρήτης την Δογματική πνευματικότητα και το θεραπευτικό χαρακτήρα των αποφάσεών τους!

Το βάπτισμα, κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, σφραγίζει την πίστη και ομολογία (εορτοδρόμιο, σελ. 128).

Χωρίς ακέραια Ορθοδοξία δεν υπάρχει ούτε Εκκλησία ούτε σωτηρία.

Διαχρονικά, η ενότητα της πίστεως μέσα στην Εκκλησία και η ενότητα της Εκκλησίας γύρω από την πίστη, ήταν ο πνευματικός άξονας και των Εννέα (9) Αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Στην Κρήτη ακρωτηριάσθηκαν συνοδικά και η ακεραιότητα της πίστεως και η ενότητα των Ορθοδόξων.

Ο Απ. Παύλος παραγγέλλει: «Το αυτό φρονείν εν αλλήλοις» και προσθέτει «κατά Χριστόν Ιησούν», δηλ. επιζητά την «ευσεβή συμφωνία» (Θεοδώρητος) και όχι αυτήν με τους αιρετικούς.

Όταν οι Πατέρες ανατέμνουν, διαχρονικά, τις σημερινές θεολογικές ψευδαισθήσεις των Οικουμενιστών, η πίστη των Ορθοδόξων ενισχύεται. Μαχόμενοι δε ανιδιοτελώς προσανατολίζουν, χάριτι Θεού, το υγιές Εκκλησιαστικό σώμα στην Ορθόδοξη προοπτική του.

«Οι γαρ φυλάξαντες οσίως τα όσια οσιωθήσονται και οι διδαχθέντες αυτά ευρήσουσιν απολογίαν» (Σοφ. Σολ. στ΄,10).

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ