«Φλάμπουρα Ελλάδας και Χριστού ψηλά κρατώντας, μες στις ψυχές μας κάθε ευγενικό ξυπνούσες, το άφραστο κάλλος της ιδέας ανυμνώντας».
Επίγραμμα στο μνήμα της Κυράς της Ρω.

Πόσοι αλήθεια από τη νεότερη γενιά ξέρουν ή θυμούνται την κυρά της Ρω; Πόσοι από τη νεότερη γενιά εμπνέονται από το παράδειγμά της; Η κυρά της Ρω (κατά κόσμο Δέσποινα Αχλαδιώτη) υπήρξε μια εμβληματική εθνική μορφή, ιδίως στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Επί σαράντα σχεδόν συναπτά έτη αναπτέρωνε το εθνικό μας αίσθημα με κάτι σχεδόν αυτονόητο για την ίδια: Η έπαρση της ελληνικής σημαίας στο μικρό νησάκι της Ρω ήταν γι’ αυτήν μέρος της καθημερινότητάς της και αυτό το οποίο σηματοδοτούσε την ίδια την ύπαρξή της. Γεννημένη στο Καστελόριζο το 1890, γνώρισε από πρώτο χέρι δύο παγκόσμιους πολέμους.
Το 1927 αποφασίζει με τον άνδρα της να μετακομίσουν στο μικρό νησάκι της Ρω, ακρίτες και φύλακες του πιο απομακρυσμένου κομματιού της Ελλάδας, και παρέμεινε σε αυτό με «δυνατή φωνή και γοργή περπατησιά», όπως την περιγράφει ο βιογράφος της Κυριάκος Χονδρός, ακόμα και μετά τον θάνατο του συζύγου της, την ίδια χρονιά που μετακόμισε, μέχρι τον θάνατό της στις 13 Μαΐου του 1982, σε ηλικία 92 ετών.
Η ίδια της η ζωή ταυτίζεται με την ιστορία του Καστελόριζου και της Ρω. Βίωσε πάνω της μια τετραπλή κατοχή, την κατοχή από Τούρκους, Γάλλους, Ιταλούς και Εγγλέζους πριν οι τελευταίοι παραδώσουν το νησί, με τη Συνθήκη των Παρισίων (1948) στην Ελλάδα. Ελάχιστοι ξέρουν για αυτή την τετραπλή κατοχή του Καστελόριζου, όπως ελάχιστοι γνωρίζουν ότι οι Εγγλέζοι, πριν παραδώσουν το νησί, έβαλαν φωτιά στη Χώρα του για να κρύψουν τις λεηλασίες στις οποίες είχαν επιδοθεί το διάστημα της κατοχής, αν και «απελευθερωτικός» στρατός.
Όμως η κυρά της Ρω, αμετανόητα και πεισματικά, ουδέποτε έφυγε από τα πατρώα εδάφη και ήταν η μοναδική που παρέμεινε συνεχώς σε αυτά. Η ίδια συμμετείχε στην εθνική αντίσταση, παρέχοντας καταφύγιο και υποστήριξη στους άνδρες του Ιερού Λόχου οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στην περιοχή του Αιγαίου.

Ο Γιάννης Σκαραγκάς ανήκει στη νέα γενιά των λογοτεχνών. Μαζί με αυτόν και άλλοι της ίδιας γενιάς αρχίζουν να εγκύπτουν σε θέματα της παράδοσής μας. Κάποιες φορές μεταφέροντας ήθη, έθιμα και ντοπιολαλιές σχεδόν ξεχασμένα, από περιοχές του τόπου μας («Μαράν Αθά» του Θωμά Ψύρρα), άλλες φορές καταγράφοντας την ιδιαίτερη διαδρομή περιοχών στην ιστορία μας («Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου) και άλλοτε, όπως ο Σκαραγκάς, αναδεικνύοντας σημαντικές μορφές που κάποτε ενέπνεαν εθνική υπερηφάνεια. Στο έργο του Η Κυρά της Ρω κατορθώνει να δώσει μια συγκινητική διαδρομή ζωής της Δέσποινας Αχλαδιώτη.
Στη νουβέλα του καταγράφει την καθημερινή ζωή στο Καστελόριζο τα ήθη και τα έθιμα του τόπου, μια ιδιαίτερη ψηφίδα που συμπληρώνει το εθνικό μας μωσαϊκό. Ακόμη, μέσα από τον μονόλογο του διηγήματός του, μας μεταφέρει τους καημούς και τα όνειρα της νεαρής ηρωίδας του, δίνοντας το πορτραίτο μιας Ελληνίδας που ήξερε να μάχεται, να διεκδικεί, να μην παραιτείται.
Συμπληρωματικά σε όλα αυτά βρίσκει κανείς στις σελίδες του βιβλίου του την ιστορική διαδρομή του τόπου, εμπλουτίζοντας τον αναγνώστη, αλλά και τον θεατή της παράστασης, με πληροφορίες και γεγονότα τα οποία είχαν παραπέσει στο βάθος του συρταριού της ιστορίας. Κατορθώνει έτσι να ανασύρει σήμερα, 35 χρόνια μετά τον θάνατο της Κυράς της Ρω, ένα πρότυπο που αξίζει να εμπνεύσει ξανά τη νέα γενιά.

Η Κατερίνα Μπερδέκα δείχνει ότι γνωρίζει τον προβληματισμό, κατανοεί την προσπάθειά του και κατορθώνει έτσι να αναδείξει την ευαισθησία του συγγραφέα. Η σκηνοθεσία της αποδίδει ολοκληρωμένα το πνεύμα του βιβλίου και αναδεικνύει τη διαδρομή της ηρωίδας του. Έχοντας στήσει στη σκηνή μια σειρά από μαύρα τραπέζια πάνω στα οποία ακροβατεί αλλά και αντιμάχεται με αυτά η πρωταγωνίστριά της, μεταφέρει έξυπνα την περπατησιά της Αχλαδιώτη πάνω στη μαύρη θάλασσα της αντιξοότητας και των προβλημάτων που αντιμετώπισε, αλλά επίσης και τα μαύρα εμπόδια με τα οποία ήρθε αντιμέτωπη στη ζωή της.
Στη σκηνοθεσία της ευτύχησε να έχει τη συνεργασία της Φωτεινής Μπαξεβάνη, μιας σημαντικής ηθοποιού του θεάτρου μας. Η σημαντική ερμηνεία της αποδίδει άριστα τον ιδιαίτερο μαχητικό και λαϊκό χαρακτήρα της Αχλαδιώτη. Κατορθώνει να μεταφέρει στους θεατές τη νησιώτισσα που άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με πείσμα, πάντοτε όμως με αγώνα κρατά τη ζωή της σφικτά στα χέρια της, με θέληση και υπερηφάνεια. Κυρίως όμως αποδίδει άριστα και ισορροπημένα τον συναισθηματισμό που διαπερνά το κείμενο του Σκαραγκά.
Σαν υστερόγραφο, μια τελευταία επισήμανση. Παρ’ ότι είναι σημαντική η απόφαση του συγγραφέα να ασχοληθεί με την Κυρά της Ρω, μια επιλογή που χαρακτηρίζεται από τη συστηματική προσπάθεια συνάντησής του με την ηρωίδα, διαφαίνεται στην κατάθεσή του μια αμυδρή και υπόγεια επιφυλακτικότητα. Έτσι παραλείπει να ονοματίσει ποιοι είναι αυτοί οι οποίοι τρομοκρατούσαν την Κυρά της Ρω στα χρόνια της απομόνωσης, όταν πεισματικά ανέβαζε καθημερινά την ελληνική σημαία.
Και ακόμη περισσότερο, ξεχνά να αναφέρει ότι τον Αύγουστο του 1975, ο Τούρκος δημοσιογράφος Ομάρ Κασάρ και δύο ακόμα άτομα, παρακολουθώντας τη Ρω και εκμεταλλευόμενοι την ολιγοήμερη απουσία της Δέσποινας Αχλαδιώτου για λόγους υγείας, αποβιβάστηκαν εκεί και τοποθέτησαν πάνω σ’ ένα κοντάρι τη σημαία τους. Μπορεί η Κυρά της Ρω να την κατέβασε αμέσως όταν γύρισε, όμως λίγο αργότερα δεύτερη τουρκική σημαία τοποθετήθηκε, αυτή τη φορά στη νήσο Στρογγυλή απέναντι, στα νότια του Καστελόριζου. Το σκηνικό των Ιμίων είχε προετοιμαστεί καιρό πριν.
Η θαρραλέα στάση της Κυράς της Ρω, με την καθημερινή έπαρση της σημαίας, ίσως να μην έχει γίνει ακόμη, όπως της αξίζει, συνειδητό κτήμα και πλήρης επιλογή της νέας γενιάς.

Ταυτότητα της παράστασης 

Σκηνοθεσία: Κατερίνα Μπερδέκα
Σκηνικά-κοστούμια: Γ. Γαβαλάς
Φωτισμοί: Λευτ. Παυλόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαριάνθη Μπαϊρακτάρη
Σχεδιασμός οπτικής ταυτότητας: Σάκης Στριτσίδης
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Ερμηνεύει η Φωτεινή Μπαξεβάνη Διάρκεια: 80’
Από 5 έως 22 Οκτωβρίου στο θέατρο Σφενδόνη. Θα ακολουθήσει περιοδεία ανά την Ελλάδα.
Θέατρο Σφενδόνη, Μακρή 4, Μακρυγιάννη , Στάση Μετρό-Ακρόπολη
Πληρ.: 2155158968, Καθημερινά 13:30-21:30
Ημέρες- ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 21:30, Πέμπτη/Παρασκευή/Σάββατο 21:00, Κυριακή 18:00.
Τιμές εισιτηρίων: Κανονικό 15 ευρώ, μειωμένο 10 ευρώ.

Του Κώστα Σαμάντη από την Ρήξη φ. 137

 

ΠΗΓΗ