Πρόκειται, όπως θα δούμε, για ένα εγκεφαλικό ρολόι που δεν συγχρονίζεται πάντα με το «κοινωνικό ρολόι», δημιουργώντας σοβαρά προσωπικά και εργασιακά προβλήματα.
Για παράδειγμα, τα άτομα που δυσκολεύονται να ξυπνήσουν νωρίς το πρωί κατατάσσονται αυτομάτως στους «τεμπέληδες» ή τους «υπναράδες» ενώ, αντίθετα, όσοι ξυπνούν πολύ νωρίς χαίρουν κοινωνικής εκτίμησης και θεωρούνται αυτομάτως «δουλευταράδες».
Δυστυχώς, για όσους πιστεύουν σε αυτές τις κοινωνικές προκαταλήψεις, τα νέα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με τον εγκεφαλικό μηχανισμό και τη λειτουργία του ύπνου διαψεύδουν τα κοινότοπα πρότυπα ταξινόμησης των ανθρώπων.
Οπως θα δούμε, οι καθημερινοί ρυθμοί ύπνου-εγρήγορσης κάθε ανθρώπου είναι ποικιλόμορφοι και, σε μεγάλο βαθμό, ρυθμίζονται από προσωπικούς βιολογικούς παράγοντες και ανάγκες, που δεν συνάδουν πάντοτε με τα έξωθεν επιβεβλημένα κοινωνικά πρότυπα.
Πριν από έναν μόλις αιώνα, ο ύπνος αλλά και τα όνειρα που τον συνοδεύουν θεωρούνταν θέματα ήσσονος επιστημονικού ενδιαφέροντος.
Μολονότι ήταν ολοφάνερο πως έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη φυσιολογική ζωή των ανθρώπων, δεν είχαν καμία ιδιαίτερη σημασία ή αξία για την επιστήμη.
Η κυρίαρχη, τότε, επιστημονική άποψη θεωρούσε τον ύπνο μια προσωρινή, ομοιόμορφη «παύση» ή «επιβράδυνση» των λειτουργιών του οργανισμού που κοιμάται, ενώ τα όνειρα ήταν ένα ασαφές επιφαινόμενο της λειτουργίας της… ανθρώπινης ψυχής.
Αυτή η εντελώς παραπλανητική εικόνα άρχισε να αμφισβητείται και να ανατρέπεται πειραματικά μόνο περί το 1930, μετά την είσοδο και τη συστηματική χρήση των ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων στην έρευνα της φυσιολογίας και της νευροβιολογίας του ύπνου.
Μια ακόμη επιβεβαίωση του γεγονότος ότι η υιοθέτηση νέων πειραματικών προσεγγίσεων και των κατάλληλων τεχνολογικών μέσων συμβάλλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης.
Πάντως, από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα έγινε σαφές ότι ο ύπνος όχι μόνο δεν είναι μια παθητική σωματική κατάσταση ή προσωρινή παύση των λειτουργιών του κοιμώμενου εγκεφάλου αλλά, αντιθέτως, αποτελεί μια δυναμική σωματική κατάσταση, όπου ο κοιμώμενος περνά από διάφορα στάδια ή «φάσεις» ύπνου, με χαρακτηριστικές σε κάθε φάση αυξομειώσεις της ενέργειας και της δραστηριότητας της εγκεφαλικής μηχανής.
Η μηχανή του ύπνου
Το γεγονός ότι, κατά μέσο όρο, περνάμε το ένα τρίτο της ζωής μας κοιμώμενοι -περίπου 120 ημέρες τον χρόνο- αποδεικνύει από μόνο του ότι ο επαρκής ύπνος είναι απαραίτητος για την καλή λειτουργία του οργανισμού μας.
Πώς όμως συντελείται αυτή η φυσιολογική λειτουργία;
Και ποιες συνέπειες έχουν για την ψυχοσωματική μας υγεία η παρατεταμένη στέρηση ή οι διαταραχές του ύπνου;
Εδώ και δεκαετίες, οι νευροεπιστήμονες υποψιάζονταν ότι ο καθημερινός κύκλος ύπνου-εγρήγορσης ρυθμίζεται και σε μεγάλο βαθμό καθοδηγείται από ένα εσωτερικό βιολογικό ρολόι, δηλαδή από έναν ρυθμιστικό μηχανισμό που βρίσκεται κρυμμένος στα βάθη του εγκεφάλου μας, για την ακρίβεια, στον υπερχιασματικό πυρήνα του υποθαλάμου.
Οπως ανακάλυψαν κατόπιν, ο υπερχιασματικός πυρήνας, που ονομάζεται έτσι επειδή βρίσκεται πάνω ακριβώς από το οπτικό χίασμα ώστε να συνδέεται με τα οπτικά νεύρα, είναι ένα «εκκρεμές», δηλαδή ένας βιοχημικός ταλαντωτής, που καταμετρά τις εναλλαγές ημέρας-νύχτας κάθε περίπου 20 ώρες («κιρκάδιο εκκρεμές», από τη λατινική circa+diem, που σημαίνει «περίπου μία ημέρα»).
Από δομική άποψη, το κιρκάδιο εκκρεμές είναι ένα κύκλωμα από νευρώνες το οποίο, ανάλογα με την παρουσία ή όχι ακτίνων φωτός, μπορεί να συγχρονίζει τον εγκέφαλο στην εναλλαγή ημέρας-νύχτας και άρα σηματοδοτεί το πότε θα πρέπει να κοιμηθεί και πότε να ξυπνήσει ο οργανισμός. Ισως να ακούγεται υπερβολικά απλό και μηχανικό, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια εξαιρετικά σύνθετη εγκεφαλική λειτουργία, η οποία επηρεάζεται και από άλλες μεταβλητές: ψυχολογική διάθεση, κούραση, εξωγενείς κοινωνικούς ρυθμούς, κατανάλωση διεγερτικών ουσιών (π.χ. καφές).
Ομως, τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον εγκέφαλό μας όταν το βράδυ ξαπλώνουμε να κοιμηθούμε;
Το σώμα μας αρχίζει να χαλαρώνει και ο εγκέφαλός μας εισέρχεται σταδιακά στο πρώτο στάδιο του ύπνου ή, όπως αποκαλείται, ύπνος μη REM (Non REM).
Πρόκειται για μια μεταβατική κατάσταση, κατά την οποία τα εγκεφαλικά κύματα του εγκεφάλου μας αποκτούν μεγαλύτερο εύρος και γίνονται σταδιακά πιο αργοκίνητα (Φάση 1).
Παράλληλα με τη μυϊκή χαλάρωση, την πτώση της θερμοκρασίας του σώματος και τη μείωση του καρδιακού ρυθμού, στο δεύτερο στάδιο, που διαρκεί περισσότερο, η συχνότητα των εγκεφαλικών κυμάτων μειώνεται, ενώ σε αυτά παρεμβάλλονται σύντομα και παράξενα εγκεφαλικά κύματα υψηλότερης συχνότητας (Φάση 2).
Τότε κάνουν την εμφάνισή τους ακόμη πιο αργοκίνητα κύματα μεγαλύτερου εύρους: ο βαθύς ύπνος έχει μόλις αρχίσει (Φάση 3).
Στην επόμενη φάση καταγράφονται από τον ηλεκτροεγκεφαλογράφο μόνο πολύ αργά εγκεφαλικά κύματα, όλες οι χαλαρωτικές και αναζωογονητικές λειτουργίες του ύπνου βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη (Φάση 4).
Και τα όνειρα πότε τα βλέπουμε; Ξαφνικά και χωρίς κάποια εμφανή αιτία τα αργά κύματα εξαφανίζονται.
Και ενώ το σώμα των κοιμωμένων βρίσκεται σε μυϊκή ατονία και βαθιά χαλάρωση, μια απρόσμενη και έντονη εγκεφαλική δραστηριότητα καταγράφεται από τον ηλεκτροεγκεφαλογράφο: η «μαγική προβολή» ασυνάρτητων μεταξύ τους ονειρικών εικόνων έχει αρχίσει.
Τυπικό σημάδι ότι κάποιος ή κάποια αρχίζει να ονειρεύεται είναι η λεγόμενη «φάση REM».
Η έναρξη της οποίας διαπιστώνεται από τις γρήγορες κινήσεις των κλειστών ματιών, εξ ου και το ακρωνύμιο REM (Rapid Eye Movement).
Οταν το εκκρεμές απορρυθμίζεται
Στο τέλος μιας εξαντλητικής ημέρας πέφτουμε στο κρεβάτι για να βυθιστούμε στο αναζωογονητικό βασίλειο του ύπνου και των ονείρων.
Αυτή η τόσο κοινή καθημερινή λειτουργία του ύπνου δεν συντελείται, ωστόσο, με τους ίδιους ρυθμούς και χρόνους από όλους τους ανθρώπους: κάποιοι ξυπνάνε πολύ νωρίς χωρίς καμιά δυσκολία, ενώ άλλοι ξυπνάνε αργά με μεγάλη δυσκολία.
Αυτές οι διαφορές σχετίζονται προφανώς με την ώρα που πέφτουμε για ύπνο: όσοι ή όσες ξυπνάνε από τα χαράματα και πετάγονται αμέσως από το κρεβάτι, κοιμούνται, κατά κανόνα, πολύ νωρίς το προηγούμενο βράδυ.
Αντίθετα, όσοι ξυπνάνε πιο αργά και με δυσκολία, κατά κανόνα, κοιμούνται πολύ αργά την προηγούμενη νύχτα.
Συνεπώς, είναι λάθος να καταγγέλλουμε ως «υπναράδες» ή ως «τεμπέληδες» όσους ανήκουν στη δεύτερη ομάδα, αφού προφανώς κοιμούνται λιγότερο -και πολύ χειρότερα!- από όσους εντάσσονται στην πρώτη ομάδα.
Πού όμως οφείλονται οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των ανθρώπων ως προς τις ώρες και την ποιότητα του ύπνου;
Οι σχετικές έρευνες των τελευταίων χρόνων έδειξαν ότι, μεταξύ των ανθρώπων, υπάρχουν όντως διαφορετικοί ανθρώπινοι «χρονότυποι» που σχετίζονται και εξαρτώνται άμεσα από την ιδιαίτερη, σε κάθε άτομο, λειτουργία του εγκεφαλικού ρολογιού που, όπως είδαμε, εντοπίζεται στον «υπερχιασματικό πυρήνα».
Σε αυτό το νέο πεδίο, πρωτοποριακές είναι οι έρευνες του Γερμανού χρονοβιολόγου Till Roeneberg, ο οποίος, τα τέσσερα τελευταία χρόνια, μαζί με τους συνεργάτες του ανέλυσε τον «χρονότυπο» πάνω από 80 χιλιάδες Γερμανών.
Ενα πρώτο και πολύ ενδιαφέρον συμπέρασμα αυτών των ερευνών είναι ότι: «Ο «χρονότυπος» ως προς τον ύπνο κατανέμεται σε έναν πληθυσμό με τρόπο παρόμοιο με το ύψος του σώματος. Οι νάνοι και οι γίγαντες είναι λίγοι, η πλειονότητα είναι άτομα μέσου ύψους», όπως ο ίδιος συνοψίζει τα συμπεράσματα των ερευνών του.
Ενα δεύτερο πολύ ενδιαφέρον συμπέρασμα είναι ότι οι ημερήσιοι ρυθμοί εναλλαγής ύπνου-εγρήγορσης αλλάζουν με τον χρόνο, δηλαδή εξαρτώνται σημαντικά από την ηλικία.
Για παράδειγμα, συνήθως, τα πολύ μικρά παιδιά ξυπνάνε αμέσως πολύ νωρίς το πρωί και είναι ενεργητικότατα.
Αντίθετα, από την εφηβεία ο «χρονότυπος» μετατίθεται σταδιακά και το πρωινό ξύπνημα γίνεται πολύ πιο δύσκολο.
Στο πέρασμα από τη δεύτερη-ώριμη στην τρίτη ηλικία, ο «χρονότυπος» του ύπνου μεταβάλλεται εκ νέου.
Και γύρω στα εξήντα χρόνια τείνουμε να ξυπνάμε από μόνοι μας πιο νωρίς.
Διαφορετικές έρευνες έδειξαν ότι στη διαμόρφωση του «υπνότυπου» που υιοθετεί τελικά ο οργανισμός σε κάθε ηλικία, δηλαδή του συγκεκριμένου «χρονότυπου», ενεργοποιούνται -με συγχρονισμένο τρόπο- σχεδόν όλα τα κύτταρα του οργανισμού.
Και σε αυτόν τον κυτταρικό συγχρονισμό πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει το ιδιαίτερο «κιρκάδιο εκκρεμές» στον υπερχιασματικό πυρήνα του εγκεφάλου μας.
Η ιδανική για κάθε άνθρωπο κατάσταση θα ήταν το «εσωτερικό» βιολογικό μας ρολόι να συγχρονίζεται με το «εξωτερικό» κοινωνικό ρολόι.
Ομως αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Υπό το πρίσμα αυτών των σημαντικών ανακαλύψεων, οφείλουμε να αναθεωρήσουμε τις κοινωνικές προκαταλήψεις περί «τεμπέληδων» και «εργατικών» ατόμων, για χάρη πιο ευέλικτων και κυρίως πιο αποδοτικών ωρών εργασίας για τους ενήλικες και πιο ελαστικών ωραρίων στα εκπαιδευτικά μας προγράμματα για τα παιδιά και τους εφήβους.
Οι συνέπειες της υπνολογικής υποτίμησης
Πώς αντιδρά ο εγκέφαλός μας και, μέσω αυτού, ο οργανισμός μας συνολικά όταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στερείται τις άκρως ευεργετικές και αναπλαστικές λειτουργίες του ύπνου;
Ας ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής ότι η «ποσότητα» ύπνου που χρειάζονται καθημερινά οι άνθρωποι διαφέρει από άτομο σε άτομο και εξαρτάται από έναν μεγάλο αριθμό ενδογενών και εξωγενών παραγόντων.
Ωστόσο, θεωρείται επαρκώς επιβεβαιωμένο ότι τόσο η ποσότητα όσο και η ποιότητα του ύπνου του καθενός από εμάς επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από την ηλικία, τη γενετική μας προδιάθεση, τη φυσική μας κατάσταση, και ασφαλώς από τις καθημερινές μας συνήθειες και εμπειρίες.
Η κοινότοπη συνταγή ότι χρειαζόμαστε τουλάχιστον οκτώ ώρες συνεχούς ύπνου τη νύχτα για να μπορούμε να λειτουργήσουμε καλά την υπόλοιπη ημέρα δεν ισχύει για όλους.
Πάντως, αν όταν ξυπνάτε αισθάνεστε ανανεωμένοι και δεν νιώθετε νύστα κατά τη διάρκεια της ημέρας, τότε μπορείτε να είστε βέβαιοι ότι έχετε κοιμηθεί επαρκώς.
Από καιρό είναι γνωστές οι δραματικές επιπτώσεις της αϋπνίας και άλλων μόνιμων διαταραχών του ύπνου στην ψυχοσωματική μας υγεία.
Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχει κατ’ επανάληψη διαπιστωθεί κλινικά ότι τα άτομα που υποφέρουν από αϋπνία έχουν αρκετά υψηλή πιθανότητα να εκδηλώσουν παθήσεις του καρδιαγγειακού συστήματος, ενώ παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, καθώς και αρκετά σοβαρές ανοσοποιητικές δυσλειτουργίες.
Επιπλέον, οι διαταραχές του ύπνου και η παρατεταμένη αϋπνία συνδέονται στενά με διάφορες νευροψυχολογικές νόσους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ασθενείς που υποφέρουν από αϋπνία για περισσότερο από έναν χρόνο έχουν 40 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν κατάθλιψη σε σχέση με όσους κοιμούνται ικανοποιητικά· ενώ αν η αϋπνία αντιμετωπιστεί εγκαίρως, τότε η πιθανότητα εμφάνισης κατάθλιψης είναι η ίδια με αυτήν που συναντάται κατά μέσο όρο.
Ωστόσο, έχει διαπιστωθεί ότι ακόμη και πρόσκαιρες διαταραχές του ύπνου οδηγούν σε απώλεια μνήμης και σαφή κατάπτωση των νοητικών μας ικανοτήτων.
Πρόσφατες κλινικές μελέτες, μάλιστα, συσχετίζουν σαφώς τις διαταραχές του ύπνου με εμφανή πτώση των σωματικών και νοητικών επιδόσεων, και συνεπώς με τη χαμηλή παραγωγικότητα στην εργασία και την αυξημένη πιθανότητα για σοβαρά λάθη και ατυχήματα.
Οποτε ο εγκέφαλός μας βρίσκεται αντιμέτωπος με ιδιαίτερα αγχογόνες και απειλητικές καταστάσεις, αντιδρά κατά κανόνα με την απορρύθμιση των φυσιολογικών κύκλων ύπνου-εγρήγορσης, η οποία με τη σειρά της ανατροφοδοτεί τις λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές διαταραχές του ύπνου.
Και η μερική ή ολική στέρηση του ύπνου δεν μας προκαλεί απλώς «νύστα», αλλά μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε πιο σοβαρές και μόνιμες ψυχοσωματικές παθήσεις.
Το καθημερινό «κούρεμα» των ωρών ύπνου και χαλάρωσης όχι μόνο δεν αναπληρώνεται, αλλά μπορεί, επιπρόσθετα, να οδηγήσει στην «υποτίμηση» όλων σχεδόν των φυσιολογικών λειτουργιών μας.
Η όχι πάντοτε συνειδητή υποτίμηση της ποιότητας του ύπνου οδηγεί, σχεδόν αναπόδραστα, σε υποβάθμιση της ποιότητας ζωής μας και, σε πιο ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να αποβεί μοιραία για τα «υπνολογικά υποτιμημένα» άτομα.
ΠΗΓΗ: efsyn.gr