Η Οδοντιατρική Σχολή Αθηνών στο Γουδή διαθέτει 220 οδοντιατρικές μονάδες. Σε αυτές κάθονται αναπαυτικά, αναζητώντας άμεση ανακούφιση και θεραπεία, τουλάχιστον 5.000 ενήλικοι και 2.500 παιδιά ετησίως. Στα πεντακάθαρα και πλήρως εξοπλισμένα ιατρεία, όπου μπορεί να θεραπεύονται παράλληλα δεκάδες ασθενείς και να εκπαιδεύονται οι φοιτητές, επικρατεί απόλυτη ησυχία.
Και παρότι οι ασθενείς (μικροί και μεγάλοι) αφήνονται στα χέρια νέων, εκπαιδευόμενων και ειδικευόμενων, οδοντιάτρων διακρίνει κανείς πως σταδιακά χτίζεται μια σχέση εμπιστοσύνης. Η αφοσίωση των φοιτητών στο κλινικό έργο, ο επαγγελματισμός που τους διακρίνει και η παρουσία των καθηγητών της Σχολής που εποπτεύουν και καθοδηγούν τους μαθητευομένους τους σε χώρους που συναγωνίζονται ιδιωτικά οδοντιατρεία, παραπέμπουν σε εικόνες από πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Ποιότητα και διακρίσεις. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών έχει περάσει από δύο αξιολογήσεις (η δεύτερη ολοκληρώθηκε το 2010) από την Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΑΔΙΠ). Η επιτροπή που αποτελούνταν από ακαδημαϊκούς πανεπιστημίων του εξωτερικού (Φινλανδία, Γαλλία, ΗΠΑ και Αγγλία) διαπίστωσε ότι η Σχολή με το υψηλού επιπέδου επιστημονικό προσωπικό, η πλειονότητα των οποίων έχει ολοκληρωμένες μεταπτυχιακές σπουδές στις ΗΠΑ και την ΕΕ, την έρευνα που γίνεται και τις δημοσιεύσεις των μελών ΔΕΠ σε διεθνή περιοδικά, συγκαταλέγεται μεταξύ των καλύτερων Οδοντιατρικών Σχολών της Ευρώπης. Ολα αυτά σε συνδυασμό με τις σύγχρονες εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας που διαθέτει, δημιουργούν ένα απόλυτα ασφαλές περιβάλλον για τους ασθενείς που προσέρχονται με ποικίλα οδοντιατρικά προβλήματα και ένα υψηλού επιπέδου εκπαιδευτικό περιβάλλον για τους φοιτητές.
Τα μεταπτυχιακά. Εκτός από τις κλινικές όπου εκπαιδεύονται προπτυχιακοί φοιτητές, λειτουργούν και οι κλινικές όπου εκπαιδεύονται οι μεταπτυχιακοί ειδικευόμενοι φοιτητές και αντιμετωπίζονται πιο σύνθετα κλινικά περιστατικά. Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση επίσης είναι υψηλού επιπέδου και τα τρία από τα μεταπτυχιακά προγράμματα (Περιοδοντολογίας, Ορθοδοντικής και Παιδοδοντιατρικής) έχουν υποστεί εξωτερικές αξιολογήσεις από ευρωπαϊκούς οργανισμούς. Το μεταπτυχιακό πρόγραμμα της Παιδοδοντιατρικής, για παράδειγμα, έχει υποστεί τρεις αξιολογήσεις (2003, 2009 και 2016) από εξωτερικούς αξιολογητές της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Παιδοδοντιατρικής και έχει κριθεί ως ένα από τις τρία καλύτερα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών στην Παιδοδοντιατρική στην Ευρώπη.
Τα αγκάθια. Στην Ελλάδα της κρίσης και των προϋπολογισμών ένδειας η Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών εκπέμπει SOS, καθώς η υποχρηματοδότηση, η γραφειοκρατία και κυρίως η υποστελέχωση σε εκπαιδευτικό, διοικητικό και τεχνικό προσωπικό έχουν δημιουργήσει ασφυκτικές συνθήκες όσον αφορά την εύρυθμη λειτουργία της.
Τα διαθέσιμα οικονομικά δεδομένα ξεδιπλώνουν ακόμη ένα αφήγημα λιτότητας που κλονίζει τα θεμέλια μιας Σχολής, που βάσει των εσόδων και παρά τη δύσκολη εποχή που διανύει η χώρα, την κάνουν να αυτοχρηματοδοτείται.
Συγκεκριμένα, τα έσοδά της που κατατέθηκαν στον ΕΛΚΕ (Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Ερευνας) το περασμένο έτος ανήλθαν στα 1,18 εκατ. ευρώ. Σημειωτέον ότι από αυτά, ούτε ένα ευρώ δεν προήλθε από κρατική χρηματοδότηση. Για την ιστορία, η τελευταία φορά που η Σχολή ενισχύθηκε οικονομικά με τη διαδικασία της τακτικής χρηματοδότησης ήταν το 2014, όταν έλαβε περίπου 400.000 ευρώ.
Εντούτοις, τα χρόνια που μεσολάβησαν δεν έγιναν εκπτώσεις στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα ούτε στο κλινικό έργο (δηλαδή, στις οδοντιατρικές υπηρεσίες) που προσφέρεται στους πολίτες. Κατά την ίδια περίοδο, ωστόσο, πάγωσαν οι προσλήψεις με αποτέλεσμα το 50% του διοικητικού, νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού να αποτελείται πλέον από συμβασιούχους.
Το αποτέλεσμα; Η Σχολή καλείται να καλύψει από ίδια έσοδα τις αμοιβές των συμβασιούχων, που ανέρχονται σε 630.000 ευρώ ετησίως.
«Γίνεται αντιληπτό ότι το υπουργείο Παιδείας οφείλει να αναλάβει τη μισθοδοσία των συμβασιούχων» επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος της Σχολής Γιώργος Ηλιάδης και «η Πολιτεία να αντιληφθεί ότι οι Οδοντιατρικές Σχολές προσφέρουν κοινωνικό έργο και ανεβάζουν το επίπεδο του ΕΚΠΑ στις διεθνείς αξιολογήσεις, αλλά έχουν και υψηλό κόστος λειτουργίας για την εκπαίδευση των φοιτητών».
Επιπλέον, σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν οι ιδιαιτερότητες της Σχολής, καθώς στο κτίριο που εδρεύει επί δεκαετίες στο Γουδή παράγεται πλούσιο εκπαιδευτικό, ερευνητικό και κλινικό έργο. Γι’ αυτό και τα φώτα κλείνουν αργά το απόγευμα, όταν αποχωρήσει και ο τελευταίος ασθενής.
Χρειάζεται προσωπικό. Συνεπώς, η λύση για εξοικονόμηση πόρων δεν είναι οι περικοπές στο κλινικό και εργαστηριακό έργο, σύμφωνα με τους ειδικούς. «Η Σχολή έχει πάγιες και επιτακτικές ανάγκες για μόνιμο προσωπικό. Σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, η αναλογία καθηγητών και φοιτητών θα έπρεπε να είναι ένας προς τέσσερις, στην πράξη όμως είναι ένας προς δέκα» συμπληρώνει ο Γιώργος Ηλιάδης.
Αρκεί κανείς να αναλογιστεί ότι πριν έλθουν τα Μνημόνια και παγώσουν τις προσλήψεις, στη Σχολή υπηρετούσαν 125 καθηγητές. Πλέον, έχουν απομείνει 80, ενώ οι επερχόμενες συνταξιοδοτήσεις σηματοδοτούν μια εποχή «φτωχότερη» σε εκπαιδευτικό, προσωπικό που θα θέσει σε κίνδυνο την πλήρη λειτουργία της Σχολής.
Σημειωτέον ότι κάθε έτος η Σχολή καλωσορίζει τουλάχιστον 120 πρωτοετείς, ενώ εκεί εκπαιδεύονται συνολικά 700 προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές. Ισάριθμοι απόφοιτοι έχουν μεταναστεύσει τα χρόνια της κρίσης στην Αγγλία, όπου και εργάζονται αναζητώντας ένα οικονομικά ασφαλές εργασιακό πλαίσιο.
Εσοδα μετ’ εμποδίων. Στο μεταξύ, στο όνομα της διαφάνειας τα έσοδα της Σχολής οδηγούνται στον ΕΛΚΕ – δηλαδή, στην υπηρεσία που διαχειρίζεται τα κονδύλια που παίρνει κάθε ΑΕΙ από τα ερευνητικά και αναπτυξιακά προγράμματα που οργανώνει – προκειμένου να διασφαλιστεί η «χρηστή» διαχείριση των χρημάτων αυτών. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή προκαλεί ακόμη ένα έμφραγμα γραφειοκρατίας και καθυστερήσεων.
Ενδεικτικά, εξαιτίας του γεγονότος ότι με το νέο καθεστώς οι προμηθευτές αμείβονται απευθείας από τον ΕΛΚΕ καθυστερημένα και όχι από τη Σχολή που κατά το παρελθόν διαχειριζόταν τα έσοδά της ανάλογα με τις ανάγκες της, οι τιμές για τα απαραίτητα οδοντιατρικά υλικά έχουν αυξηθεί τουλάχιστον 15%.