Οι προσπάθειες απαξίωσης της μεγαλειώδους διαδήλωσης στη Θεσσαλονίκη από τους Γερμανούς και την κυβέρνηση, τεκμηριώνουν την εξαιρετική σημασία της – ενώ παρά τα μέτρα, τα χαμηλά επιτόκια και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, το δημόσιο χρέος συνεχίζει την ανοδική του πορεία

 

«Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα Έθνος, είναι να διαγράψεις τη μνήμη του. Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του. Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία, να επινοήσει μια νέα ιστορία. Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν«. (Milan Kundera)

 

Η διαμαρτυρία των Πολιτών στη Θεσσαλονίκη, την οποία θα ακολουθήσει μία αντίστοιχη στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου, ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή – παρά το ότι αυτή τη φορά, σε αντίθεση με το 1992, δεν στηρίχθηκε από τους οπαδούς των μνημονίων (από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση κυρίως), από την εκκλησία, από τους θεσμούς του κράτους, καθώς επίσης από αρκετά διατεταγμένα ΜΜΕ. Μπορεί δε να έγιναν προσπάθειες πολιτικής εκμετάλλευσης της από ορισμένους ομιλητές και κάποια κόμματα, αλλά ήταν ασήμαντες αφού οι Πολίτες, ενωμένοι, αποφάσισαν επιτέλους να δείξουν πως υπάρχουν – ότι δεν έχουν βυθιστεί εντελώς στη σιωπή των αμνών και δεν είναι συλλογικά αποχαυνωμένοι.

Οι κατηγορίες περί ανεξέλεγκτου εθνικισμού και λαϊκισμού ή περί μίας επαναστατικής μάζας που δεν προσφέρει απολύτως τίποτα όταν εκδηλώνεται με αυτόν τον τρόπο, δεν νομίζουμε ότι είναι άξιες σχολιασμού. Όσον αφορά δε τις τοποθετήσεις, σύμφωνα με τις οποίες η εξωτερική πολιτική δεν πρέπει να γίνεται μέσα από διαδηλώσεις ή πως η σύνθετη ονομασία δεν είναι πρόβλημα αλλά ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων, ενώ θα μπορούσε να παραχωρηθεί με ανταλλάγματα από τις Η.Π.Α. για θέματα που είναι πραγματικά σημαντικά, όπως η ΑΟΖ, έχουν μεν τη λογική τους, αλλά δεν είναι σωστές κάτω από τις συνθήκες που βιώνουμε σήμερα.

Ενδιαφέρον πάντως έχουν τα σχόλια των «φίλων» μας των Γερμανών που με τη συμμετοχή τους στο δανεισμό μας ύψους 60-80 δις € (ούτε καν με χρήματα, αλλά με εγγυήσεις, ενώ εισπράττουν τόκους), κατάφεραν να ελέγξουν ιδιωτικά και δημόσια περιουσιακά στοιχεία μας αξίας πολύ πάνω από 1 τρις € – καθώς επίσης τα ενεργειακά μας αποθέματα. Εν προκειμένω οι εφημερίδες τους έγραψαν τα παρακάτω – ενώ στο τέλος προσθέτουμε τις απόψεις της κυβέρνησης:

DIE ZEIT: Στη διαδήλωση καλούσαν ακροδεξιές οργανώσεις, καθώς επίσης οργανώσεις με εθνικιστικό προσανατολισμό. Τα περισσότερα ελληνικά κόμματα, ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης και η ηγεσία της ορθόδοξης εκκλησίας, είχαν ταχθεί εναντίον των διαδηλώσεων. Η αστυνομία υπολογίζει τον αριθμό των διαδηλωτών σε 50.000.

TAGESZEITUNG: Δεν ήταν μία νέα έκδοση του μεγάλου συλλαλητηρίου που είχε γίνει το 1992, όταν πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι συνέρρεαν στους δρόμους, διαδηλώνοντας υπέρ του ελληνικού χαρακτήρα της Μακεδονίας. Ήρθαν ωστόσο τουλάχιστον 50.000 διαδηλωτές σύμφωνα με εκτιμήσεις από τη Θεσσαλονίκη, ενώ οι περισσότεροι Έλληνες δεν θέλουν να διατηρήσει η γειτονική χώρα την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» που προβλέπει στο σύνταγμά της. Η Ελλάδα επιθυμεί να κρατήσει την ονομασία αυτή ως μέρος της ιστορικής της κληρονομιάς και επιπλέον φοβάται πιθανές εδαφικές διεκδικήσεις προς την ομώνυμη επαρχία της. Τα επιχειρήματα αυτά επαναλήφθηκαν με πάθος στο συλλαλητήριο της Κυριακής. «Διαδηλώστε αδέρφια μου», έλεγε ο ιδιαίτερα συντηρητικός μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.

ΣΥΡΙΖΑ: Τη συγκέντρωση για την Μακεδονία καπηλεύτηκαν και τελικά σε αυτήν κυριάρχησαν, στοιχεία φανατισμού, εθνικισμού και μισαλλοδοξίας, με αισθητή την παρουσία της Χρυσής Αυγής. Δεν αμφισβητείται πως στο συλλαλητήριο συμμετείχαν και πολίτες που δεν έχουν καμία σχέση με την ακροδεξιά και την πατριδοκαπηλία. Η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών επιθυμεί μια λύση που θα διασφαλίζει τα συμφέροντα της χώρας και τη σταθερότητα στα Βαλκάνια, απέναντι στους αλυτρωτισμούς και τους εθνικισμούς. Και τη λύση αυτή υπηρετεί η σημερινή κυβέρνηση, με αίσθημα εθνικής ευθύνης, χωρίς να υποκύπτει σε μικροκομματικούς υπολογισμούς, φραστικούς εξτρεμισμούς και εθνικιστικές κορώνες.

Την επόμενη ημέρα πάντως άλλες γερμανικές εφημερίδες που ενδιαφέρονται επίσης για την Ελλάδα έγραψαν τα εξής:

SZ: Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ένας μετρ της πολιτικής ακροβασίας! Εδώ και πολλές εβδομάδες ο Έλληνας πρωθυπουργός αυτοπροβάλλεται ως ο αγγελιοφόρος μιας νέας εποχής, η οποία θα ξεκινήσει αυτό το καλοκαίρι. Τον Αύγουστο ολοκληρώνεται το τρίτο πρόγραμμα στήριξης, οπότε και η Ελλάδα θα πρέπει και πάλι να ανακτήσει την κυριαρχία της. Ελεύθερη πλέον από τις επιταγές λιτότητας των δανειστών ώστε να μπορεί να επιστρέψει στις αγορές για να αναχρηματοδοτηθεί.

Αλλά αυτή η εικόνα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ήδη από τώρα ο δανειακός κορσές έχει δεθεί σφιχτά μέχρι το 2060. Εάν δεν γίνουν κι άλλες ελαφρύνσεις του χρέους, η Ελλάδα θα παραμείνει αυτό που είναι τώρα: ένα κράτος υπό ξένη διοίκηση (σ.σ. άρα υπό κατοχή). Οκτώ χρόνια κρατούν οι διαφωνίες για το χρέος της Ελλάδας. Σε αυτό το διάστημα η χώρα εφάρμοσε τόσο σκληρές περικοπές, που μάλλον κανένα ανεξάρτητο κράτος δεν θα δεχόταν. Πολλά πράγματα βελτιώθηκαν. Αλλά το χρέος παραμένει υψηλό. Όπως και τα ποσοστά ανεργίας. Οι τράπεζες συνεχίζουν να έχουν υπερβολικά πολλά κόκκινα δάνεια. Και παρ’ όλο που έγιναν πολλές ιδιωτικοποιήσεις, πολλοί ξένοι επενδυτές αποφεύγουν τη χώρα όσο ποτέ. Αυτό δεν θα αλλάξει εάν η Ελλάδα δεν σταθεί και πάλι στα πόδια της«.

HANDELSBLATT: «Για μεγάλο διάστημα η Ελλάδα θεωρούνταν το προβληματικό παιδί της ευρωζώνης. Η Αθήνα αντιστεκόταν στις μεταρρυθμίσεις και παρά τις ενισχύσεις δισεκατομμυρίων η χώρα δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Τώρα όμως οι δανειστές βρίσκουν μόνο καλά λόγια (σ.σ. για την Ελλάδα). Η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται και πάλι, αν και σε χαμηλά επίπεδα. O πρωθυπουργός, ο πάλαι ποτέ επαναστάτης, υλοποιεί στο μεταξύ τις οδηγίες των δανειστών με μεγαλύτερη συνέπεια από όλους τους προκατόχους του. Με τον Τσίπρα και με τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο σχεδόν όλα έγιναν πιο εύκολα λέει επαινετικά ο πρώην επικεφαλής του Euro Group«.

Το χρέος, χρέος!

Συνεχίζοντας, την ίδια στιγμή ανακοινώθηκε η αύξηση του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης κατά 4,4 δις € το τρίτο τρίμηνο του 2017 στα 314,9 δις € – ενώ το χρέος της γενικής κυβέρνησης (=κεντρική κυβέρνηση + τοπική αυτοδιοίκηση + ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων) ανερχόταν στα 326,36 δις € στα τέλη του 2016, έναντι 321,3 δις € στο τέλος του 2015 (μέση ετήσια διάρκεια του νέου δανεισμού τα 13,1 έτη με επιτόκιο 2,03% χωρίς τα REPOS). Το ακατανόητο εδώ είναι το εξής:
Το δημόσιο χρέος αυξάνεται από τα ελλείμματα. Αφού έχουμε όμως πρωτογενή πλεονάσματα 4% του ΑΕΠ (άρα περί τα 7 δις €) και τόκους 6 δις € (άρα δημοσιονομικά πλεονάσματα), ενώ ξεπουλάμε επί πλέον δημόσια περιουσία (άρα έσοδα πάνω από 7 δις €), τότε πώς είναι δυνατόν να αυξάνεται το χρέος; Τι άλλο πληρώνουμε και δεν το γνωρίζουμε, εάν αυτά που ανακοινώνονται είναι σωστά;

Με απλά λόγια, παραδόξως παρά τα μνημόνια, τα χαμηλά επιτόκια και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, το δημόσιο χρέος συνεχίζει την ανοδική του πορεία – επίσης το κόκκινο ιδιωτικό, το οποίο αυξάνεται κατά 1 δις € μηνιαία απέναντι στο κράτος, ενώ συνολικά έχει υπερβεί τα 230 δις € ή το 130% του ΑΕΠ, έναντι 10% περίπου το 2010!

Λογικά λοιπόν διαπιστώνεται από την Κομισιόν η επιδείνωση της πορείας του ελληνικού χρέους, χωρίς όμως να αναφέρεται ο λόγος, οπότε η μη επίτευξη του βασικού σεναρίου της – σύμφωνα με το οποίο θα έφτανε στο 181,1% του ΑΕΠ το 2017, στο 165% το 2020, στο 127,2% το 2030 (όσο δηλαδή ήταν όταν υπαχθήκαμε στο ΔΝΤ ως υποψήφιοι χρεοκοπίας το 2010, με μηδαμινό ιδιωτικό και με υγιείς τράπεζες), καθώς επίσης με 96,4% το 2060!

Στα πλαίσια αυτά φαίνεται πως το σχεδιαζόμενο «μαξιλάρι» ύψους 10,2 δις € θα καλύψει τις ανάγκες χρηματοδότησης της χώρας μόνο για δέκα μήνες μετά την έξοδο της από το πρόγραμμα στήριξης – ενώ έως το τέλος του 2019 θα απαιτούνταν 20,3 δις € και 30 δις € έως το τέλος του 2020. Ως εκ τούτου η Ελλάδα θα έπρεπε να δανεισθεί από τις αγορές τουλάχιστον 20 δις € έως το 2020 – κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο, αφού η οικονομική της κατάσταση είναι τρισχειρότερη συγκριτικά με το 2010, όπου έπαψαν να τη χρηματοδοτούν οι αγορές.

Επίλογος

Συμπερασματικά λοιπόν, εάν υπάρχουν ακόμη Πολίτες που υποστηρίζουν την πολιτική των μνημονίων, θα έπρεπε να είναι το λιγότερο ηλίθιοι – ενώ μπορεί μεν το 2010 να τοποθετήθηκαν υπέρ των μνημονίων λόγω έλλειψης γνώσεων σχετικά με το τι έχει συμβεί σε άλλες χώρες που δραστηριοποιήθηκε το ΔΝΤ ή/και εξαιτίας εσφαλμένων εκτιμήσεων, αλλά σήμερα δεν υπάρχει καμία δικαιολογία.

Απλούστερα, μόνο ο ενδοτισμός ή η παντελής άγνοια και ο φόβος διακυβέρνησης της χώρας θα μπορούσαν πια να αιτιολογήσουν τη στάση τους – αφού ακόμη και ένας ανόητος καταλαβαίνει ότι, χωρίς την ονομαστική διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους οι Έλληνες (όχι η Ελλάδα), θα χάσουν ότι έχουν και δεν έχουν, μαζί με την εδαφική τους ακεραιότητα, καταλήγοντας εξαθλιωμένοι στα σκουπίδια της ιστορίας.

 

ΠΗΓΗ