ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΠΑΡΣΕΝΟΣ*
Ρόμπερτ, Τζάκι και Εντουαρντ Κένεντι, στις 25 Δεκεμβρίου του 1963, κατά την κηδεία του προέδρου Τζον Κένεντι, στην Ουάσιγκτον, λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του στο Ντάλας. Ο Μπόμπι υπέφερε για καιρό από κατάθλιψη και τύψεις, σκεπτόμενος ότι η δολοφονία του Τζον οφειλόταν στις δικές του ενέργειες κατά της μαφίας, του Χόφα και του Κάστρο.
LARRY TYE
Bobby Kennedy: The Making
of a Liberal Icon
εκδ. Random House, 2016, σελ. 580
Η σταδιακή μεταμόρφωση του Ρόμπερτ Κένεντι από ψυχροπολεμικό αντικομμουνιστή στις αρχές της δεκαετίας του ’50 στον απόστολο της ειρήνης και προστάτη των κατατρεγμένων στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ξετυλίγεται γλαφυρά σε μία νέα βιογραφία του Δημοκρατικού ηγέτη, που έπεσε νεκρός από τις σφαίρες ενός δολοφόνου τον Ιούνιο του 1968, σε ηλικία 42 ετών. Ο συγγραφέας, πρώην συντάκτης της Boston Globe, ανατρέχει σε αρχεία και συνεντεύξεις με συνεργάτες και μέλη της οικογένειας Κένεντι, περιλαμβανομένης και της 88χρονης συζύγου του Εθελ, για να βοηθήσει τον αναγνώστη να κατανοήσει όχι μόνο τον άνθρωπο και τον πολιτικό, αλλά και τις δύο δεκαετίες, που σημάδεψαν τη ζωή του, τη συντηρητική δεκαετία του ’50 και την ταραχώδη δεκαετία του ’60. Το πορτρέτο που σκιαγραφεί για τον Μπόμπι, όπως τον αποκαλούσαν οι συγγενείς και φίλοι του, είναι θετικό, χωρίς όμως να αποτελεί μία αγιογραφία του, αφού προσπαθεί να ξεδιαλύνει τον μύθο, που διαμορφώθηκε γύρω από τον «ρεαλιστή ιδεαλιστή», που άγγιξε όσο κανείς άλλος τον απλό Αμερικανό σε μια περίοδο κοινωνικής αναταραχής στη χώρα του.
Η πολιτική σταδιοδρομία του Μπόμπι πέρασε από πολλά κύματα. Η φήμη του οργανωτικού, ακούραστου και αδίστακτου που απέκτησε διευθύνοντας τη νικηφόρα καμπάνια του μεγαλύτερου αδελφού του Τζον για την έδρα γερουσιαστή της Μασαχουσέτης στις εκλογές του Νοεμβρίου 1952 και οι γνωριμίες του πατέρα του, τον έφεραν ένα μήνα αργότερα, τον Δεκέμβριο 1952, ως βοηθό νομικό σύμβουλο στη Μόνιμη Ανακριτική Υποεπιτροπή της Γερουσίας, της οποίας προήδρευε ο διαβόητος για την αντικομμουνιστική υστερία του Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τζο Μακάρθι, στενός φίλος του πατέρα του. Αποστολή του ήταν να διερευνήσει τις εμπορικές συναλλαγές συμμάχων της Αμερικής με την κομμουνιστική Κίνα, μεσούντος του πολέμου της Κορέας, θέτοντας στο στόχαστρό του και Ελληνες εφοπλιστές. Παραιτήθηκε πάντως έπειτα από επτά μήνες, χωρίς όμως να αποκηρύξει τον φίλο του πατέρα του, για να επανέλθει στην ίδια Υποεπιτροπή στις αρχές του 1954, αλλά αυτή τη φορά ως επικεφαλής νομικός σύμβουλος των Δημοκρατικών μέχρι το τέλος του 1959. Εκεί αποδείχθηκε ανελέητος διώκτης του Τζίμι Χόφα, προέδρου του πανίσχυρου συνδικάτου των φορτηγατζήδων, τον οποίο έστειλε στη φυλακή, όταν ανέλαβε υπουργός Δικαιοσύνης, μετά τη νίκη του αδελφού του στις προεδρικές εκλογές του 1960, όταν διηύθυνε εκ νέου την προεκλογική εκστρατεία του.
Φύλακας άγγελος του προέδρου και ο πιο έμπιστος σύμβουλός του, στο υπουργείο Δικαιοσύνης ο Μπόμπι κινήθηκε με ζήλο κατά του οργανωμένου εγκλήματος, της πολιτικής διαφθοράς και των φυλετικών διακρίσεων που καταπίεζαν τους μαύρους, έργο που ολοκληρώθηκε μετά τη δολοφονία του αδελφού του επί προεδρίας Τζόνσον, με τον οποίο είχε σχέσεις αμοιβαίας αντιπάθειας. Διατήρησε όμως στο πόστο του τον διευθυντή του FBI Εντγκαρ Χούβερ, που παρακολουθoύσε όχι μόνο τον ηγέτη των μαύρων Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, αλλά και τους αδελφούς Κένεντι. Ενέκρινε επίσης τις μυστικές επιχειρήσεις της CIA για την ανατροπή και εξόντωση του Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα, μετά το φιάσκο του Κόλπου των Χοίρων τον Απρίλιο του 1961, αλλά στην κουβανική κρίση, στις 13 κρίσιμες ημέρες του Οκτωβρίου 1962, όταν ο πλανήτης έφθασε στο χείλος του πυρηνικού πολέμου, τάχθηκε κατά της πολεμικής αναμέτρησης, που προέκριναν οι στρατιωτικοί και υπέρ της συμβιβαστικής λύσης, που επέλεξε ο αδελφός του.
Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει τη δολοφονία του Τζον Κένεντι τον Νοέμβριο του 1963, σε ηλικία 46 ετών, ορόσημο στη μετεξέλιξη του Μπόμπι σε εμβληματικό εκφραστή της προοδευτικής αλλαγής στην Αμερική. Με τη βοήθεια των αρχαίων Ελλήνων τραγικών και της ρωμαιοκαθολικής πίστης του, ξεπέρασε την κατάθλιψη που τον κατέτρυχε επί μήνες καθώς και τις τύψεις, μήπως η δολοφονία του Τζον οφειλόταν στις δικές του ενέργειες κατά της μαφίας, του Χόφα και του Κάστρο. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1964 παραιτήθηκε από υπουργός Δικαιοσύνης για να διεκδικήσει την έδρα γερουσιαστή στη Νέα Υόρκη, κερδίζοντας άνετα τον Ρεπουμπλικανό αντίπαλό του στις εκλογές του Νοεμβρίου 1964.
Σοκαρισμένος από την πείνα και τη φτώχεια που αντίκρισε στα Απαλάχια όρη και στο Δέλτα του Μισισιπή, αυτός ο προνομιούχος αποφάσισε να γίνει ο προστάτης των μη προνομιούχων, στηρίζοντας στη Γερουσία προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας και της φτώχειας, προωθώντας τη συμφιλίωση λευκών και μαύρων, προβάλλοντας τα δίκαια των εργατών στις φρουτοκαλλιέργειες της Καλιφόρνιας, καταδικάζοντας το σύστημα του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική και καλώντας τον πρόεδρο Τζόνσον, που κλιμάκωνε τη στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, να σταματήσει τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς και να προχωρήσει σε έναν έντιμο συμβιβασμό. Γενναίος στις τομές που πρότεινε και με τη δημοφιλία του στο κατακόρυφο, αποφάσισε στις 16 Μαρτίου του 1968 να διεκδικήσει την προεδρία στις επικείμενες εκλογές του Νοεμβρίου, με έμφαση στον τερματισμό του πολέμου στο Βιετνάμ και στην καταπολέμηση της φτώχειας. Στους δυόμισι μήνες που διήρκεσε η προεκλογική εκστρατεία του η Αμερική συγκλονίστηκε από τις ταραχές που ακολούθησαν, τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στις 4 Απριλίου και τις διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Ο ίδιος ο Ρόμπερτ έδειχνε ανυπόμονος, απελευθερωμένος, ανθρώπινος, ειλικρινής και άφοβος, ώστε όταν νίκησε στις προκριματικές εκλογές της Καλιφόρνιας την 5η Ιουνίου φάνταζε ως ο επικρατέστερος για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος με αντίπαλο τον Ρίτσαρντ Νίξον, τον οποίο ο αδελφός του είχε νικήσει οχτώ χρόνια νωρίτερα χάρις και στη δική του βοήθεια. Οι σφαίρες όμως του 24χρονου Παλαιστίνιου Σιρχάν Σιρχάν το ίδιο βράδυ στο ξενοδοχείο Ambassador του Λος Αντζελες πάγωσαν τα επινίκια και βύθισαν τη χώρα στην απελπισία, καθώς χανόταν πάλι η ελπίδα για έναν ειρηνικότερο κόσμο και μία δικαιότερη Αμερική, όπως πέντε χρόνια νωρίτερα με τη δολοφονία του αδελφού του.
Εν κατακλείδι ο συγγραφέας προσυπογράφει τα λόγια του μικρότερου αδελφού του, γερουσιαστή Τεντ, όταν ζήτησε «να μην εξιδανικεύσουν τον αδελφό του, να μη τον μεγεθύνουν πέραν αυτού που ήταν εν ζωή, δηλαδή ένας καλός και αξιοπρεπής άνδρας, που έβλεπε το κακό και προσπάθησε να το διορθώσει, που έβλεπε τον πόνο και προσπάθησε να τον απαλύνει, που έβλεπε τον πόλεμο και προσπάθησε να τον σταματήσει».
* Ο κ. Αχιλλέας Παπαρσένος υπηρέτησε ως προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον.
Πηγή: http://www.kathimerini.gr